Δευτέρα 13 Μαΐου 2013

ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΑΠΟΙΚΙΑΚΟΣ ΜΕΡΚΑΝΤΙΛΙΣΜΟΣ Ή ΜΠΟΥΛΛΙΟΝΙΣΜΟΣ

                                                                            Γράφει ο Νίκος Σκαρλάτος
Η συμπεριφορά και η νοοτροπία κάθε λαού είναι ανάλογη των συναισθημάτων, του πνευματικού του πολιτισμού και των αντιλήψεων του για τη ζωή, που διαμορφώνει και τις σχέσεις, τις οποίες είχε ιστορικά ο λαός αυτός με τους γείτονες του και τους άλλους λαούς.
Η ιστορία μας παρέχει πολλά στοιχεία, για  να ερμηνεύσουμε, ακολουθώντας τη συγκριτική μέθοδο, τα σημερινά πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά φαινόμενα, να εντοπίσουμε τα αίτια που τα προκαλούν, να παραδειγματιστούμε και ν’ αντιμετωπίσουμε σύγχρονες καταστάσεις, που αναφύονται καθημερινά στο δρόμο μας προς το μέλλον.
Ο Μερκαντιλισμός (εμποροκρατισμός - εμποροκρατία) ή μπουλλιονισμός (από τη λέξη μπούλλιον, που σημαίνει ράβδος χρυσού)   ήταν μια οικονομική θεωρία του 16ου και 17ου αιώνα, που υποστήριζε ότι η ευημερία του κράτους εξαρτάται από τις αρχές, που διέπουν το εμποροκρατικό σύστημα (mercantile system), ταυτίζοντας τον πλούτο και τη συσσώρευση χρυσού με την ισχύ ενός κράτους, αδιαφορώντας για την ευμάρεια των πολιτών του. Για την επίτευξη αυτού του στόχου οι Μερκαντιλιστές ή Μπουλλιονιστές, όριζαν ως μοναδικό σκοπό τους  στο διεθνές εμπόριο το κέρδος σε μεταλλικό νόμισμα, το οποίο προορίζονταν ν’ αυξήσει τον πολεμικό θησαυρό του κράτους, χωρίς η αύξηση αυτή να μεταφράζεται σε βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων της χώρας. Έπρεπε λοιπόν κατά το δυνατόν να εξάγουν μόνο και να μην εισάγουν τίποτα, ενώ η εξαγωγή πρώτων υλών ή πολυτίμων μετάλλων τιμωρούνταν με θάνατο. Γι’ αυτό πρότειναν στις κυβερνήσεις την επιβολή δασμών και εσωτερικών φόρων στις εισαγωγές με παράλληλη ενθάρρυνση των εξαγωγών. Οι Μερκαντιλιστές  στηριζόμενοι στην αντίληψη ότι ο πλούτος ενός έθνους βασίζεται πρωτίστως στην αυτάρκεια του από τη συσσώρευση πολύτιμων μετάλλων (χρυσού - αργύρου), εφάρμοζαν μια υποτιμητική πολιτική στους μισθούς των εργαζομένων και φρόντιζαν μέσω του οικονομικού ιμπεριαλισμού ή των ιμπεριαλιστικών αποικιοκρατικών κατακτήσεων στο εξωτερικό να εξασφαλίζουν την αυτάρκεια της χώρας τους, πρεσβεύοντας ότι, μόνο με κυβερνητικές οικονομικές ρυθμίσεις εθνικιστικού χαρακτήρα, μπορεί να εξασφαλιστεί η οικονομική ευημερία (ισχύς) του κράτους.  
Από τη σκοπιά αυτή εξετάζοντας και τον πόλεμο μπορούμε να ισχυριστούμε ότι είναι μια οικονομική επιχείρηση, διότι  όλες οι πολεμικές συρράξεις είχαν ως κίνητρο την αρπαγή ή κατάκτηση του πλούτου ενός άλλου κράτους. «Με το χρυσό μου θα έχω στρατιώτες και χάρις στους στρατιώτες μου θ’ αποκτήσω περισσότερο χρυσό». Στα λόγια αυτά ενός κατακτητή συνοψίζεται η θεωρία του Μερκαντιλισμού και Μπουλλιονισμού.
Ο Μοντεσκιέ μέσα στο έργο του «Το πνεύμα των νόμων» αναφέρει για την περίοδο αυτή: «…Μια νέα νόσος εξαπλώθηκε στην Ευρώπη προσβάλλοντας του πρίγκιπες και τους κάνει να διατηρούν ένα δυσανάλογο αριθμό στρατευμάτων….. Δεν είναι ευχάριστο να βλέπει κανείς τα κράτη να υποθηκεύουν τα κεφάλαια τους κατά τη διάρκεια και αυτής ακόμη της ειρήνης, για να τα χρησιμοποιούν σε μέσα καταστροφής, τα οποία αποκαλούν έκτακτα. Τόσο πολύ έκτακτα, ώστε και το πιο μειωμένο πνευματικά τέκνο μιας οικογένειας να φαντάζεται…». Κλασσική είναι η μέθοδος, από την εποχή που εισήλθε στη ζωή του ανθρώπου η χρήση του μεταλλικού νομίσματος να δημιουργούν οι περισσότερες πόλεις της αρχαιότητας ένα απόθεμα πολεμικού θησαυρού, το οποίο είχαν κατατεθειμένο μέσα στους ναούς. Σχετική δε είναι και η περίπτωση της Γερμανίας του Μεσοπολέμου, η οποία διατεινόμενη ότι ήταν πτωχή, μετά την κρίση του 1929, είχε διαθέσει από το 1933 για το επανεξοπλισμό της ποσά κατά πολύ ανώτερα από αυτά των γειτόνων της.
Η εμφάνιση στη διεθνή πολιτική οικονομία από τα μέσα του 18ου αιώνα και κυρίως μετά τη Γαλλική Επανάσταση του φιλελευθερισμού,  όπως και των δύο άλλων οικονομικών και κοινωνικών ρευμάτων αργότερα, του Μαρξισμού και του ρεαλισμού, άρχισαν να διαμορφώνουν ανάλογες τάσεις στην πολιτική οικονομία. Αυτές όμως τις οικονομικές θεωρίες, όπως και τα ρεύματα του διεθνισμού και της παγκοσμιοποίησης, που είχαν ως αντικειμενικό σκοπό τη βελτίωση του επιπέδου ζωής της παγκόσμιας κοινωνίας, τις εκμεταλλεύτηκαν πάλι οι ισχυρές οικονομικά δυνάμεις ανάλογα με τα εθνικά οικονομικά τους συμφέροντα, για ν’ αυξήσουν τ’ αποθέματα τους σε χρυσό ή συνάλλαγμα, τα οποία επέβαλε κυρίως η ανάγκη εξασφάλισης της αυτάρκειας τους. Έτσι διαμορφώθηκαν πριν από τους δύο παγκοσμίους πολέμους, οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως πόλεμοι αυτάρκειας και όχι ληστρικοί, αφού έγιναν από τα πλούσια κράτη με σκοπό την κατάκτηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών φτωχών κρατών, τα πολιτικο-οικονομικά συστήματα του κομμουνισμού στη Ρωσία μετά την Οκτωβριανή επανάσταση του 1917 και του εθνικοσοσιαλισμού το 1933 στη Γερμανία. Η άρχουσα τάξη στη Ρωσία τότε υπέταξε το ιδιωτικό κεφάλαιο στο κράτος και στη Γερμανία το χρησιμοποίησε στην πολεμική βιομηχανία για την ισχυροποίηση της κρατικής ισχύος. Η ανάγκη επίσης εξασφάλισης της αυτάρκειας ενός άλλου πολύτιμου υγρού, του μαύρου χρυσού, ο οποίος εισήλθε στη ζωή του ανθρώπου, από τις αρχές του 20ου αιώνα, άλλαξε τη ροή της ιστορίας, επαναφέροντας στο προσκήνιο το δόγμα του Μερκαντιλισμού και του πολεμικού αποθέματος, που οδήγησαν τα κράτη στον απομονωτισμό και την ανθρωπότητα σε δύο παγκοσμίους πολέμους.
Ο φιλελευθερισμός, ο οποίος αναπτύχθηκε από τους Άνταμ Σμίθ (1723-1790) και Ν. Ρικαρντό (1772-1823) ήταν αντίθετος στους παρεμβατικούς ελέγχους της οικονομίας. Μετά δε την επιβολή το 1816 του κανόνα του χρυσού, οδήγησε σε μια παγκοσμιοποίηση μεγαλύτερη από τη σημερινή, εκτοπίζοντας τις θεωρίες του Μερκαντιλισμού  ή Μπουλλιονισμού (16ος και 17ος αιώνας). Οι Μερκαντιλιστές χαρακτήριζαν το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου, ως τη μεγαλύτερη τραγωδία για μια χώρα. Ο  Σκοτσέζος μάλιστα φιλόσοφος, ιστορικός και οικονομολόγος David Hume και ο Άγγλος φιλόσοφος John Locke διατύπωσαν την άποψη ότι οι τιμές πρέπει να είναι ανάλογες των συναλλαγματικών αποθεμάτων μιας χώρας.
Οι οπαδοί του φιλελευθερισμού Σμίθ και ο Ρικαρντό υποστήριξαν ότι η φιλοσοφία της πολιτικής του Μερκαντιλισμού ήταν λάθος, διότι ο εθνικός πλούτος μπορεί ν’ αυξηθεί καλύτερα με ελεύθερες και χωρίς περιορισμούς συναλλαγές, τόσο σε εθνικό όσο και διεθνές επίπεδο, μέσω του ελεύθερου εμπορίου και της ελεύθερης αγοράς. Γι’ αυτό, από τις αρχές του 19ου αιώνα πολλοί από τους περιορισμούς που είχαν θέσει οι Μερκαντιλιστές καταργήθηκαν. Με τη θέσπιση του κανόνα του χρυσού στις διεθνείς συναλλαγές, ο οικονομικός ρόλος του κράτους περιορίστηκε πλέον στη διασφάλιση του υγιούς θεμιτού ανταγωνισμού και  την αποφυγή οποιασδήποτε οικονομικής ζημίας σε βάρος της χώρας ή ακόμη και επιχείρησης.
Επί των ημερών μας η πρακτική του πολεμικού θησαυρού εμφανίζεται με τη μορφή μεταλλικών αποθεμάτων των εκδοτικών τραπεζών, τα οποία τίθενται σε κυκλοφορία κατά την περίοδο της συρράξεως. Ανάλογα δε με το αποτέλεσμα του πολέμου τ’ αποθέματα σε ξένο συνάλλαγμα, που εμμέσως αντιπροσωπεύουν ανάλογο απόθεμα χρυσού, μειώνονται ή αυξάνονται, γι’ αυτό χρησιμοποιούνται και ως όργανο μέτρησης, για να κατανοήσουμε ποιος είναι ο πραγματικός νικητής του πολέμου. Μετά το 1918, που αναδείχθηκαν νικητές από τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο οι Αγγλο-γάλλοι, τ’ αποθέματα σε χρυσό της Τράπεζας της Γαλλίας έφθασαν σε ένα ύψος που ποτέ μέχρι τότε δεν είχαν φθάσει, ενώ το 1945, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο είχαν εξανεμιστεί. Η Ρωσία επίσης από το 1914 είχε ένα από τα μεγαλύτερα μεταλλικά αποθέματα του κόσμου, το οποίο μειώθηκε σημαντικά μετά τη συνθήκη του Μπρέστ-Λιπόβσκ και τον εμφύλιο πόλεμο του 1917. Σήμερα δε, σε πείσμα των θεωριών  «περί της ανακατανομής του χρυσού» το μεγαλύτερο μέρος του πολύτιμου αυτού μετάλλου συγκεντρώθηκε στα υπόγεια του Fort Knox στο Κεντάκκι των ΗΠΑ, και συνιστά τον φοβερό πολεμικό θησαυρό της σημερινής υπερδύναμης.
Ο χρυσός συνεπώς, όσο παραμένει ως διεθνής νομισματική βάση, θα εξακολουθήσει να παίζει το ρόλο του εσχάτου αποθέματος, διότι η εμπιστοσύνη προς το χαρτονόμισμα κλονίζεται μόλις επιδεινώνονται οι σχέσεις μεταξύ των κρατών ή ξεσπούν κοινωνικές αναταραχές.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, οι ΗΠΑ, οι οποίες αναδείχθηκαν  σε κοσμοκράτειρα δύναμη, επέβαλαν τους δικούς τους όρους στη νέα τάξη. Στη Χρηματο-οικονομική διάσκεψη που συνήλθε στο Bretton Woods, στο Νιου Χάμσαϊρ των ΗΠΑ, από την 1η έως τις 22 Ιουλίου του 1944 με τη συμμετοχή 44 συμμαχικών δυνάμεων, οι οποίες είχαν βγει νικήτριες από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, θεσπίστηκε το σύστημα σταθερών ισοτιμιών μεταξύ των νομισμάτων τους με βάση το αντίκρισμα του αποθέματος τους σε δολάρια. Αποφασίστηκε δε και η δημιουργία του  Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), της Παγκόσμιας Τράπεζας, της GATT (Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου), η οποία βέβαια υπογράφτηκε το 1947, αλλά αντικαταστάθηκε το 1996 από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου.
Το νέο σύστημα κατά τη δεκαετία του 50 έφερε θετικά αποτελέσματα στην παγκόσμια οικονομία, λόγω της μεγάλης ανάπτυξης του διεθνούς εμπορίου και των επενδύσεων, που οφείλονταν κυρίως στις ανάγκες ανασυγκρότησης από τις πολεμικές καταστροφές. Γρήγορα όμως, ο έντονος ανταγωνισμός και οι υψηλές τιμές των Αμερικανικών προϊόντων, λόγω υψηλού κόστους, είχαν αρνητικές επιπτώσεις στο εμπορικό ισοζύγιο και την οικονομία των ΗΠΑ. Η ανελαστικότητα των τιμών και ο αυξημένος ανταγωνισμός τη δεκαετία του 1960 προκάλεσαν διαδοχικές υποτιμήσεις και ανατιμήσεις σε όλα τα ισχυρά νομίσματα, που διατάραξαν τη νομισματική ισορροπία. Έτσι, η κλιμακούμενη μείωση του εμπορικού ισοζυγίου των ΗΠΑ, οδήγησε το 1971 τον Αμερικανό πρόεδρο Ρίτσαρντ Νίξον στην απόφαση να εγκαταλείψουν οι ΗΠΑ τη μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό και το σύστημα των συναλλαγματικών ισοτιμιών του  Bretton Woods. Αυτός όμως είχε το πεπόνι, αυτός και το μαχαίρι.
Ο κανόνας του Bretton Woods, έφερε και τα εμπορικά ισοζύγια των άλλων οικονομικών Δυνάμεων σε μειονεκτική θέση, λόγω της αδυναμίας χειραγώγησης των εθνικών τους νομισμάτων. Για τη βελτίωση τους, τη διατήρηση ή την αύξηση των συναλλαγματικών τους αποθεμάτων, που ήταν αναγκαία για την εξασφάλιση της αυτάρκειας τους και την αποφυγή του δανεισμού, συγκρότησαν με ομάδες δορυφόρων κρατών, διάφορες κλειστές - ενιαίες αγορές, χρησιμοποιώντας μεταξύ τους ένα «εναλλακτικό» νόμισμα λογαριασμού, όπως ήταν το ECU. Με το εναλλακτική αυτή μορφή συναλλαγής, επανέφεραν την πρώιμη μορφή Μερκαντιλισμού (ο πλούτος επιτυγχάνεται καλύτερα με τη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου) δια της ανταλλαγής προϊόντος (=αξία χρήσης) με χρήμα(=ανταλλακτική αξία). Έτσι δέσμευσαν τα κράτη δορυφόρους, εξασφαλίζοντας ευνοϊκούς όρους στις εξαγωγές των προϊόντων τους. Εκτός από την ενιαία πρώην αποικιακή αγορά της Αγγλικής κοινοπολιτείας, στην οποία η λίρα Αγγλίας είχε προνομιούχο μεταχείριση, συστήθηκε η κοινοπραξία άνθρακα και χάλυβα, προκειμένου οι χώρες που συμμετείχαν, να καταστούν αυτάρκεις στις δύο αυτές σημαντικές πρώτες ύλες. Σταδιακά όμως η κοινοπραξία αυτή εξελίχθηκε σε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), στην οποία εισήλθαν όλες οι χώρες της Ευρώπης, που ανήκαν στο Δυτικο-Ευρωπαϊκό συνασπισμό του ΝΑΤΟ. Αντίστοιχη οικονομική κοινότητα, την ΚΟΜΕΚΟΝ, ίδρυσαν και οι χώρες που ανήκαν στο σύμφωνο της Βαρσοβίας. Οι συνασπισμοί αυτοί λόγω των νομισματικών ανισορροπιών στις αγορές τους έφεραν σε μια μορφή οικονομικής αποικιοκρατικής εξάρτησης τις ασθενέστερες οικονομικά χώρες από τις πιο ισχυρές. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις, οι διμερείς συμφωνίες ανταλλαγών σε είδος μεταξύ τους κατέληξαν να είναι πιο επαχθείς ή βαρύτερες και αυτών των παλαιών αποικιακών καθεστώτων. Στις αγορές αυτές οι ισχυρές οικονομικά χώρες πετύχαιναν ευνοϊκούς όρους και προνομιούχες διεξόδους για τα προϊόντα και τα κεφάλαια τους, ενώ με τη συναλλαγή με μονάδες λογαριασμού, τα ισχυρότερα και αυτάρκη έθνη, ασκώντας πίεση στα ασθενέστερα, επέβαλαν σ’ αυτά ζημιογόνες και αποικιακού τύπου εμπορικές ανταλλαγές.  Υπερτιμώντας εντός των αγορών αυτών τα προϊόντα τους και υποτιμώντας τα αντίστοιχα του πελάτη τους, κατέληγαν σε μια «ισότιμη», αλλά κερδοσκοπική ανταλλαγή, ενός αυγού έναντι μιας κότας. Έτσι ο νέος Μερκαντιλισμός εξελίχθηκε σταδιακά σε κερδοσκοπικό δόγμα πιο ελαστικό μεν, διότι ελάμβανε υπ’ όψη του και την επιθυμία βελτίωσης των βιοτικών επιπέδων και την αυξανόμενη πολυπλοκότητα της οικονομικής ζωής, αλλά οι σκοποί παρέμειναν ίδιοι. Η Γερμανία αναδείχθηκε σε χωροφύλακα της Ευρώπης και η κερδοσκοπία με διάφορες παραλλαγές άρχισε να υποκαθιστά τις εταιρικές σχέσεις στην ενιαία Ευρωπαϊκή αγορά.
Η Γερμανία, η οποία κυριαρχεί σήμερα οικονομικά στην Ε.Ε, στερούμενη πρώτων υλών συνεχίζει με το Ευρώ την οικονομική στρατηγική, που ακολουθούσε με το νόμισμα λογαριασμού  ECU. Εφαρμόζοντας το Μερκαντιλιστικό δόγμα ότι ο πλούτος ενός έθνους βασίζεται πρωτίστως στην αυτάρκεια του και τη συσσώρευση συναλλαγματικών αποθεμάτων, εξωθεί τις άλλες χώρες στην ΕΕ, χρησιμοποιώντας ως οικονομικά όπλα την εσωτερική υποτίμηση και υπερχρέωση να δανείζονται από αυτήν με συνεχώς αυξανόμενο επιτόκιο, μειώνοντας με τον τρόπο αυτό ακόμη περισσότερο την ανταγωνιστικότητά τους, για να εξασφαλίζει την υπεροχή της.
Η συνεργασία της επίσης με τις υπερχρεωμένες, αλλά πανίσχυρες στρατιωτικά, επιχειρηματικά και χρηματοοικονομικά ΗΠΑ, σε μια από κοινού αντιμετώπιση της «Κινεζικής επιδημίας», δικαιολογεί και την παράδοξη πρόσκληση του ΔΝΤ στην Ευρωζώνη. Μια εθελούσια στάση πληρωμών των ΗΠΑ ή μια μεγάλη υποτίμηση του δολαρίου, για να επαναφέρουν το εμπορικό τους ισοζύγιο σε ανεκτά επίπεδα και να καλύψουν μέρος του χρέους τους, που είναι σε δολάρια, θα προκαλούσε φυγή κεφαλαίων από την Ευρώπη και απροσδόκητες εξελίξεις για την Ευρωζώνη και κυρίως τη Γερμανική οικονομία.
Η σύνδεση του Κινεζικού νομίσματος με το δολάριο δίνει τη δυνατότητα στην τίγρη της Ασίας, στα πλαίσια του οικονομικού της ανταγωνισμού να υποτιμά ανάλογα το νόμισμα  της, για να διατηρεί σταθερό το εμπορικό της ισοζύγιο με τις ΗΠΑ, σε αντίθεση με τη Γερμανία, η οποία επιμένει στο ισχυρό Ευρώ για να διατηρεί σε υψηλό επίπεδο τα συναλλαγματικά της αποθέματα, κάνοντας ταυτόχρονα και τονωτικές ενέσεις στην Αμερικανική οικονομία. Ο προστατευτισμός με το «ντάμπιγκ», που εφαρμόζει η Γερμανία στα εξαγώγιμα εκτός Ευρώπης προϊόντα της και το ανατιμημένο Ευρώ, συνεχίζουν να διατηρούν σταθερό το εμπορικό της ισοζύγιο με τις ΗΠΑ και τ’ αποθεματικά της σε «σκληρό συνάλλαγμα». Η αύξηση όμως των συναλλαγματικών της αποθεμάτων, όπως προκύπτει από πίνακα που δημοσίευσε η Γερμανική εφημερίδα  (Frankfurter Rundschau), δεν διατίθεται για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του Γερμανικού λαού. Από την εξέλιξη των πραγματικών αμοιβών των Γερμανών σε σχέση με τις αμοιβές των Γάλλων, των Ιταλών και των Ισπανών κατά τα έτη 1995-2005, προκύπτει ότι οι μισθοί στη Γερμανία παρέμειναν σταθεροί σε αντίθεση με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης, σημειώνοντας μάλιστα μια μείωση έναντι της σημειωθείσας ανάπτυξης κατά 13%.
Η θεωρία συνεπώς του ζωτικού χώρου, με την οποία υπόσχονταν ο Χίτλερ στις φτωχές κοινωνικές τάξεις της Γερμανίας ότι θα γίνονταν ένα είδος αριστοκρατίας ή ιθύνουσας τάξης της Ευρώπης και όλου του κόσμου, φαίνεται να υποβόσκει και ν’ αποτελεί για τους Γερμανούς μεσοπρόθεσμο σήμερα οικονομικό στόχο. Γερμανός δημοσιογράφος σχολιάζοντας το 2011 την παρατεταμένη κρίση στην Ευρωζώνη επέρριπτε την ευθύνη στους Γερμανούς, οι οποίοι τα τελευταία έξι χρόνια «έπαιξαν πονηρά» γκρεμίζοντας το κοινωνικό κράτος, εκμεταλλευόμενοι τη ζήτηση και τα χρέη των εταίρων τους, εξάγοντας ανεργία σε μεγάλο βαθμό, χωρίς ν’ αποκαταστήσουν την ισορροπία στην ανταγωνιστικότητα με την αύξηση των γερμανικών μισθών, οι οποίοι έπρεπε ν’ αυξάνουν τουλάχιστον κατά 3% ετησίως. Επειδή αυτό τονίζει, δεν συνέβη ούτε το 2011, σημαίνει ότι η Γερμανία δεν ενδιαφέρεται για το μέλλον της Ευρωζώνης.
Όταν οι ΗΠΑ προωθούν τη χρηματιστηριακή υποτίμηση του δολαρίου, μειώνοντας την αξία του έναντι του ευρώ, της στερλίνας, του γιέν και των άλλων μη συνδεδεμένων με το δολάριο νομισμάτων, το κάνουν κυρίως για ν’ αυξάνουν την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων τους έναντι των ανταγωνιστών τους, για να ισορροπούν το εμπορικό τους ισοζύγιο και ν’ αναπληρώνουν τα ελλείμματα της οικονομίας τους. Έτσι, καθώς οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες στον κόσμο ΗΠΑ και Κίνα, η οποία έχει συνδέσει την ισοτιμία του «γουάν» με το δολάριο, συνεχίζουν το νομισματικό τους πόλεμο, κάνοντας σταθερές και πολυετείς εκπτώσεις στα προϊόντα τους, υποτιμώντας τα εθνικά τους νομίσματα και τη Γερμανία να επιδοτεί το εξαγωγικό της εμπόριο, για να διατηρεί σε υψηλά επίπεδα το Ευρώ, οι άλλες χώρες της Ευρωζώνης και κυρίως του νότου ψήνονται στον πυρετό εγκλωβισμένες στο ευρω-μάρκο, χωρίς καμιά αισιόδοξη προοπτική.