Δευτέρα 13 Μαΐου 2013

ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΑΠΟΙΚΙΑΚΟΣ ΜΕΡΚΑΝΤΙΛΙΣΜΟΣ Ή ΜΠΟΥΛΛΙΟΝΙΣΜΟΣ

                                                                            Γράφει ο Νίκος Σκαρλάτος
Η συμπεριφορά και η νοοτροπία κάθε λαού είναι ανάλογη των συναισθημάτων, του πνευματικού του πολιτισμού και των αντιλήψεων του για τη ζωή, που διαμορφώνει και τις σχέσεις, τις οποίες είχε ιστορικά ο λαός αυτός με τους γείτονες του και τους άλλους λαούς.
Η ιστορία μας παρέχει πολλά στοιχεία, για  να ερμηνεύσουμε, ακολουθώντας τη συγκριτική μέθοδο, τα σημερινά πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά φαινόμενα, να εντοπίσουμε τα αίτια που τα προκαλούν, να παραδειγματιστούμε και ν’ αντιμετωπίσουμε σύγχρονες καταστάσεις, που αναφύονται καθημερινά στο δρόμο μας προς το μέλλον.
Ο Μερκαντιλισμός (εμποροκρατισμός - εμποροκρατία) ή μπουλλιονισμός (από τη λέξη μπούλλιον, που σημαίνει ράβδος χρυσού)   ήταν μια οικονομική θεωρία του 16ου και 17ου αιώνα, που υποστήριζε ότι η ευημερία του κράτους εξαρτάται από τις αρχές, που διέπουν το εμποροκρατικό σύστημα (mercantile system), ταυτίζοντας τον πλούτο και τη συσσώρευση χρυσού με την ισχύ ενός κράτους, αδιαφορώντας για την ευμάρεια των πολιτών του. Για την επίτευξη αυτού του στόχου οι Μερκαντιλιστές ή Μπουλλιονιστές, όριζαν ως μοναδικό σκοπό τους  στο διεθνές εμπόριο το κέρδος σε μεταλλικό νόμισμα, το οποίο προορίζονταν ν’ αυξήσει τον πολεμικό θησαυρό του κράτους, χωρίς η αύξηση αυτή να μεταφράζεται σε βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων της χώρας. Έπρεπε λοιπόν κατά το δυνατόν να εξάγουν μόνο και να μην εισάγουν τίποτα, ενώ η εξαγωγή πρώτων υλών ή πολυτίμων μετάλλων τιμωρούνταν με θάνατο. Γι’ αυτό πρότειναν στις κυβερνήσεις την επιβολή δασμών και εσωτερικών φόρων στις εισαγωγές με παράλληλη ενθάρρυνση των εξαγωγών. Οι Μερκαντιλιστές  στηριζόμενοι στην αντίληψη ότι ο πλούτος ενός έθνους βασίζεται πρωτίστως στην αυτάρκεια του από τη συσσώρευση πολύτιμων μετάλλων (χρυσού - αργύρου), εφάρμοζαν μια υποτιμητική πολιτική στους μισθούς των εργαζομένων και φρόντιζαν μέσω του οικονομικού ιμπεριαλισμού ή των ιμπεριαλιστικών αποικιοκρατικών κατακτήσεων στο εξωτερικό να εξασφαλίζουν την αυτάρκεια της χώρας τους, πρεσβεύοντας ότι, μόνο με κυβερνητικές οικονομικές ρυθμίσεις εθνικιστικού χαρακτήρα, μπορεί να εξασφαλιστεί η οικονομική ευημερία (ισχύς) του κράτους.  
Από τη σκοπιά αυτή εξετάζοντας και τον πόλεμο μπορούμε να ισχυριστούμε ότι είναι μια οικονομική επιχείρηση, διότι  όλες οι πολεμικές συρράξεις είχαν ως κίνητρο την αρπαγή ή κατάκτηση του πλούτου ενός άλλου κράτους. «Με το χρυσό μου θα έχω στρατιώτες και χάρις στους στρατιώτες μου θ’ αποκτήσω περισσότερο χρυσό». Στα λόγια αυτά ενός κατακτητή συνοψίζεται η θεωρία του Μερκαντιλισμού και Μπουλλιονισμού.
Ο Μοντεσκιέ μέσα στο έργο του «Το πνεύμα των νόμων» αναφέρει για την περίοδο αυτή: «…Μια νέα νόσος εξαπλώθηκε στην Ευρώπη προσβάλλοντας του πρίγκιπες και τους κάνει να διατηρούν ένα δυσανάλογο αριθμό στρατευμάτων….. Δεν είναι ευχάριστο να βλέπει κανείς τα κράτη να υποθηκεύουν τα κεφάλαια τους κατά τη διάρκεια και αυτής ακόμη της ειρήνης, για να τα χρησιμοποιούν σε μέσα καταστροφής, τα οποία αποκαλούν έκτακτα. Τόσο πολύ έκτακτα, ώστε και το πιο μειωμένο πνευματικά τέκνο μιας οικογένειας να φαντάζεται…». Κλασσική είναι η μέθοδος, από την εποχή που εισήλθε στη ζωή του ανθρώπου η χρήση του μεταλλικού νομίσματος να δημιουργούν οι περισσότερες πόλεις της αρχαιότητας ένα απόθεμα πολεμικού θησαυρού, το οποίο είχαν κατατεθειμένο μέσα στους ναούς. Σχετική δε είναι και η περίπτωση της Γερμανίας του Μεσοπολέμου, η οποία διατεινόμενη ότι ήταν πτωχή, μετά την κρίση του 1929, είχε διαθέσει από το 1933 για το επανεξοπλισμό της ποσά κατά πολύ ανώτερα από αυτά των γειτόνων της.
Η εμφάνιση στη διεθνή πολιτική οικονομία από τα μέσα του 18ου αιώνα και κυρίως μετά τη Γαλλική Επανάσταση του φιλελευθερισμού,  όπως και των δύο άλλων οικονομικών και κοινωνικών ρευμάτων αργότερα, του Μαρξισμού και του ρεαλισμού, άρχισαν να διαμορφώνουν ανάλογες τάσεις στην πολιτική οικονομία. Αυτές όμως τις οικονομικές θεωρίες, όπως και τα ρεύματα του διεθνισμού και της παγκοσμιοποίησης, που είχαν ως αντικειμενικό σκοπό τη βελτίωση του επιπέδου ζωής της παγκόσμιας κοινωνίας, τις εκμεταλλεύτηκαν πάλι οι ισχυρές οικονομικά δυνάμεις ανάλογα με τα εθνικά οικονομικά τους συμφέροντα, για ν’ αυξήσουν τ’ αποθέματα τους σε χρυσό ή συνάλλαγμα, τα οποία επέβαλε κυρίως η ανάγκη εξασφάλισης της αυτάρκειας τους. Έτσι διαμορφώθηκαν πριν από τους δύο παγκοσμίους πολέμους, οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως πόλεμοι αυτάρκειας και όχι ληστρικοί, αφού έγιναν από τα πλούσια κράτη με σκοπό την κατάκτηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών φτωχών κρατών, τα πολιτικο-οικονομικά συστήματα του κομμουνισμού στη Ρωσία μετά την Οκτωβριανή επανάσταση του 1917 και του εθνικοσοσιαλισμού το 1933 στη Γερμανία. Η άρχουσα τάξη στη Ρωσία τότε υπέταξε το ιδιωτικό κεφάλαιο στο κράτος και στη Γερμανία το χρησιμοποίησε στην πολεμική βιομηχανία για την ισχυροποίηση της κρατικής ισχύος. Η ανάγκη επίσης εξασφάλισης της αυτάρκειας ενός άλλου πολύτιμου υγρού, του μαύρου χρυσού, ο οποίος εισήλθε στη ζωή του ανθρώπου, από τις αρχές του 20ου αιώνα, άλλαξε τη ροή της ιστορίας, επαναφέροντας στο προσκήνιο το δόγμα του Μερκαντιλισμού και του πολεμικού αποθέματος, που οδήγησαν τα κράτη στον απομονωτισμό και την ανθρωπότητα σε δύο παγκοσμίους πολέμους.
Ο φιλελευθερισμός, ο οποίος αναπτύχθηκε από τους Άνταμ Σμίθ (1723-1790) και Ν. Ρικαρντό (1772-1823) ήταν αντίθετος στους παρεμβατικούς ελέγχους της οικονομίας. Μετά δε την επιβολή το 1816 του κανόνα του χρυσού, οδήγησε σε μια παγκοσμιοποίηση μεγαλύτερη από τη σημερινή, εκτοπίζοντας τις θεωρίες του Μερκαντιλισμού  ή Μπουλλιονισμού (16ος και 17ος αιώνας). Οι Μερκαντιλιστές χαρακτήριζαν το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου, ως τη μεγαλύτερη τραγωδία για μια χώρα. Ο  Σκοτσέζος μάλιστα φιλόσοφος, ιστορικός και οικονομολόγος David Hume και ο Άγγλος φιλόσοφος John Locke διατύπωσαν την άποψη ότι οι τιμές πρέπει να είναι ανάλογες των συναλλαγματικών αποθεμάτων μιας χώρας.
Οι οπαδοί του φιλελευθερισμού Σμίθ και ο Ρικαρντό υποστήριξαν ότι η φιλοσοφία της πολιτικής του Μερκαντιλισμού ήταν λάθος, διότι ο εθνικός πλούτος μπορεί ν’ αυξηθεί καλύτερα με ελεύθερες και χωρίς περιορισμούς συναλλαγές, τόσο σε εθνικό όσο και διεθνές επίπεδο, μέσω του ελεύθερου εμπορίου και της ελεύθερης αγοράς. Γι’ αυτό, από τις αρχές του 19ου αιώνα πολλοί από τους περιορισμούς που είχαν θέσει οι Μερκαντιλιστές καταργήθηκαν. Με τη θέσπιση του κανόνα του χρυσού στις διεθνείς συναλλαγές, ο οικονομικός ρόλος του κράτους περιορίστηκε πλέον στη διασφάλιση του υγιούς θεμιτού ανταγωνισμού και  την αποφυγή οποιασδήποτε οικονομικής ζημίας σε βάρος της χώρας ή ακόμη και επιχείρησης.
Επί των ημερών μας η πρακτική του πολεμικού θησαυρού εμφανίζεται με τη μορφή μεταλλικών αποθεμάτων των εκδοτικών τραπεζών, τα οποία τίθενται σε κυκλοφορία κατά την περίοδο της συρράξεως. Ανάλογα δε με το αποτέλεσμα του πολέμου τ’ αποθέματα σε ξένο συνάλλαγμα, που εμμέσως αντιπροσωπεύουν ανάλογο απόθεμα χρυσού, μειώνονται ή αυξάνονται, γι’ αυτό χρησιμοποιούνται και ως όργανο μέτρησης, για να κατανοήσουμε ποιος είναι ο πραγματικός νικητής του πολέμου. Μετά το 1918, που αναδείχθηκαν νικητές από τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο οι Αγγλο-γάλλοι, τ’ αποθέματα σε χρυσό της Τράπεζας της Γαλλίας έφθασαν σε ένα ύψος που ποτέ μέχρι τότε δεν είχαν φθάσει, ενώ το 1945, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο είχαν εξανεμιστεί. Η Ρωσία επίσης από το 1914 είχε ένα από τα μεγαλύτερα μεταλλικά αποθέματα του κόσμου, το οποίο μειώθηκε σημαντικά μετά τη συνθήκη του Μπρέστ-Λιπόβσκ και τον εμφύλιο πόλεμο του 1917. Σήμερα δε, σε πείσμα των θεωριών  «περί της ανακατανομής του χρυσού» το μεγαλύτερο μέρος του πολύτιμου αυτού μετάλλου συγκεντρώθηκε στα υπόγεια του Fort Knox στο Κεντάκκι των ΗΠΑ, και συνιστά τον φοβερό πολεμικό θησαυρό της σημερινής υπερδύναμης.
Ο χρυσός συνεπώς, όσο παραμένει ως διεθνής νομισματική βάση, θα εξακολουθήσει να παίζει το ρόλο του εσχάτου αποθέματος, διότι η εμπιστοσύνη προς το χαρτονόμισμα κλονίζεται μόλις επιδεινώνονται οι σχέσεις μεταξύ των κρατών ή ξεσπούν κοινωνικές αναταραχές.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, οι ΗΠΑ, οι οποίες αναδείχθηκαν  σε κοσμοκράτειρα δύναμη, επέβαλαν τους δικούς τους όρους στη νέα τάξη. Στη Χρηματο-οικονομική διάσκεψη που συνήλθε στο Bretton Woods, στο Νιου Χάμσαϊρ των ΗΠΑ, από την 1η έως τις 22 Ιουλίου του 1944 με τη συμμετοχή 44 συμμαχικών δυνάμεων, οι οποίες είχαν βγει νικήτριες από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, θεσπίστηκε το σύστημα σταθερών ισοτιμιών μεταξύ των νομισμάτων τους με βάση το αντίκρισμα του αποθέματος τους σε δολάρια. Αποφασίστηκε δε και η δημιουργία του  Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), της Παγκόσμιας Τράπεζας, της GATT (Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου), η οποία βέβαια υπογράφτηκε το 1947, αλλά αντικαταστάθηκε το 1996 από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου.
Το νέο σύστημα κατά τη δεκαετία του 50 έφερε θετικά αποτελέσματα στην παγκόσμια οικονομία, λόγω της μεγάλης ανάπτυξης του διεθνούς εμπορίου και των επενδύσεων, που οφείλονταν κυρίως στις ανάγκες ανασυγκρότησης από τις πολεμικές καταστροφές. Γρήγορα όμως, ο έντονος ανταγωνισμός και οι υψηλές τιμές των Αμερικανικών προϊόντων, λόγω υψηλού κόστους, είχαν αρνητικές επιπτώσεις στο εμπορικό ισοζύγιο και την οικονομία των ΗΠΑ. Η ανελαστικότητα των τιμών και ο αυξημένος ανταγωνισμός τη δεκαετία του 1960 προκάλεσαν διαδοχικές υποτιμήσεις και ανατιμήσεις σε όλα τα ισχυρά νομίσματα, που διατάραξαν τη νομισματική ισορροπία. Έτσι, η κλιμακούμενη μείωση του εμπορικού ισοζυγίου των ΗΠΑ, οδήγησε το 1971 τον Αμερικανό πρόεδρο Ρίτσαρντ Νίξον στην απόφαση να εγκαταλείψουν οι ΗΠΑ τη μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό και το σύστημα των συναλλαγματικών ισοτιμιών του  Bretton Woods. Αυτός όμως είχε το πεπόνι, αυτός και το μαχαίρι.
Ο κανόνας του Bretton Woods, έφερε και τα εμπορικά ισοζύγια των άλλων οικονομικών Δυνάμεων σε μειονεκτική θέση, λόγω της αδυναμίας χειραγώγησης των εθνικών τους νομισμάτων. Για τη βελτίωση τους, τη διατήρηση ή την αύξηση των συναλλαγματικών τους αποθεμάτων, που ήταν αναγκαία για την εξασφάλιση της αυτάρκειας τους και την αποφυγή του δανεισμού, συγκρότησαν με ομάδες δορυφόρων κρατών, διάφορες κλειστές - ενιαίες αγορές, χρησιμοποιώντας μεταξύ τους ένα «εναλλακτικό» νόμισμα λογαριασμού, όπως ήταν το ECU. Με το εναλλακτική αυτή μορφή συναλλαγής, επανέφεραν την πρώιμη μορφή Μερκαντιλισμού (ο πλούτος επιτυγχάνεται καλύτερα με τη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου) δια της ανταλλαγής προϊόντος (=αξία χρήσης) με χρήμα(=ανταλλακτική αξία). Έτσι δέσμευσαν τα κράτη δορυφόρους, εξασφαλίζοντας ευνοϊκούς όρους στις εξαγωγές των προϊόντων τους. Εκτός από την ενιαία πρώην αποικιακή αγορά της Αγγλικής κοινοπολιτείας, στην οποία η λίρα Αγγλίας είχε προνομιούχο μεταχείριση, συστήθηκε η κοινοπραξία άνθρακα και χάλυβα, προκειμένου οι χώρες που συμμετείχαν, να καταστούν αυτάρκεις στις δύο αυτές σημαντικές πρώτες ύλες. Σταδιακά όμως η κοινοπραξία αυτή εξελίχθηκε σε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), στην οποία εισήλθαν όλες οι χώρες της Ευρώπης, που ανήκαν στο Δυτικο-Ευρωπαϊκό συνασπισμό του ΝΑΤΟ. Αντίστοιχη οικονομική κοινότητα, την ΚΟΜΕΚΟΝ, ίδρυσαν και οι χώρες που ανήκαν στο σύμφωνο της Βαρσοβίας. Οι συνασπισμοί αυτοί λόγω των νομισματικών ανισορροπιών στις αγορές τους έφεραν σε μια μορφή οικονομικής αποικιοκρατικής εξάρτησης τις ασθενέστερες οικονομικά χώρες από τις πιο ισχυρές. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις, οι διμερείς συμφωνίες ανταλλαγών σε είδος μεταξύ τους κατέληξαν να είναι πιο επαχθείς ή βαρύτερες και αυτών των παλαιών αποικιακών καθεστώτων. Στις αγορές αυτές οι ισχυρές οικονομικά χώρες πετύχαιναν ευνοϊκούς όρους και προνομιούχες διεξόδους για τα προϊόντα και τα κεφάλαια τους, ενώ με τη συναλλαγή με μονάδες λογαριασμού, τα ισχυρότερα και αυτάρκη έθνη, ασκώντας πίεση στα ασθενέστερα, επέβαλαν σ’ αυτά ζημιογόνες και αποικιακού τύπου εμπορικές ανταλλαγές.  Υπερτιμώντας εντός των αγορών αυτών τα προϊόντα τους και υποτιμώντας τα αντίστοιχα του πελάτη τους, κατέληγαν σε μια «ισότιμη», αλλά κερδοσκοπική ανταλλαγή, ενός αυγού έναντι μιας κότας. Έτσι ο νέος Μερκαντιλισμός εξελίχθηκε σταδιακά σε κερδοσκοπικό δόγμα πιο ελαστικό μεν, διότι ελάμβανε υπ’ όψη του και την επιθυμία βελτίωσης των βιοτικών επιπέδων και την αυξανόμενη πολυπλοκότητα της οικονομικής ζωής, αλλά οι σκοποί παρέμειναν ίδιοι. Η Γερμανία αναδείχθηκε σε χωροφύλακα της Ευρώπης και η κερδοσκοπία με διάφορες παραλλαγές άρχισε να υποκαθιστά τις εταιρικές σχέσεις στην ενιαία Ευρωπαϊκή αγορά.
Η Γερμανία, η οποία κυριαρχεί σήμερα οικονομικά στην Ε.Ε, στερούμενη πρώτων υλών συνεχίζει με το Ευρώ την οικονομική στρατηγική, που ακολουθούσε με το νόμισμα λογαριασμού  ECU. Εφαρμόζοντας το Μερκαντιλιστικό δόγμα ότι ο πλούτος ενός έθνους βασίζεται πρωτίστως στην αυτάρκεια του και τη συσσώρευση συναλλαγματικών αποθεμάτων, εξωθεί τις άλλες χώρες στην ΕΕ, χρησιμοποιώντας ως οικονομικά όπλα την εσωτερική υποτίμηση και υπερχρέωση να δανείζονται από αυτήν με συνεχώς αυξανόμενο επιτόκιο, μειώνοντας με τον τρόπο αυτό ακόμη περισσότερο την ανταγωνιστικότητά τους, για να εξασφαλίζει την υπεροχή της.
Η συνεργασία της επίσης με τις υπερχρεωμένες, αλλά πανίσχυρες στρατιωτικά, επιχειρηματικά και χρηματοοικονομικά ΗΠΑ, σε μια από κοινού αντιμετώπιση της «Κινεζικής επιδημίας», δικαιολογεί και την παράδοξη πρόσκληση του ΔΝΤ στην Ευρωζώνη. Μια εθελούσια στάση πληρωμών των ΗΠΑ ή μια μεγάλη υποτίμηση του δολαρίου, για να επαναφέρουν το εμπορικό τους ισοζύγιο σε ανεκτά επίπεδα και να καλύψουν μέρος του χρέους τους, που είναι σε δολάρια, θα προκαλούσε φυγή κεφαλαίων από την Ευρώπη και απροσδόκητες εξελίξεις για την Ευρωζώνη και κυρίως τη Γερμανική οικονομία.
Η σύνδεση του Κινεζικού νομίσματος με το δολάριο δίνει τη δυνατότητα στην τίγρη της Ασίας, στα πλαίσια του οικονομικού της ανταγωνισμού να υποτιμά ανάλογα το νόμισμα  της, για να διατηρεί σταθερό το εμπορικό της ισοζύγιο με τις ΗΠΑ, σε αντίθεση με τη Γερμανία, η οποία επιμένει στο ισχυρό Ευρώ για να διατηρεί σε υψηλό επίπεδο τα συναλλαγματικά της αποθέματα, κάνοντας ταυτόχρονα και τονωτικές ενέσεις στην Αμερικανική οικονομία. Ο προστατευτισμός με το «ντάμπιγκ», που εφαρμόζει η Γερμανία στα εξαγώγιμα εκτός Ευρώπης προϊόντα της και το ανατιμημένο Ευρώ, συνεχίζουν να διατηρούν σταθερό το εμπορικό της ισοζύγιο με τις ΗΠΑ και τ’ αποθεματικά της σε «σκληρό συνάλλαγμα». Η αύξηση όμως των συναλλαγματικών της αποθεμάτων, όπως προκύπτει από πίνακα που δημοσίευσε η Γερμανική εφημερίδα  (Frankfurter Rundschau), δεν διατίθεται για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του Γερμανικού λαού. Από την εξέλιξη των πραγματικών αμοιβών των Γερμανών σε σχέση με τις αμοιβές των Γάλλων, των Ιταλών και των Ισπανών κατά τα έτη 1995-2005, προκύπτει ότι οι μισθοί στη Γερμανία παρέμειναν σταθεροί σε αντίθεση με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης, σημειώνοντας μάλιστα μια μείωση έναντι της σημειωθείσας ανάπτυξης κατά 13%.
Η θεωρία συνεπώς του ζωτικού χώρου, με την οποία υπόσχονταν ο Χίτλερ στις φτωχές κοινωνικές τάξεις της Γερμανίας ότι θα γίνονταν ένα είδος αριστοκρατίας ή ιθύνουσας τάξης της Ευρώπης και όλου του κόσμου, φαίνεται να υποβόσκει και ν’ αποτελεί για τους Γερμανούς μεσοπρόθεσμο σήμερα οικονομικό στόχο. Γερμανός δημοσιογράφος σχολιάζοντας το 2011 την παρατεταμένη κρίση στην Ευρωζώνη επέρριπτε την ευθύνη στους Γερμανούς, οι οποίοι τα τελευταία έξι χρόνια «έπαιξαν πονηρά» γκρεμίζοντας το κοινωνικό κράτος, εκμεταλλευόμενοι τη ζήτηση και τα χρέη των εταίρων τους, εξάγοντας ανεργία σε μεγάλο βαθμό, χωρίς ν’ αποκαταστήσουν την ισορροπία στην ανταγωνιστικότητα με την αύξηση των γερμανικών μισθών, οι οποίοι έπρεπε ν’ αυξάνουν τουλάχιστον κατά 3% ετησίως. Επειδή αυτό τονίζει, δεν συνέβη ούτε το 2011, σημαίνει ότι η Γερμανία δεν ενδιαφέρεται για το μέλλον της Ευρωζώνης.
Όταν οι ΗΠΑ προωθούν τη χρηματιστηριακή υποτίμηση του δολαρίου, μειώνοντας την αξία του έναντι του ευρώ, της στερλίνας, του γιέν και των άλλων μη συνδεδεμένων με το δολάριο νομισμάτων, το κάνουν κυρίως για ν’ αυξάνουν την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων τους έναντι των ανταγωνιστών τους, για να ισορροπούν το εμπορικό τους ισοζύγιο και ν’ αναπληρώνουν τα ελλείμματα της οικονομίας τους. Έτσι, καθώς οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες στον κόσμο ΗΠΑ και Κίνα, η οποία έχει συνδέσει την ισοτιμία του «γουάν» με το δολάριο, συνεχίζουν το νομισματικό τους πόλεμο, κάνοντας σταθερές και πολυετείς εκπτώσεις στα προϊόντα τους, υποτιμώντας τα εθνικά τους νομίσματα και τη Γερμανία να επιδοτεί το εξαγωγικό της εμπόριο, για να διατηρεί σε υψηλά επίπεδα το Ευρώ, οι άλλες χώρες της Ευρωζώνης και κυρίως του νότου ψήνονται στον πυρετό εγκλωβισμένες στο ευρω-μάρκο, χωρίς καμιά αισιόδοξη προοπτική.

Τετάρτη 24 Απριλίου 2013

ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΑ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ
ΣΤΟ BRETTON WOODS ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΥΡΩ 
                                          
                                                 Γράφει ο Νικόλαος Σκαρλάτος

Την ιστορία, έλεγε ο Αβραάμ Λίνκολν δεν μπορούμε να την αποφύγουμε. Θα μας εκδικηθεί, αν την αρνηθούμε. Σήμερα δυστυχώς βιώνουμε την εκδίκησή της, επειδή την αρνηθήκαμε. Εγκαταλείψαμε το εθνικό μας νόμισμα και ενταχθήκαμε στο Ευρώ, χωρίς τις προϋποθέσεις της πολιτικής και οικονομικής ένωσης με τους Ευρωπαίους εταίρους μας. Το νόμισμα όμως το επέβαλε αρχικά η ανάγκη της συναλλαγής στην πόλη κράτος και αργότερα σε ευρύτερες κοινωνικές ομάδες, όπως το ομόσπονδο Αμερικανικό έθνος. Μου είναι αδύνατο να κατανοήσω το συμβολισμό της Ευρωπαϊκής σημαίας, βλέποντας αυτή να κυματίζει δίπλα στο σύμβολο του Ελληνικού έθνους, όταν εκτός από το ευρώ και την ενιαία αγορά, κανένα κοινό δεν έχουμε με τους «εταίρους» μας, το οποίο να συνιστά στην πράξη χαρακτηριστικό της έννοιας του κράτους, του έθνους ή έστω της ομοσπονδίας.  
Η νομισματική ιστορία όλων των κρατών συνδέεται με την υποτίμηση της νομισματικής τους βάσης και τις διακυμάνσεις των αποθεμάτων τους σε χρυσό, που ήταν και η αιτία των μεγάλων πολέμων της ιστορίας. Η έννοια του αποθέματος σε χρυσό ή σε συνάλλαγμα, συνδέονταν από  την αρχαιότητα με τον πολεμικό θησαυρό, ο οποίος φυλάσσονταν στο ναό της Αθηνάς κάθε πόλης και προορίζονταν για τις πολεμικές της ανάγκες. Σήμερα άραγε ποιο απόθεμα διασφαλίζει την ανεξαρτησία της χώρας μας, όταν είναι γνωστό ότι απέτυχαν οι προσπάθειες του κοινού Ευρωπαϊκού Συντάγματος, της κοινής ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής και άμυνας;
Γράφοντας πριν από μερικά χρόνια ο Ουίλιαμ Πφάφ στο περιοδικό «Φορέϊν Αφέαρς» για την παγκοσμιοποίηση του 1900, τόνιζε ότι, η κυρίαρχη φιλοσοφία που επικρατούσε την εποχή εκείνη,  ήθελε τα οικονομικά συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων αλληλένδετα.  Πολλοί θεωρούσαν τότε αδιανόητους τους πολέμους μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων, επειδή η ύπαρξη Αυτοκρατοριών και η σύνδεση των κυκλοφορούντων χαρτονομισμάτων, με την αντίστοιχη διατήρηση αποθεμάτων χρυσού, είχαν κάνει την διεθνή οικονομία πιο «παγκοσμιοποιημένη», απ’ όσο είναι σήμερα. Οι δύο όμως παγκόσμιοι πόλεμοι, διέψευσαν όσους εκτιμούσαν ότι η οικονομική αυτή πολιτική απομάκρυνε τις οικονομικές κρίσεις και τον πόλεμο.
Η ανάλυση της αιτιότητας των πολέμων συνδέεται στενά με τις οικονομικές κρίσεις. Από την εποχή του Πλάτωνα, οι οικονομικοί παράγοντες, συνιστούσαν την πρωταρχική τους αιτία. Διάσημοι κοινωνιολόγοι, όπως ο Gaston Bouthoul, καθηγητής της Σχολής Ανώτατων Κοινωνικών Σπουδών και Αντιπρόεδρος του Διεθνούς Ινστιτούτου Κοινωνιολογίας της Γαλλίας (Πραγματεία περί πολεμολογίας-Κοινωνιολογία των πολέμων), υποστηρίζουν ότι, η χρυσοφιλία ή μπουλλιονισμός (από την αγγλική λέξη bullion, που σημαίνει ράβδος χρυσού), η κερδοσκοπία, η επιδίωξη της αυτάρκειας και οι οικονομικές στρατηγικές ελέγχου του συναλλάγματος, συνιστούν τις τέσσερις θεμελιωμένες οικονομικές αιτίες, που οδηγούν στην προπαρασκευή των πολέμων. Οι Μπουλλιονιστές επέβαλαν φραγμούς στην εξαγωγή χρυσού από τη χώρα τους, για να μη μειωθούν τα πολεμικά τους αποθέματα. Τις παραμονές μάλιστα του Β΄ΠΠ στη Γερμανία υποχρεώνονταν όσοι εξέρχονταν από τη χώρα να καταθέτουν μέχρι και τις βέρες των αρραβώνων τους, ενώ στην Ιταλία αντικαταστάθηκαν από άλλο μέταλλο.
Στη διεθνή πολιτική σκηνή, οι κανόνες επιβάλλονταν πάντοτε από τους νικητές  και αυτούς που κυριαρχούσαν στον κόσμο, ανάλογα με τα συμφέροντά τους.
Μετά την ήττα του Ναπολέοντα το 1815 στο Βατερλό, μια περιοχή 15 χλμ έξω από τις Βρυξέλλες, υπογράφτηκε η συνθήκη των Παρισίων (5 Νοεμβρίου 1815) μεταξύ της Γαλλίας του Ναπολέοντα και των τεσσάρων  Συμμαχικών Μεγάλων Δυνάμεων (Αυστρίας, Ρωσίας, Αγγλίας και Πρωσίας). Με τη συνθήκη αυτή, η οποία σηματοδοτεί το τέλος ενός «Ευρωπαϊκού πολέμου»,  άρχιζε μια νέα περίοδος στην Ευρώπη. Μετά την ήττα και καταστροφή των δυνάμεων του διαφωτισμού, αναδείχθηκε η Αγγλία  σε θαλασσοκράτειρα, διαδεχθείσα τη Γαλλία που κυριαρχούσε από το 1797, η οποία νωρίτερα, μετά τη συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο το 1571 είχε διαδεχθεί τη Βενετία. Κυρίαρχη λοιπόν στη θάλασσα η Αγγλία από το 1816, όπως είναι σήμερα οι ΗΠΑ, επέβαλε  τους δικούς της όρους στις εμπορικές συναλλαγές και τις πολιτικές ελέγχου συναλλάγματος.
Με υπόμνημα της (Κάστερλιγκ), προς τ’ Ανακτοβούλια των άλλων δυνάμεων, όπως έκαναν και το 1941 οι ΗΠΑ με το χάρτη του Ατλαντικού, που πρόβλεπε την «ανυστεροβουλία των Συμμάχων μετά τον πόλεμο», υποχρεώθηκαν τα κράτη της γηραιάς ηπείρου να διατηρήσουν το «Status Quo». Εκείνο όμως, που συνετέλεσε στην επέκταση της κυριαρχίας της Αγγλίας στις θάλασσες  και στο παγκόσμιο εμπόριο, ήταν η επιβολή του κανόνα χρυσού και η σύνδεση της αξίας των κυκλοφορούντων χαρτονομισμάτων όλων των χωρών με τη Αγγλική χρυσή λίρα.   Από το εμπορικό ισοζύγιο αποκαλύπτονταν η φθορά των νομισμάτων και η κατάσταση των οικονομιών όλων των χωρών, διότι ήταν αναγκασμένα τα κράτη να συμμορφώνονται με τις ελεύθερες κοστολογήσεις των διεθνών αγορών. Ο χρυσός, όπως λέει και ένας Άγγλος οικονομολόγος είχε γίνει ο αστυφύλακας των κυβερνήσεων.
Οι νομισματικοί όμως χειρισμοί άρχισαν σταδιακά να γίνονται πιο περίπλοκοι. Πολλά κράτη επέβαλαν τον έλεγχο του συναλλάγματος με σκοπό να διατηρήσουν το ισοζύγιο των εμπορικών τους συναλλαγών και με διάφορες μεθοδεύσεις παρεμπόδιζαν  την εισαγωγή ξένων προϊόντων, με σκοπό να διατηρήσουν ή ν’ αυξήσουν τις εξαγωγές τους και τ’ αποθέματά τους σε χρυσό. Η χρυσοφιλία βέβαια ή μπουλιονισμός (από την Αγγλική λέξη μπούλλιον, που σημαίνει ράβδος χρυσού), εξελίχθηκε σταδιακά σε κερδοσκοπία, διότι το δόγμα αυτό, το οποίο απέβλεπε αρχικά στη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου των διαφόρων κρατών, άρχισε να κυριαρχεί στην οικονομική τους πολιτική και να ταυτίζεται με διάφορες θεωρίες περί της αυτάρκειας. Η αυτάρκεια όμως και τα αποθέματα, έχουν ως κύριο αντικειμενικό σκοπό, την αντιμετώπιση των κρίσεων και των αναγκών του πολέμου. Η διευθυνόμενη  συνεπώς οικονομία και η χειραγώγηση των νομισμάτων αποτελεί συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα, διότι συνδέεται με την προπαρασκευή των επιθετικών πολέμων.
Μεταξύ των ετών 1925 και 1931, ο χρυσός κυκλοφορούσε ελεύθερα, αλλά μόνο σε ράβδους, απαγορευμένης της ελεύθερης νομισματοκοπής. Τα τραπεζογραμμάτια στην περίπτωση αυτή σε χρυσό, αποτελούσαν νόμιμο χρήμα, χωρίς ν’ ανταλλάσσονται απ’ ευθείας. Από το 1933 και μέχρι τις παραμονές του Β’ ΠΠ, η διεθνής τιμή χρυσού παρέμενε σταθεροποιημένη στην τιμή των 35 δολαρίων την ουγγιά, παρά την προσπάθεια και τις συζητήσεις που γίνονταν από την Αγγλία και τις πλουτοπαραγωγικές χώρες, για αύξηση της τιμής του στα 45 δολάρια. Το αρνητικό αποτέλεσμα οφείλονταν κυρίως στην απόλυτη αντίθεση των ΗΠΑ σε κάθε αύξηση της τιμής του, διότι δεν είχαν να ωφεληθούν από μια τέτοια μεταβολή της ισοτιμίας.  Η αύξηση δε, θα δημιουργούσε και ευμενέστερες προϋποθέσεις στην αγοραστική ικανότητα της Ρωσίας, από τη διαρκώς αυξανόμενη Ρωσική παραγωγή χρυσού. Η συσσώρευση επίσης μεγάλων αποθεμάτων χρυσού στις ΗΠΑ, που οφείλονταν σε πολιτικο –οικονομικά αίτια, δημιούργησε πρόβλημα στην κίνηση των διεθνών τους συναλλαγών. Έτσι κρίθηκε ότι ο χρυσός υπό τη σύγχρονη του μορφή στη διευθυνόμενη οικονομία δεν ήταν απαραίτητος.
Η υιοθέτηση της αυτάρκειας και του ελέγχου συναλλάγματος, από την περίοδο ακόμη των αποικιακών πολέμων, τέλη του 18ου αιώνα, ανησύχησε τα κράτη που στερούνταν πρώτων υλών. Γι’ αυτό ακολούθησαν μια νέα οικονομική στρατηγική, η οποία, κατά τους Λίστ, Κρόμβελ και Κολμπέρ, με τα συναλλαγματικά αποθέματα θα μπορούσαν να καταστούν αυτάρκη, αυξάνοντας τις εισαγωγές τους σε περίοδο πολέμου. Ως πόλεμοι αυτάρκειας χαρακτηρίζονται οι δύο Παγκόσμιοι πόλεμοι και όχι ληστρικοί, όπως οι παλαιότεροι, επειδή έγιναν από τα πλούσια κράτη, τα οποία είχαν ως βασική τους επιδίωξη την εξασφάλιση των  ενεργειακών τους πρώτων υλών και κυρίως του πετρελαίου, μετά τη μαζική εισαγωγή στη ζωή του ανθρώπου των μηχανών εσωτερικής καύσης.
Ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος βέβαια δημιούργησε περισσότερα οικονομικά προβλήματα από αυτά που έλυσε, διότι με τη λήξη του δεν θεσπίστηκαν  οικονομικοί κανόνες αντιμετώπισης των κρίσεων. Με τη συνθήκη των Βερσαλλιών επιβλήθηκαν μόνο κυρώσεις στη Γερμανία, που την οδήγησαν σε ασφυξία. Γι’ αυτό σε σύντομο χρονικό διάστημα ακολούθησε ένας δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος, ο οποίος ήταν αποτέλεσμα του έντονου οικονομικού ανταγωνισμού, που ακολούθησε τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Η οικονομική κρίση του 1929, έφερε τις οικονομίες σε πάλι σε αδιέξοδο. Η ανεργία και η οικονομική ύφεση που ακολούθησαν την οικονομική κρίση του 1929 ανέδειξε σχεδόν ταυτόχρονα στο τιμόνι των δύο κυριότερων οικονομικών δυνάμεων της εποχής, που ήταν οι ΗΠΑ και η Γερμανία, ισχυρές προσωπικότητες, οι οποίες έφεραν μια νέα εποχή στο πολιτικο-κοινωνικό οικονομικό σύστημα των χωρών τους. Η περιφανής νίκη των Δημοκρατικών το 1932 στις ΗΠΑ έφερε το Ρούσβελτ στην εξουσία και των εθνικοσοσιαλιστών  το Χίτλερ το 1933 στη Γερμανία. Στην Ασία επίσης, η Ιαπωνία αποτελούσε για τις ΗΠΑ, τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομική απειλή, μετά τη Γερμανία.
Από τα πρώτα μέτρα, που εφάρμοσε ο νέος Αμερικανός πρόεδρος με το «Νιού Ντήλ» (Νέο Συμβόλαιο), για την ανόρθωση της Αμερικανικής οικονομίας ήταν η αναστολή εξόφλησης όλων των χρεών και η εγκατάλειψη από το δολάριο της χρυσής βάσης. Το χαρτονόμισμα έγινε αυτόματα μετατρέψιμο και η έκδοση του αποδεσμεύθηκε από τον κανόνα του χρυσού, για να χρηματοδοτηθούν έργα και να δοθούν επιδοτήσεις. Αναχαιτίσθηκε με τον τρόπο αυτό η ζήτηση του χρυσού, ο οποίος ανατιμήθηκε και το δολάριο έχασε το 45% της αξίας του. Την ίδια όμως περίοδο και στη Γερμανία κυκλοφορούσαν 33 είδη μάρκων, λόγω των συνεχών υποτιμήσεων.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, αφού οι ΗΠΑ αναδείχθηκαν  σε νέα κοσμοκράτειρα δύναμη, επέβαλαν με μια σειρά διεθνών οργανισμών, όπως ο ΟΗΕ, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο κλπ, τους δικούς τους όρους στη νέα τάξη.
Στη Χρηματο-οικονομική διάσκεψη του Bretton Woods, στο Νιου Χάμσαϊρ των ΗΠΑ, που έγινε από την 1η έως τις 22 Ιουλίου του 1944 με τη συμμετοχή 44 συμμαχικών δυνάμεων, οι οποίες είχαν βγει νικήτριες από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, θεσπίστηκε το σύστημα σταθερών ισοτιμιών των νομισμάτων τους. Στη διάσκεψη αυτή αποφασίστηκε η δημιουργία του  Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), της Παγκόσμιας Τράπεζας, της GATT (Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου), που υπογράφτηκε το 1947 και αντικαταστάθηκε το 1996 από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου  και η υιοθέτηση του συστήματος σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, κάθε χώρα αναλάμβανε την υποχρέωση να διατηρεί τη νομισματική της ισοτιμία σταθερή σε σχέση με την τιμή του χρυσού, με μέγιστη απόκλιση 1%. Το σύστημα όμως αυτό, διέφερε από τον κλασσικό κανόνα του χρυσού, που ίσχυε από το 1816, ο οποίος καθόριζε, οι ισοτιμίες των νομισμάτων να είναι σταθερές σε σχέση με το χρυσό και μετατρέψιμες απ’ ευθείας στο πολύτιμο μέταλλο. Με τον κανόνα του Bretton Woods η μετατρεψιμότητα σε χρυσό γίνονταν πλέον μέσω του Αμερικανικού δολαρίου, στην τιμή τότε των 35 δολαρίων ανά ουγγιά. Έτσι, το Αμερικανικό νόμισμα έγινε παρεμβατικό και αποθεματικό. Όλες οι συμμετέχουσες χώρες υποχρεώθηκαν έκτοτε να καθορίζουν τις ισοτιμίες των νομισμάτων τους με ανάλογο αντίκρυσμα τα συναλλαγματικά τους αποθέματα και τ’ αποθέματά τους σε χρυσό, υπολογίζοντας την ισοτιμία των αποθεμάτων τους αυτών σε δολάρια. Η ισοτιμία των εθνικών νομισμάτων έναντι του δολαρίου έπρεπε να είναι σταθερή, με απόκλιση μόνο 1% από την κεντρικά ορισμένη ισοτιμία του. Για να επέλθει μάλιστα η ισορροπία υποχρεώθηκαν όλες οι χώρες ν’ αγοράσουν ή να πουλήσουν την απαραίτητη ποσότητα χρυσού ή συναλλάγματος, ώστε η ισοτιμία του εθνικού τους νομίσματος να βρίσκεται μέσα στα στενά όρια του 1%.
Εάν υπήρχε συναλλαγματική ανάγκη, δόθηκε η δυνατότητα στις χώρες μέλη να υποτιμούν το εθνικό τους νόμισμα κατά 10% χωρίς άδεια του ΔΝΤ, αλλά με την επίβλεψη του. Για υποτίμηση μεγαλύτερη του 10% έπρεπε να υπάρχει η έγκρισή του.
 Έτσι, από το 1944 το Αμερικανικό νόμισμα αποτελεί τη χρηματιστηριακή βάση αποτίμησης όλων των συναλλαγών στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ο παράγοντας αυτός, προσφέρει τη δυνατότητα στις ΗΠΑ να χειραγωγούν έκτοτε μέσω του ΔΝΤ τις οικονομίες των χωρών που συμμετέχουν, εκ του ελέγχου των αποθεμάτων τους σε ξένο συνάλλαγμα και  από το εμπορικό τους ισοζύγιο.
Το νέο σύστημα κατά τη δεκαετία του 50 έφερε θετικά αποτελέσματα στην παγκόσμια οικονομία, λόγω της μεγάλης ανάπτυξης του διεθνούς εμπορίου και των επενδύσεων, λόγω της περιόδου ανασυγκρότησης. Γρήγορα όμως, ο έντονος ανταγωνισμός και οι υψηλές τιμές των Αμερικανικών προϊόντων, λόγω κόστους, είχαν αρνητικές επιπτώσεις στο εμπορικό ισοζύγιο και την οικονομία των ΗΠΑ. Μεγάλες ποσότητες συναλλαγματικών αποθεμάτων και χρυσού, εξ αιτίας των αυξημένων εισαγωγών, έφευγαν στο εξωτερικό, δημιουργώντας αμφιβολίες στις διεθνείς χρηματαγορές για τη δυνατότητα των ΗΠΑ ν’ αναπληρώσουν την απώλεια των αποθεμάτων τους. Η αδυναμία επίσης, της αυτόματης αναλογικά μείωσης των τιμών αγαθών και υπηρεσιών από την Αμερικανική Κυβέρνηση, για να γίνονται ελκυστικά τ’ Αμερικανικά προϊόντα στο εξωτερικό, είχε αρνητικές επιπτώσεις στο εμπορικό τους ισοζύγιο και την οικονομία τους. Το ίδιο όμως πρόβλημα είχε παρουσιαστεί και τον  19ο αιώνα στην Αγγλία, όταν επιβλήθηκε για πρώτη φορά ο κανόνας του χρυσού. Οι Μερκαντιλιστές χαρακτήριζαν τότε το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου, ως τη μεγαλύτερη τραγωδία για μια χώρα και ο  Σκοτσέζος φιλόσοφος, ιστορικός και οικονομολόγος David Hume με τον Άγγλο φιλόσοφο John Locke διατύπωσαν την άποψη ότι οι τιμές πρέπει να είναι ανάλογες των συναλλαγματικών αποθεμάτων μιας χώρας.
Μετά τη Γερμανική κατοχή στη χώρα μας θεσπίστηκε με το Νόμο 18 της 10ης Νοεμβρίου 1944 ως εθνικό νόμισμα η νέα δραχμή, υποδιαιρούμενη σε 100 λεπτά και η σχέση της με τη χρυσή λίρα Αγγλίας ορίστηκε σε 600 δραχμές. Με τον ίδιο επίσης νόμο αντικαταστάθηκαν τα παλιά πληθωρικά τραπεζογραμμάτια των παλιών δραχμών στην ισοτιμία μιας νέας δραχμής προς 50.000.000.000 πληθωρικών παλιών.
Με τον Α.Ν 362/45 της 4-6-45 θεσπίστηκε να ορίζεται η ισοτιμία της δραχμής προς την Αγγλική λίρα και το δολάριο των ΗΠΑ, από την Τράπεζα της Ελλάδος και να δημοσιεύεται με ειδικό δελτίο στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και τον ημερήσιο τύπο. Από την ημερομηνία αυτή μέχρι τις 25-1-46 η τιμή της χάρτινης Αγγλικής λίρας είχε διαμορφωθεί σε 2.000 δρχ και του δολαρίου ΗΠΑ σε 500 δρχ.
Με τον Α.Ν 879/1946 η ισοτιμία της δραχμής προς την Αγγλική λίρα ορίστηκε από 26-1-46 σε 20.000 δρχ και έναντι του δολαρίου σε 5.000 δρχ.
Τρία χρόνια αργότερα, με το ΝΔ 1159/1949, κυρώθηκε η από 21-9-1949 απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με την οποία καθορίστηκε η τιμή αποδεικτικού της λίρας Αγγλίας σε 22.000 δρχ και του δολαρίου σε 10.000 δρχ. Από 1ης Ιουνίου 1951 η δραχμή υποτιμήθηκε πάλι και ορίστηκε η ισοτιμία της σε 42.000 δρχ κατά Αγγλική λίρα και 15.000δρχ κατά δολάριο.
Το 1953 το εθνικό μας νόμισμα υπέστη ακόμη μια γενναία υποτίμηση της τάξεως του 50%. Η ισοτιμία του ορίστηκε από 10 Απριλίου 1953 σε 30.000δρχ έναντι του δολαρίου και 84.600 δρχ έναντι της Αγγλικής λίρας.
Η ανελαστικότητα όμως των τιμών και ο αυξημένος ανταγωνισμός τη δεκαετία του 1960 προκάλεσαν διαδοχικές υποτιμήσεις και ανατιμήσεις σε όλα τα ισχυρά νομίσματα, που επέτειναν το πρόβλημα και διατάραξαν τη νομισματική ισορροπία. Η κατάσταση αυτή, λόγω του κλιμακούμενου ελλειμματικού εμπορικού ισοζυγίου των ΗΠΑ, ανάγκασε το 1971 τον Αμερικανό πρόεδρο Ρίτσαρντ Νίξον στην απόφαση να εγκαταλείψουν οι ΗΠΑ τη μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό και το σύστημα των συναλλαγματικών ισοτιμιών του  Bretton Woods. Αυτός όμως είχε το πεπόνι, αυτός και το μαχαίρι.
Ο κανόνας που επιβλήθηκε από τη νομισματική διάσκεψη του Bretton Woods, έφερε και τις οικονομίες των άλλων Δυνάμεων σε μειονεκτική θέση λόγω αδυναμίας χειραγώγησης των εθνικών τους νομισμάτων. Γι’ αυτό, οι πιο ισχυρές οικονομικά, συγκρότησαν με ομάδες δορυφόρων κρατών διάφορες κλειστές - ενιαίες αγορές, χρησιμοποιώντας μεταξύ τους ένα νόμισμα λογαριασμού, όπως το ECU, για να εξασφαλίσουν την αυτάρκεια τους, να διατηρήσουν τα συναλλαγματικά τους αποθέματα και να επεκτείνουν τις εμπορικές τους συναλλαγές. Έτσι, εκτός από την ενιαία πρώην αποικιακή αγορά της Αγγλικής κοινοπολιτείας, στην οποία η λίρα Αγγλίας είχε προνομιούχο μεταχείριση, συστήθηκε η κοινοπραξία άνθρακα και χάλυβα, προκειμένου οι χώρες που συμμετείχαν, να καταστούν αυτάρκεις στις δύο αυτές σημαντικές πρώτες ύλες. Σταδιακά όμως η κοινοπραξία αυτή εξελίχθηκε σε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), στην οποία εισήλθαν όλες οι χώρες της Ευρώπης, που ανήκαν στο Δυτικο-Ευρωπαϊκό συνασπισμό του ΝΑΤΟ. Αντίστοιχη οικονομική κοινότητα, την ΚΟΜΕΚΟΝ, ίδρυσαν και οι χώρες που ανήκαν στο σύμφωνο της Βαρσοβίας. Οι συνασπισμοί αυτοί λόγω των νομισματικών ανισορροπιών στις αγορές τους έφεραν σε μια μορφή οικονομικής εξάρτησης τις ασθενέστερες οικονομικά χώρες από τις πιο ισχυρές. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις, οι διμερείς συμφωνίες ανταλλαγών σε είδος μεταξύ τους κατέληξαν να είναι πιο επαχθείς ή βαρύτερες και αυτών των παλαιών αποικιακών καθεστώτων. Στις αγορές αυτές οι ισχυρές οικονομικά χώρες πετύχαιναν ευνοϊκούς όρους και προνομιούχες διεξόδους για τα προϊόντα και τα κεφάλαια τους. Με τη συναλλαγή με μονάδες λογαριασμού, όπως γίνονταν παλιότερα με τον μπακάλη της γειτονιάς, τα ισχυρότερα και αυτάρκη έθνη, ασκώντας πίεση στα ασθενέστερα, επέβαλαν σ’ αυτά ζημιογόνες και αποικιακού τύπου εμπορικές ανταλλαγές.  Υπερτιμώντας εντός των αγορών αυτών τα προϊόντα τους και υποτιμώντας τα αντίστοιχα του πελάτη τους, κατέληγαν σε μια «ισότιμη», αλλά κερδοσκοπική ανταλλαγή, ενός αυγού έναντι μιας κότας.
Η κατεστραμμένη μετά τον πόλεμο Γερμανία, με την επίσημη δωρεά πλούτου και τη διαγραφή των χρεών της από τους νικητές Αμερικανούς, υποχρεώθηκε ταπεινωτικά με τη μέθοδο του potlatch (κλείσιμο στο πιθάρι), όπως απέδειξε ο Γάλλος κοινωνιολόγος Marcel Mauss,  να σύρεται αποικιοκρατικά πίσω από το Αμερικανικό άρμα. Η διαγραφή των χρεών συνοδεύεται πάντοτε από τη λήψη μέτρων αποικιοκρατικού καταναγκασμού και απώλεια εθνικής κυριαρχίας. Ευρεθείσα υπό διεθνή επικυριαρχία και σε μειονεκτική θέση έναντι του δολαρίου, αναγκάστηκε για να επιβιώσει και ν’ αντιμετωπίσει τους οικονομικούς της αντιπάλους, που ήταν κυρίως οι Δυνάμεις, οι οποίες ήλεγχαν τα εδάφη της, ν’ ακολουθήσει το δόγμα της πολιτικής οικονομίας, αντί της οικονομικής στρατηγικής. Ενταχθείσα στην ΕΟΚ και απευθυνόμενη κυρίως στις αγορές των πλούσιων χωρών κατάφερε με την καινοτομία, την ποιότητα, τη συνέπεια και την ταχύτητα εξυπηρέτησης να κατακτήσει τις αγορές τους  και ν’ αναδειχθεί σε κυρίαρχη νομισματική δύναμη στην Ευρώπη. Έτσι από το 1970 έγινε πάλι κυρίαρχη οικονομικά και βρέθηκε στην κορυφή των πλούσιων οικονομικά χωρών του κόσμου, μαζί με τους νικητές της Αμερικανούς, Βρετανούς, Γάλλους και Ρώσους, προσφέροντας ενέσεις ανταγωνιστικότητας στην αμερικανική οικονομία. Κατά την περίοδο 1970 - 1996 το γερμανικό μάρκο ανατιμήθηκε έναντι του δολαρίου  κατά 166%, κάνοντας τα Γερμανικά προϊόντα σταθερά ακριβότερα στην αμερικανική αγορά. Αυτό όμως δεν επηρέασε το εμπορικό της ισοζύγιο, διότι τα Γερμανικά προϊόντα ήταν ελκυστικότερα λόγω ποιότητας, από τα αντίστοιχα αμερικανικά.
Το 1996 η ισοτιμία του μάρκου έναντι του δολαρίου ήταν στο 0,82, ενώ το 2000, που υιοθετήθηκε το ευρώ, η ισοτιμία του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος έναντι του Αμερικανικού εθνικού νομίσματος ανήλθε μόλις στο 0,85.  Το νέο νόμισμα για τη Γερμανία αποτέλεσε εφαλτήριο για την εκτίναξη της οικονομίας της, διότι φρέναρε την ανατίμηση των προϊόντων της και τα έκανε ακόμη πιο ελκυστικά.
Η Γερμανία, η οποία κυριαρχεί οικονομικά στην Ε.Ε, αλλά στερείται πρώτων υλών συνεχίζει και με το Ευρώ την οικονομική στρατηγική, που εφάρμοζε με το νόμισμα λογαριασμού  ECU και το εθνικό της νόμισμα, για να εισάγει τις πρώτες ύλες σε συμφέρουσες τιμές και να εξάγει τα βιομηχανικά της προϊόντα σε ανταγωνιστικές τιμές. Σε αντίθεση με τη Γερμανία η Ελλάδα και οι άλλες χώρες του νότου, έχοντας στερηθεί τη δυνατότητα άσκησης οικονομικής στρατηγικής, βλέπουν το Ευρώ σήμερα ως ξένο και αποικιοκρατικά κατοχικό. Η υιοθέτησή του ενιαίου νομίσματος δεν συνοδεύτηκε από πολιτική και οικονομική ενοποίηση της Ευρώπης, με αποτέλεσμα να μειωθεί ακόμη περισσότερο η ανταγωνιστικότητα των οικονομιών τους, ν’ αυξηθούν τα ελλείμματά τους και να προσφύγουν στο δανεισμό, ο οποίος έπνιξε τις οικονομίες τους.
Κατά την εικοσαετία από το 1981 – 2001, που ήταν μια περίοδος αναπροσαρμογής της Ελληνικής οικονομίας στις απαιτήσεις της νέας εποχής (ποιότητα και ταχύτητα εξυπηρέτησης), σύμφωνα με στοιχεία της κεντρικής τράπεζας του St. Louis των ΗΠΑ η δραχμή  υποτιμήθηκε έναντι του δολαρίου κατά 88%, φθάνοντας, την παραμονή υιοθέτησης του ευρώ, στην ισοτιμία ένα δολάριο προς 398 ή 400 δραχμές, ενώ σήμερα  η αξία της θα ήταν ένα δολάριο προς 69 δραχμές. Τι κοσμογονικό έγινε στο τόπο μας και ανατιμήθηκαν τόσο πολύ τα προϊόντα μας;  
Ζώντας από το 2001 σε ένα παραισθησιογόνο ευδαιμονισμό από τα πρώτα χαρτονομίσματα, που ανέμιζε με περηφάνια εκείνη την πρωτοχρονιά ο τότε Έλληνας πρωθυπουργός, δεν μπορούσαμε να μαντέψουμε αυτό που μας περίμενε. Η οικονομία μας έμπαινε σε ένα άνισο ανταγωνισμό κι’ εμείς προσδοκούσαμε μισθούς Βρυξελών. Αντί να στρωθούμε στη δουλειά και ν’ αναδιοργανώσουμε το κράτος και τις οικονομικές μας δομές, για να γίνουμε ανταγωνιστικοί ως χώρα και ως οικονομία, οργανώναμε Ολυμπιακούς Αγώνες. Το Ευρώ όμως, έχοντας ως ατμομηχανή τη Γερμανία, ανέβαινε την ανηφόρα κι εμείς ακολουθούσαμε με πατημένα τα φρένα. Το νέο Ευρωπαϊκό νόμισμα ανατιμήθηκε την περίοδο 2001 - 2008 έναντι του δολαρίου κατά 56,8 % με συνέπεια να μειωθεί απελπιστικά η ανταγωνιστικότητά μας στον τουρισμό και στις εξαγωγές προϊόντων εντός και εκτός της ευρωζώνης. Κανείς δεν έλεγε την αλήθεια στον Ελληνικό λαό. Η αγορά είχε κατακλυστεί από φθηνά ξένα προϊόντα κι εμείς διεκδικούσαμε αυξήσεις. Το χρέος της χώρας έφθανε σε ανεξέλεγκτα ύψη, αλλά λεφτά υπήρχαν, επειδή οι αγορές μας δάνειζαν.
Από την είσοδο της χώρας μας στο Ευρώ το δολάριο (με τιμές 2001 έως Ιούλιο 2012), υποτιμήθηκε κατά 35%-41%,  φθάνοντας το Μάϊο του 2008 στο πιο χαμηλό του επίπεδο  41%. Η Αμερική του Μπούς τότε, όπως δήλωνε ένας από τους μεγαλύτερους Αμερικανούς κεντρικούς τραπεζίτες ο Βόλκερ, πρώην πρόεδρος της FED, έγλειφε με κρυφή ικανοποίηση τις πληγές του δολαρίου και η Ευρώπη, έγραφαν οι εφημερίδες (Καθημερινή 4-5-2008), ψήνονταν στον πυρετό. Το κράχ του δολαρίου προειδοποιούσαν οι αναλυτές θα συνεχιστεί… τονίζοντας με έμφαση ότι «Είμαστε σε κρίση δολαρίου». Κερδισμένοι ανέφεραν θα ήταν οι κερδοσκόποι και χαμένες οι οικονομίες του ισχυρού Ευρώ και της Ελλάδος.  Ήταν τότε, που ο Κώστας Καραμανλής μιλούσε για μέτρα, πάγωμα μισθών και συντάξεων, ενώ ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης φώναζε ότι «λεφτά υπάρχουν».
Η υποτίμηση του Μαϊου, που είχε ως αποτέλεσμα και την κατάρρευση δύο Αμερικανικών τραπεζών, διατάραξε την παγκόσμια οικονομική ισορροπία και έπληξε ακόμη περισσότερο τις αδύναμες χώρες του Ευρώ. Ανάμεσα σ’ αυτές συγκαταλέγονται η Ελλάδα και η Κύπρος, οι οποίες εγκλωβισμένες στο ενιαίο νόμισμα και υπερχρεωμένες, δεν είχαν τη δυνατότητα άσκησης «οικονομικής στρατηγικής» για να βελτιώσουν το εμπορικό τους ισοζύγιο.
Η Γερμανία και η Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα, που ελέγχεται από τη Μέρκελ και τον Σόϊμπλε, αντιμετωπίζοντας το ευρώ ως εθνικό τους νόμισμα και όχι ως ευρωπαϊκό, αντί ν’ αντιδράσουν άμεσα συνέχισαν την Γερμανική αποικιοκρατική συμπεριφορά τους έναντι του δολαρίου, κρατώντας το ευρώ σε υψηλά επίπεδα, για να στηρίξουν και την Αμερικανική οικονομία. Το υψηλό όμως Ευρώ προσφέρει και οφέλη στη Γερμανική οικονομία, αφού ο όγκος των εξαγωγών της κατευθύνεται στην αγορά της Ευρωπαϊκής ένωσης. Για να καλύψουν αντίθετα το έλλειμμα του εμπορικού τους ισοζυγίου προς την Αμερικανική αγορά, Μέρκελ και Σόϊμπλε εφαρμόζουν τη μέθοδο «ντάμπιγκ» και επιδοτούν τις εξαγωγές τους, οι οποίες λόγω και των φθηνών καυσίμων από την ανατίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου, γίνονται με ισοτιμία του ευρώ έναντι του δολαρίου σε 1/1. Έτσι, σε συνεργασία υποτέλειας με τις ΗΠΑ, χωρίς να μειώνουν σημαντικά την ανταγωνιστικότητα των αμερικανικών προϊόντων, καταφέρνουν να ισοσκελίζουν το εμπορικό τους ισοζύγιο. 
Ισχυρές βέβαια οικονομίες με ανεπτυγμένη τεχνολογία, όπως  η Δανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, αν και είναι μέλη της Ευρωπαϊκής ένωσης, δεν υιοθέτησαν το ενιαίο νόμισμα. Στην απόφαση αυτή οδηγήθηκαν εκτός από πατριωτική ηθική ή αυτογνωσία και από την εκτίμηση ότι, μετά τη Γερμανική ενοποίηση, το ενιαίο νόμισμα θα καθιστούσε τη Γερμανία πρωταγωνιστή στην Ευρώπη  και τις οικονομίες τους μη ανταγωνιστικές.  Η Αγγλία, παραδοσιακά αντίθετη επί τρεις και πλέον αιώνες στην ενοποίηση της ηπειρωτικής Ευρώπης υπό την ηγεσία της Γερμανίας και η Δανία διατηρώντας τις ιστορικές της μνήμες εξέφρασαν από την αρχή τις επιφυλάξεις τους για την εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε Γερμανική Ευρώπη. Τη θέση αυτή εξέφρασαν κατά το παρελθόν με δηλώσεις τους τόσο η Μάργκαρετ Θάτσερ, όσο όμως και ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας ο Φρανσουά Μιττεράν. Μόλις ένα έθνος κυριαρχήσει στην Ευρώπη, είχε πει και ο Ρούσβελτ, μιλώντας το 1938 στην επιτροπή Στρατιωτικών Υποθέσεων θα ήταν σε θέση να στραφεί προς το παγκόσμιο πεδίο.
Οι εξελίξεις φαίνεται να επιβεβαιώνουν τους Ευρω-σκεπτικιστές Δανούς και Άγγλους. Η θεωρία του ζωτικού χώρου, με την οποία υπόσχονταν ο Χίτλερ στις φτωχές κοινωνικές τάξεις της Γερμανίας ότι θα γίνονταν ένα είδος αριστοκρατίας ή ιθύνουσας τάξης της Ευρώπης και όλου του κόσμου, συνέχισε ν’ αποτελεί για τους Γερμανούς μακροπρόθεσμο οικονομικό στόχο. Η νομισματική όμως ένωση, ισχυρίζονται πολλοί, προκάλεσε και ένα ταξικό πόλεμο μέσα στην Ευρώπη, διότι διέλυσε κρατικούς κανόνες, συλλογικές συμβάσεις και κρατικές ρυθμίσεις. Η δημιουργία της Ευρωζώνης, σημειώνει ο Πόλ Κρούγκμαν, δεν αποσκοπούσε να καταστήσει την Ευρώπη πιο ισχυρή, αλλά για να επιβάλλει τη δημοσιονομική πειθαρχία στους πολιτικούς.
Όταν τα πράγματα παίρνουν κακή τροπή, τότε η αξία των πολυτίμων μετάλλων αυξάνει σημαντικά, όπως το βιώνουμε και στις μέρες μας. Από το 1985 μέχρι σήμερα ο δείκτης του δολαρίου έναντι των βασικότερων ανταγωνιστικών του νομισμάτων έχει υποτιμηθεί κατά 52%. Όταν συνεπώς οι ΗΠΑ προωθούν τη χρηματιστηριακή υποτίμηση του δολαρίου μειώνοντας την αξία του έναντι του ευρώ, της στερλίνας, του γιέν και των άλλων μη συνδεδεμένων με το δολάριο νομισμάτων το κάνουν κυρίως για ν’ αυξάνουν την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων τους έναντι των ανταγωνιστών τους, να ισορροπούν το εμπορικό τους ισοζύγιο και ν’ αναπληρώνουν τα ελλείμματα της οικονομίας τους. Έτσι, καθώς οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες στον κόσμο ΗΠΑ και Κίνα, η οποία έχει συνδέσει την ισοτιμία του «γουάν» με το δολάριο, συνεχίζουν το νομισματικό τους πόλεμο, κάνοντας σταθερές και πολυετείς εκπτώσεις στα προϊόντα τους υποτιμώντας τα εθνικά τους νομίσματα, οι χώρες της Ευρωζώνης και κυρίως του νότου ψήνονται στον πυρετό εγκλωβισμένες στο ευρω-μάρκο, χωρίς καμιά αισιόδοξη προοπτική.
Κανένα όμως πρόβλημα δεν λύνεται, εάν προηγουμένως δεν εντοπιστούν και δεν αναλυθούν οι παράγοντες που το συνθέτουν και το επηρεάζουν. Δεν υπάρχουν μόνιμες συμμαχίες, έλεγε ο Ντισραέλι, αλλά μόνιμα συμφέροντα. Οι συνθήκες της κάθε εποχής, οι μάζες και οι ηγέτες είναι οι παράγοντες, που διαμορφώνουν την ιστορία κάθε έθνους. Ο πρώτος είναι άψυχος, ο δεύτερος ασυνείδητος και ο τρίτος συνειδητός. Ο ηγέτης είναι ο μόνος συνειδητός παράγων της ιστορίας, τον οποίο δυστυχώς, επιλέγει η ασυνείδητη μάζα, που αρέσκεται στο λαϊκισμό. Είναι καιρός συνεπώς να προβληματιστούν σοβαρά, αυτοί που κυβερνούν αυτό τον τόπο και να τολμήσουν, εάν θέλουν να νικήσουν για να λύσουν το πρόβλημα και να διασφαλίσουν την ιστορική συνέχεια του ελληνισμού για να μην είναι οι μοιραίοι ηγέτες στην ιστορία του, προτού να είναι ακόμη αργά.


Πέμπτη 11 Απριλίου 2013

ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΚΥΠΡΟΣ ΣΤΑ ΝΥΧΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ-ΑΠΟΙΚΙΣΜΟΥ
                                                    Γράφει ο Νικόλαος Σκαρλάτος
Την ιστορία τη διαμορφώνουν τρείς κυρίως παράγοντες. Οι συνθήκες της κάθε εποχής, οι μάζες και οι ηγέτες. Ο πρώτος είναι άψυχος, ο δεύτερος ασυνείδητος και ο τρίτος συνειδητός. Ο ηγέτης είναι ο μόνος συνειδητός παράγων της ιστορίας, ο οποίος όμως, επιλέγεται από την ασυνείδητη μάζα, που αρέσκεται στο λαϊκισμό.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, όπως και σήμερα, θεωρούσαν πολλοί αδιανόητους τους πολέμους μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων. Η κυρίαρχη φιλοσοφία, που επικρατούσε την εποχή εκείνη, ήθελε τα οικονομικά συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων αλληλένδετα. Η ύπαρξη Αυτοκρατοριών και η ισχύουσα σύνδεση των κυκλοφορούντων χαρτονομισμάτων με τον κανόνα του χρυσού, που επιβλήθηκε το 1816 από την αναδυθείσα, μετά την ήττα του Μ. Ναπολέοντα θαλασσοκράτειρα Μ. Βρετανία, έκαναν τη διεθνή οικονομία πιο «παγκοσμιοποιημένη», από τη σημερινή.  Δύο όμως παγκόσμιοι πόλεμοι, μέσα σε είκοσι χρόνια, διέψευσαν όσους εκτιμούσαν ότι η οικονομική αυτή πολιτική απομάκρυνε τις οικονομικές κρίσεις και τον πόλεμο.
Η αντικατάσταση του δόγματος της «πολιτικής οικονομίας», από το δόγμα της «οικονομικής στρατηγικής», είναι η κύρια αιτία που φέρνει στην παγκόσμια αγορά ένα κλίμα αναστάτωσης και συνέχισης του πολέμου με άλλα μέσα, διότι αποβλέπει στην εκτροπή της εμπορικής κίνησης από τον οικονομικό αντίπαλο ή αντιπάλους. Όπλα της οικονομικής στρατηγικής είναι κυρίως  η διευθυνόμενη οικονομία και η χειραγώγηση του νομίσματος.
Βασιζόμενοι στην ιστορία των τελευταίων ετών, ισχυρίζεται ο Γάλλος κοινωνιολόγος Gaston Bouthoul, κάθε επανεπιβεβαίωση (υποτίμηση) του χαρτονομίσματος συνδέεται με μια επιδείνωση του πολεμικού κλίματος. Χωρίς χαρτονόμισμα αναφέρει δεν γίνεται ολοκληρωτικός πόλεμος. Γι’ αυτό συνδέει τόσο την επιδίωξη της αυτάρκειας σε χρυσό, συνάλλαγμα ή πρώτες ύλες, με την προπαρασκευή των επιθετικών πολέμων.  Τα αποθέματα άλλωστε σε χρυσό ή σε συνάλλαγμα, συνδέονται στενά με την έννοια του πολεμικού θησαυρού των αρχαίων ελληνικών πόλεων, που φυλάσσονταν στο ναό της Αθηνάς.
Ο αχαλίνωτος καπιταλισμός, που οδήγησε στην οικονομική κρίση του 1929, αναβίωσε πριν από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το δόγμα της «εθνικής οικονομίας» ή «οικονομικής στρατηγικής» και έκανε τους νομισματικούς χειρισμούς, στο έπακρο περίπλοκους. Ο έντονος επίσης ανταγωνισμός και η στροφή από τις δύο μεγάλες, οικονομικές δυνάμεις, τη Γερμανία και τις ΗΠΑ, (η πρώτη  δεν είχε αποικίες και η δεύτερη ελάχιστες), σε πολιτικές αυτάρκειας, περιέπλεξε ακόμη περισσότερο την κατάσταση.
Μετά την κρίση του 1929, η οποία ξεκίνησε από τις ΗΠΑ με την κατάρρευση του χρηματιστηρίου της wall street, εκ περιτροπής η Γερμανία, κατόπιν η Αγγλία και στο τέλος οι ΗΠΑ, περιέπεσαν σε μια πολύ μεγάλη ύφεση και ανεργία. Το φαινόμενο βέβαια αυτό  ήταν πιο έντονο στις χώρες αυτές, διότι είχαν ανεπτυγμένη βιομηχανία. Οφείλονταν δε, όπως διαπιστώνουν οι μελετητές των κοινωνικών φαινομένων, τόσο στην τεχνική πρόοδο, όσο και στην καθιέρωση του δελτίου παραγωγικότητας, που επέβαλε την καθημερινή αύξηση της παραγωγής με λιγότερα εργατικά χέρια. (Αυτό επιβάλλει δυστυχώς και σήμερα η τρόϊκα).
Οι πολιτικές της αυστηρής λιτότητας και η ύφεση, που οδήγησαν σε αλματώδη αύξηση της ανεργίας, είχαν ως αποτέλεσμα τον κρατικό απομονωτισμό, αλλά και την ανάδειξη σχεδόν ταυτόχρονα στην εξουσία, σε Γερμανία  και ΗΠΑ, δύο ισχυρών προσωπικοτήτων του Χίτλερ και του Ρούσβελτ, οι οποίες είχαν τάξει ως αποστολή τους, την κατάκτηση και την παγκόσμια ηγεμονία. Η εσωστρέφεια των οικονομιών και η ανάδειξη, όπως συμβαίνει και σήμερα στην Ελλάδα, εθνικιστικών τάσεων, οδήγησαν ακόμη και την Κοινωνία των Εθνών (ΚΤΕ), στην οποία τα έθνη στήριξαν μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τις ελπίδες τους για διαρκή ειρήνη, σε ανυποληψία και απώλεια της ισχύος της. Αποχώρησαν απ’ αυτήν οι ΗΠΑ μετά την πολιτική των απομονωτικών τους τάσεων και η Γερμανία με την Ιταλία το 1933 και το 1935 αντίστοιχα. Τα υπόλοιπα δημοκρατικά κράτη της Δύσης και κυρίως η Αγγλία και η Γαλλία, ανταγωνίζονταν σε επιδείξεις αρχών ειρηνοφιλίας, χωρίς να μπορούν να συνειδητοποιήσουν τον επερχόμενο μεγάλο κίνδυνο. 
Την περίοδο αυτή, εκτός από τον παραδοσιακό φιλελεύθερο – ιδιωτικό καπιταλισμό και τον Σταλινο-κομμουνισμό, εμφανίστηκε ένα ακόμη κοινωνικο-οικονομικό μοντέλο, ο Χιτλερο-εθνικοσοσιαλισμός. Ο Χίτλερ και το Εθνικό- σοσιαλιστικό κόμμα, στην αναζήτηση τρόπων περαιτέρω μείωσης της ανεργίας, καθιέρωσαν παρά την απαγόρευση από τη συνθήκη των Βερσαλλιών, την υποχρεωτική στρατολογία, με το προβαλλόμενο από το Γερμανό καγκελάριο και το Γερμανικό τύπο πρόσχημα ότι:  «Ένας στρατιώτης στοιχίζει λιγότερο από ένα άνεργο». Παρ’ όλα αυτά όμως, ο αριθμός των ανέργων λόγω κυρίως της οικονομικής ύφεσης, συνέχιζε ν’ αυξάνει σε περισσότερα του ενός εκατομμύρια. Ήταν δε αδύνατο ν’ απορροφηθούν όλοι οι άνεργοι από το στρατό. Γι’ αυτό χρειάστηκε να βρεθεί μια άλλη μορφή απασχόλησης. Έτσι, η λογική τότε, οδήγησε τους ιθύνοντες της Γερμανίας, στην πολεμική κινητοποίηση, την οποία όμως  ασπάσθηκαν και οι άλλες Μεγάλες Δυνάμεις, που οδήγησε τελικά στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Ρούσβελτ, εκφραστής του φιλελεύθερου και ιδιωτικού καπιταλιστικού μοντέλου, μετά την αποτυχία των μέτρων, που εφάρμοσε με το πρόγραμμα του New Deal (Νέο Συμβόλαιο), για την ανόρθωση της Αμερικανικής οικονομίας, τα οποία μέτρα ακύρωσε και το Συνταγματικό δικαστήριο, ως αντίθετα με το πνεύμα της ελεύθερης οικονομίας, αναγκάστηκε να παρεκκλίνει από το παραδοσιακό σύστημα και να υιοθετήσει το Χιτλερικό - Σοσιαλιστικό μοντέλο. Το αντέστρεψε όμως, υποτάσσοντας το κράτος στον κεφαλαιοκράτη, θέτοντας την κρατική εξουσία στην υπηρεσία του καπιταλισμού.
Τρία από τα μέτρα του New Deal, που δεν ακυρώθηκαν, ήταν η εγκατάλειψη από το δολάριο της χρυσής βάσης για να μπορεί η Αμερικανική Κυβέρνηση να κόβει χαρτονόμισμα, η επαναβεβαίωση του Αμερικανικού νομίσματος με την υποτίμησή του κατά 41%, για να ευνοηθούν οι Αμερικανικές εξαγωγές και η ανατίμηση της τιμής του χρυσού, για να συγκρατηθεί η ζήτησή του. Την ανατίμηση βέβαια του πολύτιμου αυτού μετάλλου από τα 35 δολάρια την ουγγιά στα 40 δολάρια, απέρριπτε η Αμερικανική Κυβέρνηση, λίγα χρόνια νωρίτερα, όταν το ζητούσαν η Βρετανία και άλλες χώρες, λόγω του φόβου αύξησης της αγοραστικής δύναμης της Ρωσίας από την αύξηση της παραγωγής χρυσού στη χώρα αυτή.
Η επιδίωξη βέβαια του νέου Αμερικανικού ηγεμονισμού, δεν στηρίζονταν σε παλιές και ξεπερασμένες μεθόδους, όπως του Χίτλερ. Μετά τη Ρωσική επανάσταση του 1917 και τα συνθήματα περί διεθνισμού, το σχέδιο της Αμερικανικής ηγεμονίας, διαμορφώθηκε με βάση τη συνθηματολογία του μοντέλου μιας «Μεγάλης Παγκόσμιας Κοινωνίας», στην οποία, όπως υπόσχονταν, όλοι οι κάτοικοι του πλανήτη θα είχαν απελευθερωθεί από την πείνα και τις αρρώστιες. Βασίζονταν κυρίως στον έλεγχο του πλούτου και όχι των εδαφών, με την εξασφάλιση επιρροής επί των Κυβερνήσεων, με επενδύσεις κεφαλαίων, χορήγηση δανείων ή βοήθειας, την εξαγωγή αγαθών, μόδας, συνηθειών, τρόπων συμπεριφοράς ή γλώσσας και την ανάπτυξη στρατιωτικών βάσεων σε Ευρωπαϊκά και Ασιατικά εδάφη, αποφεύγοντας την συμβατική στρατιωτική κατάκτηση.
Η παγίδευση του Χίτλερ και ο εξαναγκασμός της Ιαπωνίας να βγουν στον πόλεμο, που ήταν οι κύριοι οικονομικοί αντίπαλοι των ΗΠΑ σε Ευρώπη και Ασία,  έδωσε διέξοδο στ’ Αμερικανικά σχέδια. Μόνο η αυτοχειρία έχει ένα ένοχο.
Μετά την έκρηξη του πολέμου ο Ρούσβελτ, θέτοντας σε εφαρμογή, μία σειρά μέτρων, που γονάτισαν οικονομικά  ακόμη και τους συμμάχους του Βρετανούς, εξήλθε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ωρίμασαν οι συνθήκες  για την επιβολή της κοσμοκρατορίας του. Κανένας ηγέτης έχων σώας τας φρένας δεν εισέρχεται σε ένα πόλεμο, εάν προηγουμένως δεν εξασφαλίσει την ικανοποίηση των προσδοκιών του. Στο παιχνίδι της ισχύος και της εξασφάλισης αυτάρκειας σε πρώτες ύλες, όπως τα πλούσια πετρελαϊκά κοιτάσματα της Μέσης Ανατολής, η μετριοπάθεια δεν έχει θέση και διάρκεια. Θα ήταν αφελές συνεπώς, να πιστεύουμε ότι, οι ΗΠΑ μπήκαν στο Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο το 1944, από αλτρουϊσμό ή για ν’ αποκαταστήσουν την Ευρωπαϊκή ισορροπία.
Για την επίτευξη των στόχων του ο Αμερικανός πρόεδρος, απαντώντας θετικά στις ικεσίες του Βρετανού ηγέτη, για αύξηση της Αμερικανικής βοήθειας, όταν μετά την πτώση της Δυτικής Ευρώπης κινδύνευε πλέον και η Βρετανία, του επέβαλε στις 8 Αυγούστου του 1941, την υπογραφή μιας «διακηρύξεως ιδεολογικών αρχών», η οποία έγινε γνωστή ως «Χάρτης του Ατλαντικού» και θεωρείται  πρόδρομος του Ο.Η.Ε.
Οι 8 αυτές βασικές αρχές, στόχευαν ουσιαστικά στο τέλος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και της Ευρωπαϊκής ηγεμονίας στον πλανήτη. Μεταξύ αυτών, η ανυστεροβουλία των συμμάχων, ο αποκλεισμός κάθε εδαφικής μεταβολής χωρίς την έγκριση των πληθυσμών, η αυτοδιάθεση των λαών, η ελεύθερη απόκτηση πρώτων υλών, η οικονομική συνεργασία, η εδραίωση της ειρήνης και της ελευθερίας του λόγου και η ελευθερία των θαλασσών, που εφαρμόστηκαν επιλεκτικά και όπου εξυπηρετούσαν τ’ Αμερικανικά συμφέροντα,   σηματοδοτούσαν την απαλλαγή των αποικιών από την επιρροή των Ευρωπαίων και άνοιγαν παράλληλα το δρόμο στον Αμερικανικό ηγεμονισμό και νέο αποικισμό.
Κάτω υπό τις προϋποθέσεις αυτές και αφού το Νοέμβριο του 1943 προηγήθηκε η συνάντηση του Ρούσβελτ με τον Στάλιν στην Τεχεράνη, ο οποίος επιλέχθηκε ως ο καταλληλότερος συνέταιρος, και όταν κλείσθηκε η συμφωνία μαζί του, για τη συνεργασία και το διαμελισμό μετά τον πόλεμο της Ευρώπης σε σφαίρες επιρροής, αποφασίστηκε η Αμερικανική επέμβαση στη γηραιά Ήπειρο. Εκεί διαμορφώθηκε και η κοινή στάση των δύο αυτών ηγετών απέναντι στον Τσώρτσιλ και την Αγγλία, διότι αρνήθηκαν να συζητήσουν για το μέλλον των Βαλκανίων και της Πολωνίας. Ο εμφύλιος, που ακολούθησε στην Ελλάδα, ως συνέπεια αυτής της ασάφειας, αποδεικνύει εκ του αποτελέσματος ότι πέτυχε τον  ένα και μοναδικό στόχο του Ρούσβελτ. Εκτόπισε την Αγγλική επιρροή και έθεσε τη χώρα υπό την Αμερικανική κηδεμονία.
Η νέα όμως μορφή αποικισμού δεν είχε ως στόχο την κατάκτηση χωρών, αλλά τον έλεγχο των πολύτιμων αποθεμάτων τους. Η εξασφάλιση της αυτάρκειας επιτυγχάνονταν όχι με τις παλιές αποικιοκρατικές μεθόδους, αλλά με την επιρροή επί των Κυβερνήσεων και τον έλεγχο στρατηγικών σημείων του πλανήτη, που εξασφαλίζουν τα δρομολόγια μεταφοράς των πρώτων υλών ή εμπορευμάτων. Η επιβολή, μετά τον πόλεμο, σύνδεσης των κυκλοφορούντων χαρτονομισμάτων με τον κανόνα του δολαρίου εξασφάλιζε και τον έλεγχο από τις ΗΠΑ,  από το εμπορικό ισοζύγιο, των συναλλαγματικών αποθεμάτων και των οικονομιών όλων των χωρών. Με ένα πλέγμα επίσης διεθνών, όπως χαρακτηρίζονται, οργανισμών, που νομιμοποιούν τις παραπέρα ενέργειές τους και με μια σειρά στρατιωτικών οργανισμών, όπως το ΝΑΤΟ στη Δυτική Ευρώπη, στο οποίο το 1950 εντάχθηκαν η Ελλάδα και η Τουρκία, το  CEATO και το CENTO, συνέχισαν οι ΗΠΑ όχι μόνο να περισφίγγουν κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου τη Σοβιετική Ένωση, αλλά να εκτοπίζουν παράλληλα την Αγγλική και Γαλλική επιρροή από τη Μέση Ανατολή, την Κύπρο και την Ασία. ΗΠΑ και Σοβιετική Ένωση κέρδιζαν μέχρι το 1990 έδαφος. Μετά την κατάρρευση όμως του Ανατολικού Συνασπισμού, οι Αμερικανικές Κυβερνήσεις ελέγχουν πλήρως δια του ΟΗΕ τον πλανήτη.
Η επιδίωξη εξασφάλισης της αυτάρκειας και διεξόδου στα κεφάλαια και τις εμπορικές συναλλαγές, είναι κυρίως οι παράγοντες, που ανάγκασαν τα ισχυρά οικονομικά κράτη να υιοθετήσουν από τα τέλη του 16ου αιώνα τις αποικιακές μορφές πολέμου. Σε αντίθεση με τους ληστρικούς πολέμους, που είχαν ως κίνητρο τη λεηλασία και τους απελευθερωτικούς, που διεξάγονταν μέχρι τότε από τα φτωχά κράτη, οι δύο τελευταίοι Παγκόσμιοι πόλεμοι χαρακτηρίζονται ως πόλεμοι αυτάρκειας και διεξόδου. Γι’ αυτό προκλήθηκαν από τα πλούσια κράτη.
Μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και την επιβολή από την αναδυθείσα Παγκόσμια υπερδύναμη του κανόνα του δολαρίου, της σύνδεσης δηλαδή των ισοτιμιών των κυκλοφορούντων χαρτονομισμάτων με το δολάριο, τα διάφορα ισχυρά οικονομικά κράτη αναγκάστηκαν να συγκροτήσου με ομάδες δορυφόρων κρατών κοινές αγορές, όπως η ΕΟΚ στη Δυτική Ευρώπη και η ΚΟΜΕΚΟΝ στην Ανατολική, με σκοπό την ελεύθερη και χωρίς προστατευτισμό διακίνηση των προϊόντων τους, επιβάλλοντας τη χρήση ενιαίας μονάδας ανταλλαγών, όπως το ECU, το οποίο ήταν πρόδρομος του ΕΥΡΩ. Η ελεύθερη όμως ανταλλαγή προϊόντων, αγαθών και υπηρεσιών με τα ισχυρά οικονομικά κράτη και οι προβλέψεις για ελλείμματα στους προϋπολογισμούς, αποκοίμισαν  τις αδύναμες οικονομικά χώρες του Ευρωπαϊκού νότου, οι οποίες αναγκάσθηκαν να καταφύγουν σ’ ένα άκρατο και εύκολο υπερδανεισμό, με συνέπεια να καταρρεύσουν οι οικονομίες τους και να περιέλθουν, σε μια κατάσταση μερικής οικονομικής υποδούλωσης. Έτσι, με τη μέθοδο του pot-latch, (κλείσιμο ερμητικά σε πιθάρι), όπως τη χαρακτηρίζουν οι κοινωνιολόγοι, επιβάλλουν σήμερα τα ισχυρά κράτη, στους λαούς των χρεωμένων οικονομικά,  τους καταναγκασμούς του αποικιακού δουλικού καθεστώτος, όπως αυτό ίσχυε κατά τον 16ο  και 17ο αιώνα. Δυστυχώς, η ένταξη της Ελλάδος και της Κύπρου στην Ε.Ε και στο Ευρώ δεν έφερε τις καλύτερες ημέρες που προσδοκούσαν οι λαοί. Επιβεβαιώνει όμως τους κοινωνιολόγους και ερευνητές του πολεμικού φαινομένου. Η προπολεμική συγκυρία, όπως αναφέρουν, χαρακτηρίζεται από την αφθονία αγαθών, την αδυναμία κατανάλωσής τους, την ύφεση και την αυξημένη ανεργία. Εάν αποτύχει η πολιτική, ο πόλεμος θα δώσει τη διέξοδο και τότε θα είναι αργά.

Τρίτη 26 Μαρτίου 2013

ΕΥΡΩΠΑΪΚΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
                                                                          Υπό Νικολάου Σκαρλάτου
Κυρίες και Κύριοι
Σύμφωνα με ένα αξίωμα των στωικών, ο άνθρωπος αξίζει τόσο, όσο αυτά για τα οποία φροντίζει. Το ίδιο όμως ισχύει και για τους λαούς.  Αν δεν ξεφύγεις από τα πάθη σου, για ν’ αποδείξεις στον εαυτό σου ότι μπορείς ν’ αρνηθείς αυτό που σε θέλγει ή αυτό που σου έγινε συνήθεια, δεν είναι δυνατόν να μετατρέψεις το Γολγοθά σου σε όπλο.
Συμπληρώθηκαν 192 χρόνια από την ημέρα εκείνη του 1821, που η έννοια της συλλογικότητας ξύπνησε το αρχαίο πάθος για αδιάβλητη φήμη και εύκλεια, στους αγωνιστές της Εθνικής μας Παλιγγενεσίας,  οι οποίοι, για λογαριασμό όλων, αντιμετώπισαν το θάνατο, για να μας προσφέρουν το θείο δώρο της ελευθερίας. Τιμούμε σήμερα τους αγωνιστές του 21, για τους οποίους η πατρίδα ήταν πηγή μιας υπόσχεσης για αναγνώριση και μια αφετηρία για να φθάσουν στην αυτοθυσία.  Εκείνους στων οποίων τα πρόσωπα, μετά από 92 χρόνια οι Μακεδονομάχοι και οι τσολιάδες των Βαλκανικών πολέμων, έβλεπαν τον εαυτό τους, όπως θα ήθελαν να είναι, γι’ αυτό και πέτυχαν να επαναλάβουν τα ηρωικά τους κατορθώματα και να ενσωματώσουν στον κορμό του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους την Ήπειρο, τη Μακεδονία και τη μαρτυρική μας πόλη. 
Τον Ιούνιο, σε μια άσχημη ιστορική συγκυρία, θα  γιορτάσουμε την εκατοστή επέτειο απελευθέρωσης της πόλης μας από τον τουρκικό ζυγό, που είχε διάρκεια 529 χρόνων, αλλά και την εννεάμηνη Βουλγαρική κατοχή του 1912-13, που πλήρωσαν με τη ζωή τους ο Μητροπολίτης Κωνσταντίνος, μαζί με εκατό και πλέον Σιδηροκαστρινούς. Η Ελευθερία είναι ένα θείο δώρο, έλεγε ο Κολοκοτρώνης, αλλά  χρειάζονται αγώνες και θυσίες για να το αποκτήσεις και να το διατηρήσεις. Η πόλη, η κοινότητα, η πατρίδα υπάρχουν για να χαρίζουν στα άτομα τους τίτλους τιμής. Τα άτομα όμως, αν θέλουν να τους αποκτήσουν, πρέπει να δημιουργήσουν γύρω τους μια εστία, μια πατρίδα, όπου θα λάβει χώρα η απονομή και να την υπερασπιστούν με τη ζωή τους.
Από το 1838 καθιερώθηκε για πρώτη φορά, με διάταγμα του Βασιλιά  Όθωνα, να γιορτάζεται πανεθνικά την 25η Μαρτίου  η επέτειος της Ελληνικής Εθνεγερσίας με εκδηλώσεις και παρελάσεις. Η επιλογή όμως της ημέρας αυτής δεν ήταν τυχαία. Ο Ελληνισμός ήθελε να συνδέσει την εθνική του παλιγγενεσία με την θρησκευτική και ψυχική του ανάταση. Η Παναγιά, η οποία γιορτάζει την ημέρα αυτή το χαρμόσυνο μήνυμα του Ευαγγελισμού της, ήταν για τον Ελληνισμό του Βυζαντίου η Υπέρμαχος Στρατηγός, που δοξολογούσαν μετά από κάθε νίκη, και η μεσίτρα του Ουρανού, προς την οποία κατέφευγαν με ιδιαίτερο σεβασμό και αγάπη σε κάθε δύσκολη τους στιγμή. Από την άλωση της πόλης και καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, ήταν το πρότυπο της υπομονής και της εγκαρτέρησης, γι’ αυτό και η ελπίδα συνδέθηκε μαζί της. Η λαϊκή μούσα την παρηγορεί και η ελπίδα γίνεται πίστη ότι «πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα ’ναι». Η πίστη αυτή απαλύνει τον πόνο και δίνει δύναμη στον Ελληνισμό όλα τα χρόνια της σκλαβιάς, γιατί τον συνδέει με την Ανάσταση και την Ορθοδοξία.
Για να κατανοήσουμε τα ιστορικά γεγονότα, μας λέει ο Πλούταρχος, πρέπει πρώτα ν’ αναλύσουμε τους πρωταγωνιστές τους. Η απλή αφήγησή των γεγονότων δεν είναι ιστορία, αλλά χρονικό. Γι’ αυτό και η γοητεία της ιστορίας βρίσκεται στην εξερεύνηση των διαφορετικών ερμηνειών της. Η σημερινή μου ομιλία δεν θα έχει τα χαρακτηριστικά ενός πανηγυρικού. Οι πανηγυρικοί λόγοι μπορεί να μας ενθουσιάζουν και να μας γεμίζουν περηφάνια, αλλά μας δημιουργούν και παραισθήσεις, που μας αποπροσανατολίζουν. «Το πώς φτιάχνεται η πατρίδα είναι το ζήτημα, έλεγε ο Μακρυγιάννης και όχι το πως γεννιέται».
Η σχέση ανάμεσα στη θέληση που πραγματώνεται σε αυτοθυσία λειτουργεί πολλές φορές αντίστροφα. Σε πολλούς αγωνιστές το δάφνινο στεφάνι έγινε ένα φτωχό ξεγέλασμα των επιδιώξεων τους. Όταν το κέρδισαν ψαλίδισαν οι ίδιοι το κύρος της επιτυχίας τους. Οι διαμάχες, τους έφθειραν από πολύ νωρίς. Κάνοντας συνεπώς αναφορά σε πρόσωπα ενδέχεται ν’ αδικήσω πολλούς. Από τις διαφορετικές ερμηνείες αυτής της εξέγερσης όμως, είναι δυνατό να εντοπίσουμε και τα αίτια της σημερινής μας κακοδαιμονίας. Ένα πάντως είναι βέβαιο. Αυτοκαταργηθήκαμε ως ελληνισμός και χάσαμε το αυτοκρατορικό μας μεγαλείο, όταν πάψαμε να παράγουμε πολιτισμό και όταν επικράτησε μέσα μας το δίλλημα, αν ήταν προτιμότερη η τιάρα του πάπα από το τούρκικο σαρίκι.
Μετά την άλωση της πόλης από τους Τούρκους, ο Σουλτάνος Μεχμέτ ο Β΄, είδε τον εαυτό του ως το νόμιμο διάδοχο των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων.  Ήταν ένας πόθος και μια τιμή που ήθελε να προσφέρει στον εαυτό του, η οποία του αναγνωρίσθηκε και από τον Πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο. Η οικειοποίηση της ημισελήνου με το αστέρι από τον Πορθητή, που ήταν το σύμβολο της πόλης του Βύζαντα, όπως συναντάται σε αρχαία νομίσματα, αποτέλεσε το λάβαρο ή το μπαϊράκι ενότητας  των κτήσεων του.
Για την εξυπηρέτηση και υλοποίηση του οράματος του ο Μεχμέτ, ο οποίος ήταν γιος Ελληνίδας σκλάβας μάνας,  συγκρότησε  μια  κλειστή προνομιακή ομάδα Ελλήνων ευγενών, τους οποίους κάλεσε ονομαστικά, να επιστρέψουν και  να επανακατοικήσουν στην Βασιλεύουσα. Στους Έλληνες αυτούς, οι οποίοι απέρριπταν την ένωση με τη δύση και  αποδέχθηκαν το νέο κράτος ως νόμιμο συνεχιστή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ανέθεσε σημαντικά αξιώματα της Υψηλής Πύλης. Η εκχώρηση επίσης του εμπορίου και η ανάθεση είσπραξης των φόρων και τελωνειακών δασμών από την κοινότητα, όπως ίσχυε και κατά τη Βυζαντινή περίοδο, έθεσε τα θεμέλια του σχηματισμού μιας επιφανούς Ελληνικής αριστοκρατίας του χρήματος, η οποία, ύστερα από μερικές δεκαετίες, συμμετείχε πλέον ενεργά στη διακυβέρνηση του Οθωμανικού κράτους.  Έτσι σχηματίστηκε η Φαναριωτική Αριστοκρατία, η οποία πήρε το όνομά της από την ομώνυμη συνοικία της Κωνσταντινουπόλεως, όπου είχε την έδρα του και ο Οικουμενικός Πατριάρχης.
Για  να ομογενοποιήσει το νέο κράτος,  ο Σουλτάνος άφησε και ανέπαφη την ιεραρχία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία αποτελούνταν από Έλληνες, Σέρβους, Βουλγάρους, Αρμένιους, Άραβες κλπ. Ταύτισε μάλιστα, τις έννοιες Έθνους και θρησκείας με τη λέξη Μιλλέτ, σύμφωνα με την επικρατούσα Ισλαμική αντίληψη περί της κοινής ταυτότητας Θρησκείας και Έθνους. Γι’ αυτό το λόγο, τα προνόμια που παραχώρησε στον Πατριάρχη, του έδιναν μεγαλύτερη δύναμη από εκείνη που είχε την περίοδο των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων.
Οι Τούρκοι, όπως γράφει ο Έντουαρντ Γκίμπον (18ος αιώνας) ήταν αποκλεισμένοι από τα πολιτικά και στρατιωτικά αξιώματα, ακόμη και στην πιο ρωμαλέα περίοδο της Οθωμανικής διακυβέρνησης. Το τουρκικό έθνος, ήταν τεχνητό, διότι απαρτίζονταν από διάφορα νομαδικά φύλα, τα οποία λόγω της κατώτερης μόρφωσης τους, αποτελούσαν  μια δουλική τάξη, που είχε ανατραφεί με την αγωγή της πειθαρχίας, της υπακοής, της κατάκτησης και της διοίκησης. Αυτός ήταν  και ο λόγος, που τα φύλα αυτά, ασπάστηκαν τον Ισλαμισμό αντί του Χριστιανισμού, επειδή η θρησκεία αυτή ήταν πιο κοντά στην ιδιοσυγκρασία τους. Ο Ρουμάνος συγγραφέας και ιστορικός, Γκιόργκα Νικόλαος (1871-1940), διατυπώνει την άποψη ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία επρόκειτο από τη γέννησή της να καταστεί Ελληνοτουρκική, λόγω του ανώτερου πολιτισμού των Ελλήνων. Η ανωτερότητα δε του πολιτισμού των Ρωμιών Χριστιανών έναντι των Οθωμανών ήταν εμφανής σε όλους τους τομείς και αυτό το πιστοποιούν όλοι οι περιηγητές, που ταξίδεψαν στην περιοχή.
Οι Φαναριώτες, οι οποίοι διατήρησαν το στενό τους δεσμό με το Πατριαρχείο και ήλεγχαν την οικονομία,  παρά την απόκτηση αξιωμάτων στο μηχανισμό του Οθωμανικού κράτους, αισθάνονταν την αυτοκρατορία ως απόλυτα δική τους, γι’ αυτό έβλεπαν να υλοποιείται από την ίδια περίοδο, το όραμα της Μεγάλης Ιδέας. Η γενική τους στάση ήταν  αντι-δυτική και αντι-παπική, ενώ η πολιτική τους, από τα πρώτα χρόνια μετά την άλωση, ήταν προσηλωμένη στη μετεξέλιξη της αυτοκρατορίας σ’ ένα ανατολικό ομόσπονδο κράτος, κατά το πρότυπο του Ρωμαϊκού, που θα σέβονταν τα δικαιώματα των διαφόρων εθνοτήτων και θα υπόσχονταν ταυτόχρονα  μεγαλύτερη σταθερότητα.
Από το 17ο αιώνα, εκτός από τα αξιώματα του διερμηνέα (υπουργού εξωτερικών) της Υψηλής Πύλης  και του διερμηνέα (υπουργού) του στόλου, ένα ακόμη αξίωμα περιήλθε στα χέρια τους, επειδή ο Ισλαμικός νόμος απαγόρευε την εκμάθηση ξένων γλωσσών από τους Μουσουλμάνους. Ήταν το αξίωμα του ηγεμόνα ή πρίγκιπα της Μολδοβλαχίας, μιας περιοχής που απολάμβανε σχετικής αυτονομίας. Στο πρόσωπο μάλιστα αυτού του ηγεμόνα και των διαδόχων του, έβλεπαν οι υπόδουλοι Έλληνες τους συνεχιστές των Αυτοκρατόρων του Βυζαντίου, γι’ αυτό και πολλά επαναστατικά  κινήματα ξεκίνησαν απ’ αυτή την περιοχή.
Κατά την πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας, δύο ήταν κυρίως οι χώρες, που πολέμησαν επί των Ελληνικών χωρών κατά των Οθωμανών. Η ναυτική δύναμη της Ενετίας και η Ρωσία. Από την περίοδο αυτή το Ελληνικό ζήτημα εισέρχεται στις συμπληγάδες της δύσης και της ανατολής. Η Βενετία ήταν η μοναδική ναυτική δύναμη, που κυριαρχούσε στη Μεσόγειο από το 1571 μ.Χ,  μετά την καταστροφή του τουρκικού στόλου στη ναυμαχία της Ναυπάκτου. Την υπεροχή της αυτή, τη διατήρησε μέχρι το 1797 μ.Χ, που τερματίστηκε  η νικηφόρος εκστρατεία του Ναπολέοντα στην Ιταλία και κατέστησε τη Γαλλία κυρίαρχο στην Αδριατική και τη Μεσόγειο.
Από την περίοδο αυτή το Ελληνικό ζήτημα το διαχειρίστηκαν και το εκμεταλλεύτηκαν, για την εξυπηρέτηση πάντοτε των συμφερόντων και των επιδιώξεων τους, μέσα στα πλαίσια του μέχρι σήμερα αποκαλούμενου Ανατολικού ζητήματος, η Γαλλία και η Αγγλία, μαζί με τις κεντρικές Δυνάμεις της Αυστρίας, της Πρωσίας, και της Ρωσίας από ανατολάς. Σε έντεκα τον αριθμό ανέρχονται οι επαναστατικές εξεγέρσεις των Ελλήνων κατά των Τούρκων, από την άλωση μέχρι το 1821, που υποκινήθηκαν κυρίως από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Χρησιμοποιούσαν όμως κάθε φορά τους Έλληνες, για την εξυπηρέτηση των πολεμικών τους επιδιώξεων και τους εγκατέλειπαν, όταν παρουσιάζονταν μια επωφελής για τα συμφέροντα τους ειρήνη με την Τουρκία.
Μετά τον Α΄ Ρωσοτουρκικό πόλεμο, η συνθήκη του  Κιουτσούκ Καϊναρτζή, που υπογράφτηκε το 1774, μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, έδωσε τη δυνατότητα στη Ρωσία να κατέλθει στις βόρειες ακτές του Ευξείνου Πόντου, ν’ αποκτήσει δικαιώματα επεμβάσεως και κηδεμονίας στις Χριστιανικές μειονότητες της Τουρκίας, να διέρχονται ελεύθερα τα πλοία της δια των στενών, να διορίζει προξένους στις Βαλκανικές πόλεις και να της παραχωρηθούν τα διάφορα επί του Ευξείνου Πόντου φρούρια. Η συνθήκη όμως αυτή ανησύχησε τις άλλες δυνάμεις και επιτάχυνε τις εξελίξεις στο Ελληνικό ζήτημα.
Η Επανάσταση συνεπώς, του 1821 δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα της ρομαντικής ιδέας των οπαδών του διαφωτισμού της Δύσης και της εφαρμογής αρχών της Γαλλικής Επανάστασης του 1789, που έβλεπαν την κοινωνική δικαιοσύνη μέσα στα όρια της φεουδαρχίας, όπως υποστηρίζουν  πολλοί «προοδευτικοί». Η επιτυχής έκβαση της, οφείλονταν κυρίως στην ταύτιση  του οράματος των ραγιάδων με την εξυπηρέτηση των σχεδίων της κοσμοκράτειρας Αγγλίας, η οποία εκτιμούσε ότι η συγκρότηση ενός κράτους υπό την επιρροή της, στη γεωγραφική περιοχή, όπου ανθούσε κάποτε ο θαυμαστός ελληνικός πολιτισμός, θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η στάση της Ρωσίας στην Ελληνική Επανάσταση, ενέπνευσε μια συμπάθεια του Ελληνισμού προς τους Ρώσους, ως ομοθρήσκων. Πολλές φορές όμως τη συμπάθεια αυτή υποκατέστησε η απογοήτευση. Μετά τον τερματισμό του Β΄ Ρωσοτουρκικού πολέμου το 1878 και τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, αποκαλύφθηκαν πλήρως οι πανσλαβιστικές της  επιδιώξεις.  
Η Φαναριωτική πολιτική σε όλη την ιστορική διαδρομή, από την άλωση μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, συνέχισε τις προσπάθειες της προς την κατεύθυνση της Ελληνοτουρκικής συνεργασίας. Την παράδοση αυτή των Φαναριωτών προσεγγίζουν αργότερα και  οι ιδέες περί της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδος του Ίωνα Δραγούμη, ο οποίος ως Γενικός πρόξενος στην Κωνσταντινούπολη, υπέγραψε ένα μυστικό σύμφωνο με το φιλελεύθερο Πρίγκιπα Σαμπαχεντίν, που πρόβλεπε την ίδρυση δυαδικής Ελληνο-τουρκικής Αυτοκρατορίας, με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη. Ο Δραγούμης όμως δολοφονήθηκε, όταν ο ρεαλισμός των φορέων των μεγάλων διεθνών συμφερόντων, αποδείχθηκε πιο ισχυρός  από τη σχεδόν ρομαντική υπεράσπιση της ιδέας του.  Η διάλυση άλλωστε της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που στέκονταν εμπόδιο στα συμφέροντα των άλλων Μεγάλων Δυνάμεων, αποτελούσε από το 16ο αιώνα μόνιμο στόχο της εξωτερικής τους πολιτικής.
Ποιές όμως ήταν οι διεθνείς συγκυρίες, που διαμόρφωσαν το γεωστρατηγικό περιβάλλον στον κόσμο, την Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο, πριν από τη Μεγάλη Ελληνική Επανάσταση, που ευνόησαν την ίδρυση του νεότερου Ελληνικού κράτους;
Ήδη, από το 1776 οι λαοί της Βορείου Αμερικής επαναστάτησαν κατά της Αγγλικής διοίκησης, για την κατάκτηση της ελευθερίας τους. Οι διακηρύξεις των επαναστατών, για κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα, αποτέλεσαν τον πρόδρομο των αρχών για τα δικαιώματα του ανθρώπου, που ενέπνευσαν τους εγκυκλοπαιδιστές Ρουσσώ και Βολταίρο, οι οποίοι με τις διδασκαλίες τους, έδωσαν το 1789 έναυσμα  στη Γαλλική επανάσταση και διαμόρφωσαν ανάλογα το κλίμα στην Ευρώπη.
Η έκρηξη της Γαλλικής Επανάστασης και η χαλάρωση της δραστηριότητας του Γαλλικού ναυτικού στην  Εγγύς Ανατολή, μετά την έναρξη των Ναπολεόντειων πολέμων, αλλά και η ανυπαρξία σχεδόν Τουρκικού εμπορικού ναυτικού, έδωσαν την ευκαιρία στους  Έλληνες, κυρίως των νησιών Ύδρας, Σπετσών και Ψαρών, να διευρύνουν τις εμπορικές τους δραστηριότητες και να πάρουν στα χέρια τους το πλούσιο μονοπώλιο της μεταφοράς των σιτηρών, από τα λιμάνια της Αιγύπτου και του Εύξεινου Πόντου, προς τα άλλα λιμάνια της Ανατολής και της Μεσογείου. Έτσι, με την επικράτηση των Ρωμιών ή Γραικών στο εμπόριο και τη ναυτιλία, οι αρχές αυτές μεταλαμπαδεύτηκαν και στους λαούς της Βαλκανικής, που ζούσαν υπό την Οθωμανική κυριαρχία.
Η κορύφωση όμως του ανταγωνισμού μεταξύ των Μ. Δυνάμεων οφείλονταν και σε ένα ακόμη λόγο. Την περίοδο αυτή άρχισαν να συζητούνται από το Μ. Ναπολέοντα σκέψεις για διάνοιξη διώρυγας στο Σουέζ, που θα συνέδεε τον Ινδικό με τη Μεσόγειο και την Ευρώπη. Έτσι, η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου αποκτούσε ιδιαίτερη στρατηγική αξία, για τη ναυσιπλοϊα και το εμπόριο. Η στρατηγική της εγγύτητας για τον έλεγχο της νέας θαλάσσιας οδού, διαμόρφωνε ένα νέο γεω-οικονομικό και γεωπολιτικό περιβάλλον.  
Η διάλυση της Ενετικής Δημοκρατίας το 1797,  που κυριαρχούσε στη θάλασσα μέχρι τότε, αποτέλεσε ιστορικό σταθμό, διότι  με μια σειρά συνθηκών μεταξύ της Γαλλίας και Αυστρίας, αναδείχθηκε η Γαλλία κυρίαρχη στη Μεσόγειο. Καταλαμβάνοντας την Κέρκυρα και τα άλλα Ιόνια νησιά, με τις κατά θάλασσα και επί της Ηπειρωτικής παραλίας περιοχές του Βουθρωτού, της Πάργας, της Πρέβεζας, της Άρτας και γενικά όλες τις πρώην Ενετικές κτήσεις στην Αλβανία επί του κόλπου του Δρίνου, ήλεγχε όλη την Αδριατική.
Η Αγγλία, αναζητώντας  με αγωνία κατάλληλη βάση, για ν’ ανακόψει τη Ναπολεόντεια πλημμυρίδα, επεδίωκε με κάθε μέσο να εμφανιστεί στα Επτάνησα ως προστάτιδα δύναμη και ελευθερώτρια. Στέλνοντας το Ναύαρχο της Οράτιο Νέλσωνα, ζήτησε με προκήρυξη στις 9 Οκτωβρίου του 1798, από τους Επτανήσιους, να εκδιώξουν τους Γάλλους, σπεύδοντας με το στόλο της προς βοήθειά τους. Οι επεκτατικές όμως βλέψεις της Γαλλίας, ανησύχησαν και την Τουρκία, η οποία αναγκάστηκε να συμπράξει με το στόλο της Ρωσίας εναντίον των Γάλλων. Το Δεκέμβριο του 1798, συνάπτεται Ρωσο-τουρκική Συμμαχία, για την εκδίωξη των Γάλλων από τη περιοχή του Ιονίου και τα Ρωσικά σχέδια επί της Μεσογείου προωθούνται σημαντικά. Ρωσικός στόλος για πρώτη φορά διέρχεται τα Δαρδανέλια  και μαζί με τον Τουρκικό ανακαταλαμβάνει τα Ιόνια νησιά.
Στις 4 Μαρτίου του 1799, οι Γάλλοι προ του αδιεξόδου τους κατά την επιχείρηση των συμμάχων προς ανακατάληψη της Κέρκυρας μετά την απώλεια της νησίδας Βίδο, υπέγραψαν με τις συμμάχους χώρες Ρωσία και Τουρκία, επί της Ρωσικής Ναυαρχίδας «Άγιος Παύλος», ομώνυμη συνθήκη, με την οποία παραχωρούνταν ουσιαστικά ένα είδος πολιτικής αυτονομίας στα Επτάνησα. Ένα χρόνο αργότερα, στις 21 Μαρτίου του 1800, με τη σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, που υπογράφτηκε μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, αναγνωρίσθηκαν τα Ιόνια νησιά, ως ανεξάρτητη πολιτεία με την ονομασία «Δημοκρατία των Επτανήσων». Παρέμειναν όμως υπό την κυριαρχία της Πύλης, διότι κατέβαλαν στο Σουλτάνο φόρο υποτέλειας.
Η ανεξαρτησία των Επτανήσων χαιρετίσθηκε τότε από επιφανείς  Έλληνες της εποχής, ως η πρώτη ελεύθερη Ελληνική γη. Ήταν δε η πρώτη αχτίδα της ελευθερίας, που προοιώνιζε την οριστική ανάσταση του γένους. «Αναγεννηθέν το Έθνος ημών, ιδού απέκτησεν όνομα Ελληνικόν, Πατρίδα Ελληνικήν και Ελληνικήν Ελευθερίαν», έλεγε ο πρόεδρος της Ιόνιας Γερουσίας, Σπυρίδων Θεοτόκης.
Μετά την ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλό και τη Συνθήκη των Παρισίων «Ιεράς Συμμαχίας» (26 Σεπτεμβρίου 1815), που σηματοδότησε τη λήξη ενός ουσιαστικά Ευρωπαϊκού πολέμου, η Αγγλία αναδείχθηκε σε παγκόσμια υπερδύναμη. Επιβάλλοντας από τότε τον κανόνα του χρυσού στις ισοτιμίες όλων των κυκλοφορούντων χαρτονομισμάτων κατέστη ουσιαστικά κοσμοκράτειρα και έριχνε όλο το βάρος της στην εξασφάλιση των θαλασσίων οδών στη Μεσόγειο.
Τον Ιανουάριο του 1821, ο Υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας, Κάστερλιγκ, με υπόμνημά του προς τα Ανακτοβούλια της Αυστρίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας διευκρίνιζε ότι, η Ένωση των Μεγάλων Δυνάμεων, δεν συστήθηκε για τη διακυβέρνηση του κόσμου, ούτε για την άσκηση εποπτείας στα εσωτερικά ζητήματα των άλλων χωρών. Με εγκύκλιο επίσης, στις 19 Ιανουαρίου του ίδιου έτους, προς τους διπλωματικούς της πράκτορες στο εξωτερικό η Αγγλική Κυβέρνηση, δήλωνε ότι αρνούνταν ν’ αποδεχθεί το δικαίωμα επεμβάσεως, «ως σύστημα Διεθνούς Δικαίου». Η τυχόν παραχώρηση τέτοιου δικαιώματος τόνιζε στις τέσσερις Δυνάμεις, που δεν ήταν σύμφωνο με τις κείμενες διατάξεις, θα ισοδυναμούσε προς αναγνώριση της πρωταρχίας αυτών, όπως συμβαίνει σήμερα με τη Γερμανία, το οποίο είναι ασυμβίβαστο προς τα δικαιώματα των άλλων κρατών. Η αναγνώριση άλλωστε τέτοιων δικαιωμάτων, τόνιζε η εγκύκλιος, θα είχε την έννοια της επιβολής στην Ευρώπη Ομοσπονδιακού Συστήματος, όχι μόνο αλυσιτελούς και καταπιεστικού, αλλά και εγκυμονούντος πλείστους κινδύνους. Για τη μετεξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε Γερμανική Ευρώπη εξέφρασαν επιφυλάξεις κατά το παρελθόν τόσο  ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Μιττεράν, όσο και η πρώην πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας Μάργκαρετ Θάτσερ. 
Την ανυστεροβουλία των συμμάχων μετά τον πόλεμο και την αρχή περί Αυτοδιάθεσης των λαών επέβαλαν και οι  ΗΠΑ στην Αγγλία ως προϋπόθεση για να εισέλθουν στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο δρόμο τους προς την κοσμοκρατορία τους με την υπογραφή του χάρτη του Ατλαντικού το 1941 από το Ρούσβελτ και τον Τσώρτσιλ.  
Το υπόμνημα Κάστερλιγκ, δείχνει επίσης και πως έβλεπε από τότε η Αγγλία την Ευρωπαϊκή ενοποίηση. Δεν υπάρχουν μόνιμες συμμαχίες, έλεγε ο Άγγλος πολιτικός Βεμιαμίν Ντισραέλι (1804-1881), αλλά μόνιμα συμφέροντα. Την ανάγκη αντίδρασής της Αγγλίας κατά της πολιτικής των επεμβάσεων των άλλων Δυνάμεων, την υπαγόρευε τότε η προετοιμασία της ενεργού παρέμβασης της στον αγώνα των Ελλήνων, με σκοπό τη δημιουργία ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους, υπό την επιρροή της. Μια πρακτική που εφαρμόζουν σήμερα και οι ΗΠΑ.
Έτσι, κάτω υπό αυτές τις συνθήκες, συγκαλούνταν στις 26 Ιανουαρίου του 1821 η μυστική σύσκεψη της Βοστίτσας μεταξύ των Παλαιών Πατρών Γερμανού, του Χριστιανουπόλεως (Κυπαρισίας) Γερμανού, του Ηγουμένου του Μεγάλου Σπηλαίου, του Ανδρέα Ζαϊμη και άλλων, για να καθορισθεί ο χρόνος έκρηξης της Επανάστασης.
Την ίδια όμως ημέρα, στο Λάϋμπαχ (Λιουμπλιάνας) Σερβίας, άρχιζε ένα Συνέδριο μεταξύ των αντιπροσώπων των άλλων κρατών, μελών της Ιεράς Συμμαχίας (Ρωσίας, Αυστρίας, Πρωσίας και Γαλλίας), για να παρακολουθούν από κοντά προφανώς τις εξελίξεις στη Βαλκανική. Το Συνέδριο αυτό, το οποίο διήρκεσε μέχρι τις 12 Μαϊου του 1821, εκφράζοντας την αντίθεση του στην Ελληνική Επανάσταση αποφάσισε να πατάξει αμείλικτα και αμοιβαία κάθε λαϊκό κίνημα στρεφόμενο κατά των μοναρχών. Στα συμπεράσματα του μάλιστα, αναφέρεται  ότι, η επανάσταση δεν είναι ζήτημα Εθνικό, αλλά σατανικό μέσο, για να διαταράξει τις αγαθές σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Αυστρίας, ρίχνοντας ευθέως μομφή κατά της Αγγλίας.
Η  απόφαση συνεπώς για την Επανάσταση, δεν λήφθηκε κάτω υπό των πρίσμα ταξικών σκοπιμοτήτων, όπως υποστηρίζουν πολλοί αυτοαποκαλούμενοι «προοδευτικοί», οι οποίοι δυσκολεύονται να φαντασθούν την ηθική, που δίνει δύναμη στους λαούς και τα έθνη. Ήταν αποτέλεσμα της βούλησης των υπόδουλων Ελλήνων, οι οποίοι ζώντας όλα τα χρόνια της μαύρης σκλαβιάς με τους θρύλους και τις παραδόσεις ενός ενδόξου παρελθόντος, ήθελαν να γίνουν οι συνεχιστές του και όχι απλά οι κληρονόμοι του, όπως εμείς σήμερα. Η βούληση αυτή σχημάτισε μέσα τους επί αιώνες μια παρακαταθήκη γεμάτη πυρίτιδα, η οποία εξερράγη όταν ήλθε η ιστορική ώρα και το επέτρεψαν οι διεθνείς συγκυρίες.
Τα Ιόνια νησιά, που βρίσκονταν κάτω υπό την Αγγλική επιρροή, αποτέλεσαν  το ορμητήριο για την Ελληνική Επανάσταση, η οποία έθεσε ενώπιον και των άλλων Ευρωπαϊκών δυνάμεων, σε όλη του την οξύτητα το Ανατολικό ζήτημα. Η διεθνής επίσης πειρατεία, συνετέλεσε ώστε τα εμπορικά μας πλοία να εξοπλισθούν και τα πληρώματά τους να γίνουν αήττητοι ναυμάχοι. Ο αποκλεισμός του Ναπολέοντα από τους Άγγλους και η διάσπασή του αποκλεισμού αυτού από Ελληνικά πλοία, έδωσε τη δυνατότητα στις ναυτικές οικογένειες της Ύδρας, των Σπετσών και των Ψαρών να συγκεντρώσουν αμύθητα πλούτη, να συγκροτήσουν ισχυρούς στόλους και να τα διαθέσουν όλα στον αγώνα.
Στο μακρόχρονο όμως  βίο  των κρατών και των λαών υπάρχουν δύο τραγωδίες. Η μια είναι το ναυάγιο των ονείρων τους και η άλλη η πραγματοποίηση τους. Μετά την απελευθέρωση αυτό που κτίστηκε άρχισε να υποσκάπτεται από την πρώτη στιγμή. Η διαμάχη γύρω από αρμοδιότητες και θέσεις σε ιεραρχίες, που είχε αρχίσει αρκετά πρώιμα άφηνε να διαφανεί τη δυσοίωνη προοπτική για τα επακόλουθα. Δεν υπήρχαν όμως μέτρα, για ανθρώπους που οι διαστάσεις τους είχαν μεγαλώσει τόσο πολύ. Όταν ήλθε η ώρα της ελευθερίας όλοι διεκδικούσαν αξιώματα. Είναι δύσκολο να πεις στον επαναστάτη ή τον αντάρτη ότι δεν είναι ακόμη καιρός για δάφνες, να τον αφοπλίσεις  και να τον βάλεις κάτω από ένα άλλο ζυγό, το ζυγό του μόχθου ή να τον κάνεις να επιστρέψει στις καθημερινές του ασχολίες και στο χωράφι του. Αντιφατικά επίσης συναισθήματα καχυποψίας δεν επέτρεπαν τη συνεννόηση των αρχηγών και τα βλέμματα στράφηκαν πάλι έξω από τα σύνορα. Κάλεσαν τον Καποδίστρια για να τους κάνει κράτος και τον δολοφόνησαν. Μοιρασμένοι σε ξενόφιλα κόμματα παραδέχονταν πλέον ανοιχτά ότι μόνοι τους ήταν αδύνατο να φθάσουν στο σημείο ενός συμβιβασμού. 
Ο ξένος παράγοντας έκανε ότι αδιαφορούσε. Έδειχνε ότι τις υπηρεσίες που προσέφερε κατά την επανάσταση δεν τις χρησιμοποιούσε ως βάση για ιδιαίτερες αξιώσεις. Ζητούσε όμως να εξασφαλίσει την επιρροή και να έχει τον πρώτο λόγο στη μορφή του πολιτεύματος, όπως σε όλα τα προτεκτοράτα ή τις αποικίες. Έτσι, η συμμαχία μετατράπηκε σε προστασία και η παιδικότητα του νεοσύστατου κράτους συντηρούνταν τεχνητά. Οι Βαυαροί το οργάνωσαν χωρίς τους Έλληνες. Αυτοί το κηδεμόνευαν και το έδωσαν γραφή και όνομα.  
Στο πολιτικό επίπεδο η ιδέα των «ανηλίκων» ότι κηδεμονεύονταν όξυνε απότομα κατά καιρούς τις αντιδράσεις, που επέφεραν αλλαγές, οι οποίες  ικανοποιούσαν πρόσκαιρα το συλλογικό τους εγώ, που  ήταν γαλουχημένο με έντονες ιστορικές μνήμες. Το Σύνταγμα του 1844 και η έξωση του Όθωνα μετά από δεκαοχτώ χρόνια, ήταν οι δύο ριζικές μεταβολές.  
Με τη συνθήκη των Παρισίων στις 30 Μαρτίου του 1856 μεταξύ Ρωσίας- Τουρκίας και όλων των άλλων Μ. Δυνάμεων, η Μαύρη θάλασσα έγινε ουδέτερη, ούτε πολεμικά πλοία ούτε ναύσταθμοι, έκλεισαν τα Δαρδανέλλια για όλα τα πολεμικά πλοία και κατήργησε το δικαίωμα προστασίας των Χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που εξασφάλισε το 1774 η Ρωσία με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή  και την υποχρέωση αυτή ανέλαβαν οι Μ. Δυνάμεις. Δημιούργησε όμως και τις προϋποθέσεις μιας νέας εμπόλεμης κατάστασης, η οποία τα προσεχή χρόνια έφερε τη Ρωσία σε αδύνατη θέση στην κεντρική και άπω Ανατολή και την Τουρκία σε εσωτερική αποσύνθεση. Αξίζει δε ν’ αναφερθεί τι δήλωσε ο Ρώσος Αυτοκράτορας Αλέξανδρος Β΄ στον Άγγλο αντιπρόσωπο Σέϋμουρ, ερωτηθείς από αυτόν για τις διαθέσεις του: «Είναι πολλά τα πράγματα, τα οποία δεν θα ήθελα να υποφέρω ποτέ. Και αρχίζω από εμάς. Δεν θέλω να συγχωρήσω διαρκή κατοχή της Κων/πολης από τους Ρώσους, αλλά και δεν θέλω ανεχθεί αυτήν ή υπό των Άγγλων ή υπό των Γάλλων, ή υπό άλλου τινός μεγάλου έθνους καταλαμβανόμενη. Δεν θέλω επιτρέψει ποτέ, ούτε απόπειρα αποκαταστάσεως της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ούτε τέτοια έκταση της Ελλάδος, η οποία να καταστήσει αυτή ισχυρό κράτος. Ακόμη λιγότερο δεν θα συγχωρήσω διαμελισμό της Τουρκίας σε μικρές Δημοκρατίες… Αυτές είναι οι δικές μου ιδέες, δώστε μου κι’ εσείς μερικές δικές σας».
Η συνθήκη αυτή αποτελεί μια από τις σπουδαιότερες  διεθνείς πράξεις, που αφορούν το Ανατολικό ζήτημα.
Καθώς πλησίαζε η δεκαετία του 1870 και άρχιζε η ενηλικίωση, οι μικροί Έλληνες άρχισαν να αισθάνονται μεγάλοι ή να συμπεριφέρονται τουλάχιστον ως μεγάλοι χωρίς να είναι ακόμη. Η συνθήκη του Λονδίνου, που υπογράφτηκε στις 13 Ιουλίου του 1863  μεταξύ της Αγγλίας ουσιαστικά και της Δανίας,  τερμάτισε την εκκρεμότητα για την εκλογή βασιλέως, μετά την αποδοχή του θρόνου από τον Γεώργιο τον Α΄. Με τη συνθήκη αυτή, που ήταν θεμελιωμένη πάνω σε τρία σημεία, προβλέπονταν η παραχώρηση της Επτανήσου από τη Μ. Βρετανία στην Ελλάδα, το ποσό της Βασιλικής χορηγίας και το Θρησκευτικό δόγμα των διαδόχων. Σε ιδιαίτερο όμως πρωτόκολλο αναφέρεται η ακριβής απόδοση στη Γαλλική του τίτλου του νέου Βασιλιά, ο οποίος αποφασίστηκε να φέρει τον τίτλο «Βασιλεύς των Ελλήνων» (Roi des Hellenes), αντί του τίτλου «Βασιλεύς της Ελλάδος» που είχε ο Όθων. Ο τίτλος αυτός έγινε αποδεκτός από το Γεώργιο, αφού  αντέδρασε η Τουρκία και αποκλείστηκε η επωνυμία «Roi des Grecs», όπως επιθυμούσε η Ελληνική αντιπροσωπεία μετά και την επέκταση των συνόρων με την προσάρτηση των Ιονίων νήσων. Η Πύλη φοβούνταν ότι ο τίτλος αυτός, μεταφραζόμενος ως «Βασιλεύς των Γραικών» εξέφραζε αλυτρωτικές τάσεις και θα συμπεριελάμβανε όλους τους Έλληνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με τον Όθωνα δεν υπήρξε πρόβλημα, διότι ο τίτλος του ως «Βασιλεύς της Ελλάδος» εμπεριείχε γεωγραφικό και πολιτικό προσδιορισμό.  Το όνομα όμως Greece και Grec επικράτησε μέχρι σήμερα στο εξωτερικό, διότι αυτό χρησιμοποιούσαν στα διπλωματικά σαλόνια οι Έλληνες Ρωμιοί λόγιοι και διπλωμάτες της Πύλης. Ήταν δε υποδηλωτικό ανώτερου πνευματικού πολιτισμού, όπως περήφανα αναφωνούσε και ο Αθανάσιος Διάκος, βαδίζοντας προς το θάνατο. Γραικοί αποκαλούνται μέχρι σήμερα οι αυτόχθονες Έλληνες της Κάτω Ιταλίας, ενώ Ρουμ (Ρωμιούς) αποκαλούν οι Τούρκοι τους εκτός της Ελληνικής επικράτειας Έλληνες. Εμάς βέβαια μας αποκαλούν Γιουνάν, που σημαίνει  Ίωνες. Οι οικούντες συνεπώς στην Πελοπόννησο και την Ελλάδα είναι Ίωνες, ενώ οι Κύπριοι αδελφοί μας Ρουμ Κύπριοι.
Το Ιόνιο και οι περιοχές της  νότιας Βαλκανικής, η Πελοπόννησος απ’ όπου ξεκίνησε η Επανάσταση,  τα Δαρδανέλλια με τα νησιά του Αιγαίου και  η Κύπρος, οι χώρες της Μ. Ανατολής και η Αίγυπτος, αποτέλεσαν τα επόμενα χρόνια, για τη θαλασσοκράτειρα Μ. Βρετανία,  στρατηγικές βάσεις, που της εξασφάλιζαν τον έλεγχο του εμπορίου και των μεταφορών από την Ευρώπη προς τον Ινδικό Ωκεανό, δια μέσου του νέου σημαντικού  θαλάσσιου διαύλου.  
Από το 1869, που άρχισε η λειτουργία της διώρυγας του Σουέζ, η Βρετανική Κυβέρνηση έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον έλεγχο της. Επωφελούμενη των οικονομικών δυσχερειών του Χεδίβη Ισμαήλ, εξαγόρασε την πλειοψηφία των μετοχών της Εταιρίας Διώρυγας και εννιά χρόνια αργότερα, το 1878, με την υπογραφή Συνθήκης Αμυντικής Συμμαχίας με την Τουρκία, έπαιρνε ως αντάλλαγμα την Κύπρο, η οποία ελέγχει τη βόρεια έξοδο της διώρυγας, έναντι της εγγύησης που προσέφερε στη χρεωκοπημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία, για την εξασφάλιση της ακεραιότητας της.
Πριν όμως από κάθε αλλαγή συνόρων παρατηρείται ότι προηγείται ένα κίνημα κατά της νόμιμης εξουσίας. Το κίνημα των νεοτούρκων, που εκδηλώθηκε τη (Ν 9/10 Ιουλίου του 1908) και οι μεταρρυθμίσεις, που έγιναν στην Τουρκία περιόρισαν την απόλυτη εξουσία του σουλτάνου και τη μετέθεσαν στα χέρια της κρατικής γραφειοκρατίας. Το κίνημα αυτό δημιούργησε τις προϋποθέσεις, για τις εξελίξεις που ακολούθησαν στη Βαλκανική και την ευρύτερη περιοχή το 1912-13. Μετά τη Συμμαχία των Βαλκανικών κρατών, που επιτεύχθηκε με τη μεσολάβηση της Ρωσίας και τους Βαλκανικούς πολέμους, που έφεραν τη Ρωσία και τις Κεντρικές Δυνάμεις στο προσκήνιο στη Βαλκανική, αντέδρασαν οι άλλες Δυτικές Δυνάμεις Αγγλία, Γαλλία και Ιταλία, οι οποίες συστήνοντας την «Εγκάρδια Συμμαχία», γνωστή ως ΕΝΤΕΝΤΕ επενέβησαν κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στη Βαλκανική, τα Δαρδανέλια και τη Μέση Ανατολή, για να εξασφαλίσουν εκτός από την επιρροή και την αυτάρκεια τους σε πρώτες ύλες, που ήταν τώρα το πετρέλαιο.
Οι Φαναριώτες, παρά τη δολοφονία πολυάριθμων οικογενειών στην Κωνσταντινούπολη κατά τη διάρκεια του αγώνα της ανεξαρτησίας και των γεγονότων που ακολούθησαν,  παρέμειναν μέχρι το 1922 στην Τουρκία υπερασπιζόμενοι το Ελληνοτουρκικό ιδεώδες. Πρώτος μάλιστα πρέσβης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Αθήνα ήταν ο Φαναριώτης Μουσούρης.
Η πατριωτική πλειοδοσία και ο μεγαλοϊδεατισμός της Μικρασιατικής εκστρατείας, όπως επαναλήφθηκε και το 1974 στην Κύπρο, οδήγησαν τον Ελληνισμό σε δύο καταστροφές μεγαλύτερες και από αυτήν της άλωσης. Η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών, που επιβλήθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις στη Συνδιάσκεψη της Λοζάνης ξερίζωσε τον Ελληνισμό από τις προαιώνιες του εστίες και διέλυσε τις προσδοκίες των Φαναριωτών, για τη σύσταση μιας ομόσπονδης Ελληνοτουρκικής Αυτοκρατορίας, διότι δεν το ήθελαν, δεν το επιθυμούσαν και δεν το επιθυμούν οι Δυτικές Δυνάμεις.
Κυρίες και κύριοι
Οι συγκυρίες, οι λαοί και οι ηγέτες είναι οι τρεις παράγοντες που διαμορφώνουν την ιστορία ενός έθνους. Ο πρώτος είναι άψυχος, ο δεύτερος ασυνείδητος και ο τρίτος συνειδητός. Οι ηγέτες είναι οι μοναδικοί συνειδητοί παράγοντες της ιστορίας. Είναι  αυτοί που εμπνέουν στους λαούς την αυτοεκτίμηση, την εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και αυτοί που τους οδηγούν στην αναμέτρηση τους με το θάνατο, για τα ιδανικά της πατρίδας και της ελευθερίας. Είναι αυτοί που κάνουν τους ανθρώπους να ζουν για ένα έπαινο και να πεθαίνουν για ένα τραγούδι. Είναι όμως και αυτοί που βλέπουν όχι μόνο το βουνό αλλά πίσω απ’ αυτό.
Ο οικονομικός ιμπεριαλισμός, από τα τέλη του 18ου αιώνα, όπως επισημαίνουν διάσημοι κοινωνιολόγοι, με τον υπερδανεισμό, τον εκφοβισμό και τη βία, επιχειρεί να εγκλωβίσει και να κλειδώσει αυτόματα, με τη μέθοδο του potlatch, σύμφωνα με τον Αγγλικό όρο, που σημαίνει κλείνω ερμητικά στο πιθάρι χωρίς  αέρα, και όχι  σε  μια  φυλακή,  τα ασθενή οικονομικά κράτη, επιβάλλοντας στους λαούς τη στυγνότερη μορφή αποικιοκρατικού καταναγκασμού, για να εξασφαλίσει προνομιούχες διεξόδους, για τα κεφάλαιά και τις εξαγωγές των προϊόντων του.
Μετά την επανάσταση του 1821 δημιουργήθηκε από τους Βαυαρούς και τους Άγγλους ένα Ελληνικό κράτος για να εξυπηρετεί τα συμφέροντα τους. Ένα κράτος, το οποίο αν και έζησε τρείς χρεοκοπίες μέχρι σήμερα, συνεχίζει να πορεύεται χωρίς τους Έλληνες. Η Ελληνική διανόηση διακατεχόμενη από μια διαφορετική αντίληψη για τη ζωή είναι αποκομμένη από τον Ελληνοχριστιανικό πολιτισμό, που έδωσε αυτοκρατορική διάσταση στον Ελληνισμό. Η Ελλάδα συνεχίζει μετά από διακόσια περίπου χρόνια ελεύθερου βίου να είναι ένα κράτος που δεν το σέβονται οι πολίτες του, γιατί δεν το αισθάνονται ολότελα δικό τους, γι’ αυτό συνεχίζουν να το κλέβουν. Η ωρίμανση της συλλογικής συνείδησης δεν ήλθε ποτέ, γι’ αυτό και ζει μια νέα χρεοκοπία
Ο πατριωτισμός όμως, όπως και ο πολιτισμός, είναι τρόπος συμπεριφοράς. Έχω πατρίδα σημαίνει ότι κουβαλάω μέσα μου αυτά που στοιχειώνουν το τοπίο ολόγυρα και αυτά που με κάνουν ικανό ν’ αγαπώ εξ ίσου με τον εαυτό μου και τους γύρω μου. Ο γνήσιος και ρεαλιστικός πατριωτισμός προϋποθέτει, ωριμότητα, ευαισθησία και καλλιέργεια, που καθιστούν τους λαούς  ικανούς ν’ αντιλαμβάνονται τους καιρούς που έρχονται. Γιατί, τίποτα δεν γίνεται χωρίς αιτία, ούτε υπάρχει πρόγνωση χωρίς λογική.
Από την εποχή του «Κρίτωνα» ο Σωκράτης, παρά την καταδίκη του, επιμένει και υποστηρίζει ότι η πατρίδα είναι τροφός των κατοίκων της. Αποτελεί τον απαράβατο όρο της ανθρώπινης ύπαρξης και αξιοπρέπειας, τόσο από βιολογική, όσο και από ηθική έννοια.
Η κοινότητα, η πόλη και η πατρίδα, όπως συναντούμε τις έννοιες   αυτές  στον  Επιτάφιο  του Περικλή,  υπάρχουν  για  να ικανοποιούν στο άτομο την ακόρεστη δίψα του, για τιμές και ικανοποίηση του εγώ.  Η δόξα όμως ανήκει σ’ εκείνους, που με τις πράξεις τους δείχνουν ότι ανήκουν σε πλατιά ανθρώπινα σύνολα. Η πόλη και η πολιτική παράγουν πολιτισμό, όταν εξυπηρετούν τα  κοινωνικά  και  όχι τ’ ατομικά συμφέροντα.
Όσο συνεπώς, το ιδεατό υποτάσσεται στην πραγματικότητα της συναινετικής απάτης θα είναι δύσκολο  να φανταστούμε μια ηθική, που θα πυροδοτήσει μια πολιτική κινητοποίηση, ικανή ν’ αναστήσει την πατρίδα μας, σήμερα, η οποία έχει χάσει την Εθνική της αξιοπρέπεια. Η αρρώστια της διαφθοράς, που μας διαολίζει τη σκέψη, έχει φωλιάσει μέσα μας και μας προτρέπει ν’ αρπάξουμε ή να κρύψουμε ότι απέμεινε από την κουρελιασμένη μάνα μας, για να μη γίνουμε επαίτες. Οι συνέπειες όμως της σταδιακής μας υποδούλωσης σε δυνάμεις και οικονομικά κέντρα εξουσίας δεν είναι ακόμη ορατές. Το πιο δυναμικό κομμάτι της Ελληνικής κοινωνίας αναγκάζεται πάλι να ξενιτευτεί, όπως το 1453, το 1922 και μετά τον εμφύλιο.
Βιώνοντας ως έθνος την κοινωνική παρακμή, καλούμαστε να γιορτάσουμε μια παλιγγενεσία, η οποία στη σημερινή συγκυρία καθιστά επίκαιρη μια εθνική κινητοποίηση. Μια κινητοποίηση όμως εθελοντών κληρονόμων του αρχαίου ελληνικού πνεύματος  και των αρετών του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, όπως οι ήρωες του 1821 και των Βαλκανικών πολέμων.