ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΑ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ
ΣΤΟ BRETTON WOODS ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΥΡΩ
Γράφει ο Νικόλαος Σκαρλάτος
Την ιστορία, έλεγε ο Αβραάμ Λίνκολν δεν μπορούμε να την αποφύγουμε. Θα μας εκδικηθεί, αν την αρνηθούμε. Σήμερα δυστυχώς βιώνουμε την εκδίκησή της, επειδή την αρνηθήκαμε. Εγκαταλείψαμε το εθνικό μας νόμισμα και ενταχθήκαμε στο Ευρώ, χωρίς τις προϋποθέσεις της πολιτικής και οικονομικής ένωσης με τους Ευρωπαίους εταίρους μας. Το νόμισμα όμως το επέβαλε αρχικά η ανάγκη της συναλλαγής στην πόλη κράτος και αργότερα σε ευρύτερες κοινωνικές ομάδες, όπως το ομόσπονδο Αμερικανικό έθνος. Μου είναι αδύνατο να κατανοήσω το συμβολισμό της Ευρωπαϊκής σημαίας, βλέποντας αυτή να κυματίζει δίπλα στο σύμβολο του Ελληνικού έθνους, όταν εκτός από το ευρώ και την ενιαία αγορά, κανένα κοινό δεν έχουμε με τους «εταίρους» μας, το οποίο να συνιστά στην πράξη χαρακτηριστικό της έννοιας του κράτους, του έθνους ή έστω της ομοσπονδίας.
Η νομισματική ιστορία όλων των κρατών συνδέεται με την υποτίμηση της νομισματικής τους βάσης και τις διακυμάνσεις των αποθεμάτων τους σε χρυσό, που ήταν και η αιτία των μεγάλων πολέμων της ιστορίας. Η έννοια του αποθέματος σε χρυσό ή σε συνάλλαγμα, συνδέονταν από την αρχαιότητα με τον πολεμικό θησαυρό, ο οποίος φυλάσσονταν στο ναό της Αθηνάς κάθε πόλης και προορίζονταν για τις πολεμικές της ανάγκες. Σήμερα άραγε ποιο απόθεμα διασφαλίζει την ανεξαρτησία της χώρας μας, όταν είναι γνωστό ότι απέτυχαν οι προσπάθειες του κοινού Ευρωπαϊκού Συντάγματος, της κοινής ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής και άμυνας;
Γράφοντας πριν από μερικά χρόνια ο Ουίλιαμ Πφάφ στο περιοδικό «Φορέϊν Αφέαρς» για την παγκοσμιοποίηση του 1900, τόνιζε ότι, η κυρίαρχη φιλοσοφία που επικρατούσε την εποχή εκείνη, ήθελε τα οικονομικά συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων αλληλένδετα. Πολλοί θεωρούσαν τότε αδιανόητους τους πολέμους μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων, επειδή η ύπαρξη Αυτοκρατοριών και η σύνδεση των κυκλοφορούντων χαρτονομισμάτων, με την αντίστοιχη διατήρηση αποθεμάτων χρυσού, είχαν κάνει την διεθνή οικονομία πιο «παγκοσμιοποιημένη», απ’ όσο είναι σήμερα. Οι δύο όμως παγκόσμιοι πόλεμοι, διέψευσαν όσους εκτιμούσαν ότι η οικονομική αυτή πολιτική απομάκρυνε τις οικονομικές κρίσεις και τον πόλεμο.
Η ανάλυση της αιτιότητας των πολέμων συνδέεται στενά με τις οικονομικές κρίσεις. Από την εποχή του Πλάτωνα, οι οικονομικοί παράγοντες, συνιστούσαν την πρωταρχική τους αιτία. Διάσημοι κοινωνιολόγοι, όπως ο Gaston Bouthoul, καθηγητής της Σχολής Ανώτατων Κοινωνικών Σπουδών και Αντιπρόεδρος του Διεθνούς Ινστιτούτου Κοινωνιολογίας της Γαλλίας (Πραγματεία περί πολεμολογίας-Κοινωνιολογία των πολέμων), υποστηρίζουν ότι, η χρυσοφιλία ή μπουλλιονισμός (από την αγγλική λέξη bullion, που σημαίνει ράβδος χρυσού), η κερδοσκοπία, η επιδίωξη της αυτάρκειας και οι οικονομικές στρατηγικές ελέγχου του συναλλάγματος, συνιστούν τις τέσσερις θεμελιωμένες οικονομικές αιτίες, που οδηγούν στην προπαρασκευή των πολέμων. Οι Μπουλλιονιστές επέβαλαν φραγμούς στην εξαγωγή χρυσού από τη χώρα τους, για να μη μειωθούν τα πολεμικά τους αποθέματα. Τις παραμονές μάλιστα του Β΄ΠΠ στη Γερμανία υποχρεώνονταν όσοι εξέρχονταν από τη χώρα να καταθέτουν μέχρι και τις βέρες των αρραβώνων τους, ενώ στην Ιταλία αντικαταστάθηκαν από άλλο μέταλλο.
Στη διεθνή πολιτική σκηνή, οι κανόνες επιβάλλονταν πάντοτε από τους νικητές και αυτούς που κυριαρχούσαν στον κόσμο, ανάλογα με τα συμφέροντά τους.
Μετά την ήττα του Ναπολέοντα το 1815 στο Βατερλό, μια περιοχή 15 χλμ έξω από τις Βρυξέλλες, υπογράφτηκε η συνθήκη των Παρισίων (5 Νοεμβρίου 1815) μεταξύ της Γαλλίας του Ναπολέοντα και των τεσσάρων Συμμαχικών Μεγάλων Δυνάμεων (Αυστρίας, Ρωσίας, Αγγλίας και Πρωσίας). Με τη συνθήκη αυτή, η οποία σηματοδοτεί το τέλος ενός «Ευρωπαϊκού πολέμου», άρχιζε μια νέα περίοδος στην Ευρώπη. Μετά την ήττα και καταστροφή των δυνάμεων του διαφωτισμού, αναδείχθηκε η Αγγλία σε θαλασσοκράτειρα, διαδεχθείσα τη Γαλλία που κυριαρχούσε από το 1797, η οποία νωρίτερα, μετά τη συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο το 1571 είχε διαδεχθεί τη Βενετία. Κυρίαρχη λοιπόν στη θάλασσα η Αγγλία από το 1816, όπως είναι σήμερα οι ΗΠΑ, επέβαλε τους δικούς της όρους στις εμπορικές συναλλαγές και τις πολιτικές ελέγχου συναλλάγματος.
Με υπόμνημα της (Κάστερλιγκ), προς τ’ Ανακτοβούλια των άλλων δυνάμεων, όπως έκαναν και το 1941 οι ΗΠΑ με το χάρτη του Ατλαντικού, που πρόβλεπε την «ανυστεροβουλία των Συμμάχων μετά τον πόλεμο», υποχρεώθηκαν τα κράτη της γηραιάς ηπείρου να διατηρήσουν το «Status Quo». Εκείνο όμως, που συνετέλεσε στην επέκταση της κυριαρχίας της Αγγλίας στις θάλασσες και στο παγκόσμιο εμπόριο, ήταν η επιβολή του κανόνα χρυσού και η σύνδεση της αξίας των κυκλοφορούντων χαρτονομισμάτων όλων των χωρών με τη Αγγλική χρυσή λίρα. Από το εμπορικό ισοζύγιο αποκαλύπτονταν η φθορά των νομισμάτων και η κατάσταση των οικονομιών όλων των χωρών, διότι ήταν αναγκασμένα τα κράτη να συμμορφώνονται με τις ελεύθερες κοστολογήσεις των διεθνών αγορών. Ο χρυσός, όπως λέει και ένας Άγγλος οικονομολόγος είχε γίνει ο αστυφύλακας των κυβερνήσεων.
Οι νομισματικοί όμως χειρισμοί άρχισαν σταδιακά να γίνονται πιο περίπλοκοι. Πολλά κράτη επέβαλαν τον έλεγχο του συναλλάγματος με σκοπό να διατηρήσουν το ισοζύγιο των εμπορικών τους συναλλαγών και με διάφορες μεθοδεύσεις παρεμπόδιζαν την εισαγωγή ξένων προϊόντων, με σκοπό να διατηρήσουν ή ν’ αυξήσουν τις εξαγωγές τους και τ’ αποθέματά τους σε χρυσό. Η χρυσοφιλία βέβαια ή μπουλιονισμός (από την Αγγλική λέξη μπούλλιον, που σημαίνει ράβδος χρυσού), εξελίχθηκε σταδιακά σε κερδοσκοπία, διότι το δόγμα αυτό, το οποίο απέβλεπε αρχικά στη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου των διαφόρων κρατών, άρχισε να κυριαρχεί στην οικονομική τους πολιτική και να ταυτίζεται με διάφορες θεωρίες περί της αυτάρκειας. Η αυτάρκεια όμως και τα αποθέματα, έχουν ως κύριο αντικειμενικό σκοπό, την αντιμετώπιση των κρίσεων και των αναγκών του πολέμου. Η διευθυνόμενη συνεπώς οικονομία και η χειραγώγηση των νομισμάτων αποτελεί συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα, διότι συνδέεται με την προπαρασκευή των επιθετικών πολέμων.
Μεταξύ των ετών 1925 και 1931, ο χρυσός κυκλοφορούσε ελεύθερα, αλλά μόνο σε ράβδους, απαγορευμένης της ελεύθερης νομισματοκοπής. Τα τραπεζογραμμάτια στην περίπτωση αυτή σε χρυσό, αποτελούσαν νόμιμο χρήμα, χωρίς ν’ ανταλλάσσονται απ’ ευθείας. Από το 1933 και μέχρι τις παραμονές του Β’ ΠΠ, η διεθνής τιμή χρυσού παρέμενε σταθεροποιημένη στην τιμή των 35 δολαρίων την ουγγιά, παρά την προσπάθεια και τις συζητήσεις που γίνονταν από την Αγγλία και τις πλουτοπαραγωγικές χώρες, για αύξηση της τιμής του στα 45 δολάρια. Το αρνητικό αποτέλεσμα οφείλονταν κυρίως στην απόλυτη αντίθεση των ΗΠΑ σε κάθε αύξηση της τιμής του, διότι δεν είχαν να ωφεληθούν από μια τέτοια μεταβολή της ισοτιμίας. Η αύξηση δε, θα δημιουργούσε και ευμενέστερες προϋποθέσεις στην αγοραστική ικανότητα της Ρωσίας, από τη διαρκώς αυξανόμενη Ρωσική παραγωγή χρυσού. Η συσσώρευση επίσης μεγάλων αποθεμάτων χρυσού στις ΗΠΑ, που οφείλονταν σε πολιτικο –οικονομικά αίτια, δημιούργησε πρόβλημα στην κίνηση των διεθνών τους συναλλαγών. Έτσι κρίθηκε ότι ο χρυσός υπό τη σύγχρονη του μορφή στη διευθυνόμενη οικονομία δεν ήταν απαραίτητος.
Η υιοθέτηση της αυτάρκειας και του ελέγχου συναλλάγματος, από την περίοδο ακόμη των αποικιακών πολέμων, τέλη του 18ου αιώνα, ανησύχησε τα κράτη που στερούνταν πρώτων υλών. Γι’ αυτό ακολούθησαν μια νέα οικονομική στρατηγική, η οποία, κατά τους Λίστ, Κρόμβελ και Κολμπέρ, με τα συναλλαγματικά αποθέματα θα μπορούσαν να καταστούν αυτάρκη, αυξάνοντας τις εισαγωγές τους σε περίοδο πολέμου. Ως πόλεμοι αυτάρκειας χαρακτηρίζονται οι δύο Παγκόσμιοι πόλεμοι και όχι ληστρικοί, όπως οι παλαιότεροι, επειδή έγιναν από τα πλούσια κράτη, τα οποία είχαν ως βασική τους επιδίωξη την εξασφάλιση των ενεργειακών τους πρώτων υλών και κυρίως του πετρελαίου, μετά τη μαζική εισαγωγή στη ζωή του ανθρώπου των μηχανών εσωτερικής καύσης.
Ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος βέβαια δημιούργησε περισσότερα οικονομικά προβλήματα από αυτά που έλυσε, διότι με τη λήξη του δεν θεσπίστηκαν οικονομικοί κανόνες αντιμετώπισης των κρίσεων. Με τη συνθήκη των Βερσαλλιών επιβλήθηκαν μόνο κυρώσεις στη Γερμανία, που την οδήγησαν σε ασφυξία. Γι’ αυτό σε σύντομο χρονικό διάστημα ακολούθησε ένας δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος, ο οποίος ήταν αποτέλεσμα του έντονου οικονομικού ανταγωνισμού, που ακολούθησε τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Η οικονομική κρίση του 1929, έφερε τις οικονομίες σε πάλι σε αδιέξοδο. Η ανεργία και η οικονομική ύφεση που ακολούθησαν την οικονομική κρίση του 1929 ανέδειξε σχεδόν ταυτόχρονα στο τιμόνι των δύο κυριότερων οικονομικών δυνάμεων της εποχής, που ήταν οι ΗΠΑ και η Γερμανία, ισχυρές προσωπικότητες, οι οποίες έφεραν μια νέα εποχή στο πολιτικο-κοινωνικό οικονομικό σύστημα των χωρών τους. Η περιφανής νίκη των Δημοκρατικών το 1932 στις ΗΠΑ έφερε το Ρούσβελτ στην εξουσία και των εθνικοσοσιαλιστών το Χίτλερ το 1933 στη Γερμανία. Στην Ασία επίσης, η Ιαπωνία αποτελούσε για τις ΗΠΑ, τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομική απειλή, μετά τη Γερμανία.
Από τα πρώτα μέτρα, που εφάρμοσε ο νέος Αμερικανός πρόεδρος με το «Νιού Ντήλ» (Νέο Συμβόλαιο), για την ανόρθωση της Αμερικανικής οικονομίας ήταν η αναστολή εξόφλησης όλων των χρεών και η εγκατάλειψη από το δολάριο της χρυσής βάσης. Το χαρτονόμισμα έγινε αυτόματα μετατρέψιμο και η έκδοση του αποδεσμεύθηκε από τον κανόνα του χρυσού, για να χρηματοδοτηθούν έργα και να δοθούν επιδοτήσεις. Αναχαιτίσθηκε με τον τρόπο αυτό η ζήτηση του χρυσού, ο οποίος ανατιμήθηκε και το δολάριο έχασε το 45% της αξίας του. Την ίδια όμως περίοδο και στη Γερμανία κυκλοφορούσαν 33 είδη μάρκων, λόγω των συνεχών υποτιμήσεων.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, αφού οι ΗΠΑ αναδείχθηκαν σε νέα κοσμοκράτειρα δύναμη, επέβαλαν με μια σειρά διεθνών οργανισμών, όπως ο ΟΗΕ, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο κλπ, τους δικούς τους όρους στη νέα τάξη.
Στη Χρηματο-οικονομική διάσκεψη του Bretton Woods, στο Νιου Χάμσαϊρ των ΗΠΑ, που έγινε από την 1η έως τις 22 Ιουλίου του 1944 με τη συμμετοχή 44 συμμαχικών δυνάμεων, οι οποίες είχαν βγει νικήτριες από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, θεσπίστηκε το σύστημα σταθερών ισοτιμιών των νομισμάτων τους. Στη διάσκεψη αυτή αποφασίστηκε η δημιουργία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), της Παγκόσμιας Τράπεζας, της GATT (Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου), που υπογράφτηκε το 1947 και αντικαταστάθηκε το 1996 από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και η υιοθέτηση του συστήματος σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, κάθε χώρα αναλάμβανε την υποχρέωση να διατηρεί τη νομισματική της ισοτιμία σταθερή σε σχέση με την τιμή του χρυσού, με μέγιστη απόκλιση 1%. Το σύστημα όμως αυτό, διέφερε από τον κλασσικό κανόνα του χρυσού, που ίσχυε από το 1816, ο οποίος καθόριζε, οι ισοτιμίες των νομισμάτων να είναι σταθερές σε σχέση με το χρυσό και μετατρέψιμες απ’ ευθείας στο πολύτιμο μέταλλο. Με τον κανόνα του Bretton Woods η μετατρεψιμότητα σε χρυσό γίνονταν πλέον μέσω του Αμερικανικού δολαρίου, στην τιμή τότε των 35 δολαρίων ανά ουγγιά. Έτσι, το Αμερικανικό νόμισμα έγινε παρεμβατικό και αποθεματικό. Όλες οι συμμετέχουσες χώρες υποχρεώθηκαν έκτοτε να καθορίζουν τις ισοτιμίες των νομισμάτων τους με ανάλογο αντίκρυσμα τα συναλλαγματικά τους αποθέματα και τ’ αποθέματά τους σε χρυσό, υπολογίζοντας την ισοτιμία των αποθεμάτων τους αυτών σε δολάρια. Η ισοτιμία των εθνικών νομισμάτων έναντι του δολαρίου έπρεπε να είναι σταθερή, με απόκλιση μόνο 1% από την κεντρικά ορισμένη ισοτιμία του. Για να επέλθει μάλιστα η ισορροπία υποχρεώθηκαν όλες οι χώρες ν’ αγοράσουν ή να πουλήσουν την απαραίτητη ποσότητα χρυσού ή συναλλάγματος, ώστε η ισοτιμία του εθνικού τους νομίσματος να βρίσκεται μέσα στα στενά όρια του 1%.
Εάν υπήρχε συναλλαγματική ανάγκη, δόθηκε η δυνατότητα στις χώρες μέλη να υποτιμούν το εθνικό τους νόμισμα κατά 10% χωρίς άδεια του ΔΝΤ, αλλά με την επίβλεψη του. Για υποτίμηση μεγαλύτερη του 10% έπρεπε να υπάρχει η έγκρισή του.
Έτσι, από το 1944 το Αμερικανικό νόμισμα αποτελεί τη χρηματιστηριακή βάση αποτίμησης όλων των συναλλαγών στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ο παράγοντας αυτός, προσφέρει τη δυνατότητα στις ΗΠΑ να χειραγωγούν έκτοτε μέσω του ΔΝΤ τις οικονομίες των χωρών που συμμετέχουν, εκ του ελέγχου των αποθεμάτων τους σε ξένο συνάλλαγμα και από το εμπορικό τους ισοζύγιο.
Το νέο σύστημα κατά τη δεκαετία του 50 έφερε θετικά αποτελέσματα στην παγκόσμια οικονομία, λόγω της μεγάλης ανάπτυξης του διεθνούς εμπορίου και των επενδύσεων, λόγω της περιόδου ανασυγκρότησης. Γρήγορα όμως, ο έντονος ανταγωνισμός και οι υψηλές τιμές των Αμερικανικών προϊόντων, λόγω κόστους, είχαν αρνητικές επιπτώσεις στο εμπορικό ισοζύγιο και την οικονομία των ΗΠΑ. Μεγάλες ποσότητες συναλλαγματικών αποθεμάτων και χρυσού, εξ αιτίας των αυξημένων εισαγωγών, έφευγαν στο εξωτερικό, δημιουργώντας αμφιβολίες στις διεθνείς χρηματαγορές για τη δυνατότητα των ΗΠΑ ν’ αναπληρώσουν την απώλεια των αποθεμάτων τους. Η αδυναμία επίσης, της αυτόματης αναλογικά μείωσης των τιμών αγαθών και υπηρεσιών από την Αμερικανική Κυβέρνηση, για να γίνονται ελκυστικά τ’ Αμερικανικά προϊόντα στο εξωτερικό, είχε αρνητικές επιπτώσεις στο εμπορικό τους ισοζύγιο και την οικονομία τους. Το ίδιο όμως πρόβλημα είχε παρουσιαστεί και τον 19ο αιώνα στην Αγγλία, όταν επιβλήθηκε για πρώτη φορά ο κανόνας του χρυσού. Οι Μερκαντιλιστές χαρακτήριζαν τότε το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου, ως τη μεγαλύτερη τραγωδία για μια χώρα και ο Σκοτσέζος φιλόσοφος, ιστορικός και οικονομολόγος David Hume με τον Άγγλο φιλόσοφο John Locke διατύπωσαν την άποψη ότι οι τιμές πρέπει να είναι ανάλογες των συναλλαγματικών αποθεμάτων μιας χώρας.
Μετά τη Γερμανική κατοχή στη χώρα μας θεσπίστηκε με το Νόμο 18 της 10ης Νοεμβρίου 1944 ως εθνικό νόμισμα η νέα δραχμή, υποδιαιρούμενη σε 100 λεπτά και η σχέση της με τη χρυσή λίρα Αγγλίας ορίστηκε σε 600 δραχμές. Με τον ίδιο επίσης νόμο αντικαταστάθηκαν τα παλιά πληθωρικά τραπεζογραμμάτια των παλιών δραχμών στην ισοτιμία μιας νέας δραχμής προς 50.000.000.000 πληθωρικών παλιών.
Με τον Α.Ν 362/45 της 4-6-45 θεσπίστηκε να ορίζεται η ισοτιμία της δραχμής προς την Αγγλική λίρα και το δολάριο των ΗΠΑ, από την Τράπεζα της Ελλάδος και να δημοσιεύεται με ειδικό δελτίο στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και τον ημερήσιο τύπο. Από την ημερομηνία αυτή μέχρι τις 25-1-46 η τιμή της χάρτινης Αγγλικής λίρας είχε διαμορφωθεί σε 2.000 δρχ και του δολαρίου ΗΠΑ σε 500 δρχ.
Με τον Α.Ν 879/1946 η ισοτιμία της δραχμής προς την Αγγλική λίρα ορίστηκε από 26-1-46 σε 20.000 δρχ και έναντι του δολαρίου σε 5.000 δρχ.
Τρία χρόνια αργότερα, με το ΝΔ 1159/1949, κυρώθηκε η από 21-9-1949 απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με την οποία καθορίστηκε η τιμή αποδεικτικού της λίρας Αγγλίας σε 22.000 δρχ και του δολαρίου σε 10.000 δρχ. Από 1ης Ιουνίου 1951 η δραχμή υποτιμήθηκε πάλι και ορίστηκε η ισοτιμία της σε 42.000 δρχ κατά Αγγλική λίρα και 15.000δρχ κατά δολάριο.
Το 1953 το εθνικό μας νόμισμα υπέστη ακόμη μια γενναία υποτίμηση της τάξεως του 50%. Η ισοτιμία του ορίστηκε από 10 Απριλίου 1953 σε 30.000δρχ έναντι του δολαρίου και 84.600 δρχ έναντι της Αγγλικής λίρας.
Η ανελαστικότητα όμως των τιμών και ο αυξημένος ανταγωνισμός τη δεκαετία του 1960 προκάλεσαν διαδοχικές υποτιμήσεις και ανατιμήσεις σε όλα τα ισχυρά νομίσματα, που επέτειναν το πρόβλημα και διατάραξαν τη νομισματική ισορροπία. Η κατάσταση αυτή, λόγω του κλιμακούμενου ελλειμματικού εμπορικού ισοζυγίου των ΗΠΑ, ανάγκασε το 1971 τον Αμερικανό πρόεδρο Ρίτσαρντ Νίξον στην απόφαση να εγκαταλείψουν οι ΗΠΑ τη μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό και το σύστημα των συναλλαγματικών ισοτιμιών του Bretton Woods. Αυτός όμως είχε το πεπόνι, αυτός και το μαχαίρι.
Ο κανόνας που επιβλήθηκε από τη νομισματική διάσκεψη του Bretton Woods, έφερε και τις οικονομίες των άλλων Δυνάμεων σε μειονεκτική θέση λόγω αδυναμίας χειραγώγησης των εθνικών τους νομισμάτων. Γι’ αυτό, οι πιο ισχυρές οικονομικά, συγκρότησαν με ομάδες δορυφόρων κρατών διάφορες κλειστές - ενιαίες αγορές, χρησιμοποιώντας μεταξύ τους ένα νόμισμα λογαριασμού, όπως το ECU, για να εξασφαλίσουν την αυτάρκεια τους, να διατηρήσουν τα συναλλαγματικά τους αποθέματα και να επεκτείνουν τις εμπορικές τους συναλλαγές. Έτσι, εκτός από την ενιαία πρώην αποικιακή αγορά της Αγγλικής κοινοπολιτείας, στην οποία η λίρα Αγγλίας είχε προνομιούχο μεταχείριση, συστήθηκε η κοινοπραξία άνθρακα και χάλυβα, προκειμένου οι χώρες που συμμετείχαν, να καταστούν αυτάρκεις στις δύο αυτές σημαντικές πρώτες ύλες. Σταδιακά όμως η κοινοπραξία αυτή εξελίχθηκε σε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), στην οποία εισήλθαν όλες οι χώρες της Ευρώπης, που ανήκαν στο Δυτικο-Ευρωπαϊκό συνασπισμό του ΝΑΤΟ. Αντίστοιχη οικονομική κοινότητα, την ΚΟΜΕΚΟΝ, ίδρυσαν και οι χώρες που ανήκαν στο σύμφωνο της Βαρσοβίας. Οι συνασπισμοί αυτοί λόγω των νομισματικών ανισορροπιών στις αγορές τους έφεραν σε μια μορφή οικονομικής εξάρτησης τις ασθενέστερες οικονομικά χώρες από τις πιο ισχυρές. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις, οι διμερείς συμφωνίες ανταλλαγών σε είδος μεταξύ τους κατέληξαν να είναι πιο επαχθείς ή βαρύτερες και αυτών των παλαιών αποικιακών καθεστώτων. Στις αγορές αυτές οι ισχυρές οικονομικά χώρες πετύχαιναν ευνοϊκούς όρους και προνομιούχες διεξόδους για τα προϊόντα και τα κεφάλαια τους. Με τη συναλλαγή με μονάδες λογαριασμού, όπως γίνονταν παλιότερα με τον μπακάλη της γειτονιάς, τα ισχυρότερα και αυτάρκη έθνη, ασκώντας πίεση στα ασθενέστερα, επέβαλαν σ’ αυτά ζημιογόνες και αποικιακού τύπου εμπορικές ανταλλαγές. Υπερτιμώντας εντός των αγορών αυτών τα προϊόντα τους και υποτιμώντας τα αντίστοιχα του πελάτη τους, κατέληγαν σε μια «ισότιμη», αλλά κερδοσκοπική ανταλλαγή, ενός αυγού έναντι μιας κότας.
Η κατεστραμμένη μετά τον πόλεμο Γερμανία, με την επίσημη δωρεά πλούτου και τη διαγραφή των χρεών της από τους νικητές Αμερικανούς, υποχρεώθηκε ταπεινωτικά με τη μέθοδο του potlatch (κλείσιμο στο πιθάρι), όπως απέδειξε ο Γάλλος κοινωνιολόγος Marcel Mauss, να σύρεται αποικιοκρατικά πίσω από το Αμερικανικό άρμα. Η διαγραφή των χρεών συνοδεύεται πάντοτε από τη λήψη μέτρων αποικιοκρατικού καταναγκασμού και απώλεια εθνικής κυριαρχίας. Ευρεθείσα υπό διεθνή επικυριαρχία και σε μειονεκτική θέση έναντι του δολαρίου, αναγκάστηκε για να επιβιώσει και ν’ αντιμετωπίσει τους οικονομικούς της αντιπάλους, που ήταν κυρίως οι Δυνάμεις, οι οποίες ήλεγχαν τα εδάφη της, ν’ ακολουθήσει το δόγμα της πολιτικής οικονομίας, αντί της οικονομικής στρατηγικής. Ενταχθείσα στην ΕΟΚ και απευθυνόμενη κυρίως στις αγορές των πλούσιων χωρών κατάφερε με την καινοτομία, την ποιότητα, τη συνέπεια και την ταχύτητα εξυπηρέτησης να κατακτήσει τις αγορές τους και ν’ αναδειχθεί σε κυρίαρχη νομισματική δύναμη στην Ευρώπη. Έτσι από το 1970 έγινε πάλι κυρίαρχη οικονομικά και βρέθηκε στην κορυφή των πλούσιων οικονομικά χωρών του κόσμου, μαζί με τους νικητές της Αμερικανούς, Βρετανούς, Γάλλους και Ρώσους, προσφέροντας ενέσεις ανταγωνιστικότητας στην αμερικανική οικονομία. Κατά την περίοδο 1970 - 1996 το γερμανικό μάρκο ανατιμήθηκε έναντι του δολαρίου κατά 166%, κάνοντας τα Γερμανικά προϊόντα σταθερά ακριβότερα στην αμερικανική αγορά. Αυτό όμως δεν επηρέασε το εμπορικό της ισοζύγιο, διότι τα Γερμανικά προϊόντα ήταν ελκυστικότερα λόγω ποιότητας, από τα αντίστοιχα αμερικανικά.
Το 1996 η ισοτιμία του μάρκου έναντι του δολαρίου ήταν στο 0,82, ενώ το 2000, που υιοθετήθηκε το ευρώ, η ισοτιμία του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος έναντι του Αμερικανικού εθνικού νομίσματος ανήλθε μόλις στο 0,85. Το νέο νόμισμα για τη Γερμανία αποτέλεσε εφαλτήριο για την εκτίναξη της οικονομίας της, διότι φρέναρε την ανατίμηση των προϊόντων της και τα έκανε ακόμη πιο ελκυστικά.
Η Γερμανία, η οποία κυριαρχεί οικονομικά στην Ε.Ε, αλλά στερείται πρώτων υλών συνεχίζει και με το Ευρώ την οικονομική στρατηγική, που εφάρμοζε με το νόμισμα λογαριασμού ECU και το εθνικό της νόμισμα, για να εισάγει τις πρώτες ύλες σε συμφέρουσες τιμές και να εξάγει τα βιομηχανικά της προϊόντα σε ανταγωνιστικές τιμές. Σε αντίθεση με τη Γερμανία η Ελλάδα και οι άλλες χώρες του νότου, έχοντας στερηθεί τη δυνατότητα άσκησης οικονομικής στρατηγικής, βλέπουν το Ευρώ σήμερα ως ξένο και αποικιοκρατικά κατοχικό. Η υιοθέτησή του ενιαίου νομίσματος δεν συνοδεύτηκε από πολιτική και οικονομική ενοποίηση της Ευρώπης, με αποτέλεσμα να μειωθεί ακόμη περισσότερο η ανταγωνιστικότητα των οικονομιών τους, ν’ αυξηθούν τα ελλείμματά τους και να προσφύγουν στο δανεισμό, ο οποίος έπνιξε τις οικονομίες τους.
Κατά την εικοσαετία από το 1981 – 2001, που ήταν μια περίοδος αναπροσαρμογής της Ελληνικής οικονομίας στις απαιτήσεις της νέας εποχής (ποιότητα και ταχύτητα εξυπηρέτησης), σύμφωνα με στοιχεία της κεντρικής τράπεζας του St. Louis των ΗΠΑ η δραχμή υποτιμήθηκε έναντι του δολαρίου κατά 88%, φθάνοντας, την παραμονή υιοθέτησης του ευρώ, στην ισοτιμία ένα δολάριο προς 398 ή 400 δραχμές, ενώ σήμερα η αξία της θα ήταν ένα δολάριο προς 69 δραχμές. Τι κοσμογονικό έγινε στο τόπο μας και ανατιμήθηκαν τόσο πολύ τα προϊόντα μας;
Ζώντας από το 2001 σε ένα παραισθησιογόνο ευδαιμονισμό από τα πρώτα χαρτονομίσματα, που ανέμιζε με περηφάνια εκείνη την πρωτοχρονιά ο τότε Έλληνας πρωθυπουργός, δεν μπορούσαμε να μαντέψουμε αυτό που μας περίμενε. Η οικονομία μας έμπαινε σε ένα άνισο ανταγωνισμό κι’ εμείς προσδοκούσαμε μισθούς Βρυξελών. Αντί να στρωθούμε στη δουλειά και ν’ αναδιοργανώσουμε το κράτος και τις οικονομικές μας δομές, για να γίνουμε ανταγωνιστικοί ως χώρα και ως οικονομία, οργανώναμε Ολυμπιακούς Αγώνες. Το Ευρώ όμως, έχοντας ως ατμομηχανή τη Γερμανία, ανέβαινε την ανηφόρα κι εμείς ακολουθούσαμε με πατημένα τα φρένα. Το νέο Ευρωπαϊκό νόμισμα ανατιμήθηκε την περίοδο 2001 - 2008 έναντι του δολαρίου κατά 56,8 % με συνέπεια να μειωθεί απελπιστικά η ανταγωνιστικότητά μας στον τουρισμό και στις εξαγωγές προϊόντων εντός και εκτός της ευρωζώνης. Κανείς δεν έλεγε την αλήθεια στον Ελληνικό λαό. Η αγορά είχε κατακλυστεί από φθηνά ξένα προϊόντα κι εμείς διεκδικούσαμε αυξήσεις. Το χρέος της χώρας έφθανε σε ανεξέλεγκτα ύψη, αλλά λεφτά υπήρχαν, επειδή οι αγορές μας δάνειζαν.
Από την είσοδο της χώρας μας στο Ευρώ το δολάριο (με τιμές 2001 έως Ιούλιο 2012), υποτιμήθηκε κατά 35%-41%, φθάνοντας το Μάϊο του 2008 στο πιο χαμηλό του επίπεδο 41%. Η Αμερική του Μπούς τότε, όπως δήλωνε ένας από τους μεγαλύτερους Αμερικανούς κεντρικούς τραπεζίτες ο Βόλκερ, πρώην πρόεδρος της FED, έγλειφε με κρυφή ικανοποίηση τις πληγές του δολαρίου και η Ευρώπη, έγραφαν οι εφημερίδες (Καθημερινή 4-5-2008), ψήνονταν στον πυρετό. Το κράχ του δολαρίου προειδοποιούσαν οι αναλυτές θα συνεχιστεί… τονίζοντας με έμφαση ότι «Είμαστε σε κρίση δολαρίου». Κερδισμένοι ανέφεραν θα ήταν οι κερδοσκόποι και χαμένες οι οικονομίες του ισχυρού Ευρώ και της Ελλάδος. Ήταν τότε, που ο Κώστας Καραμανλής μιλούσε για μέτρα, πάγωμα μισθών και συντάξεων, ενώ ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης φώναζε ότι «λεφτά υπάρχουν».
Η υποτίμηση του Μαϊου, που είχε ως αποτέλεσμα και την κατάρρευση δύο Αμερικανικών τραπεζών, διατάραξε την παγκόσμια οικονομική ισορροπία και έπληξε ακόμη περισσότερο τις αδύναμες χώρες του Ευρώ. Ανάμεσα σ’ αυτές συγκαταλέγονται η Ελλάδα και η Κύπρος, οι οποίες εγκλωβισμένες στο ενιαίο νόμισμα και υπερχρεωμένες, δεν είχαν τη δυνατότητα άσκησης «οικονομικής στρατηγικής» για να βελτιώσουν το εμπορικό τους ισοζύγιο.
Η Γερμανία και η Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα, που ελέγχεται από τη Μέρκελ και τον Σόϊμπλε, αντιμετωπίζοντας το ευρώ ως εθνικό τους νόμισμα και όχι ως ευρωπαϊκό, αντί ν’ αντιδράσουν άμεσα συνέχισαν την Γερμανική αποικιοκρατική συμπεριφορά τους έναντι του δολαρίου, κρατώντας το ευρώ σε υψηλά επίπεδα, για να στηρίξουν και την Αμερικανική οικονομία. Το υψηλό όμως Ευρώ προσφέρει και οφέλη στη Γερμανική οικονομία, αφού ο όγκος των εξαγωγών της κατευθύνεται στην αγορά της Ευρωπαϊκής ένωσης. Για να καλύψουν αντίθετα το έλλειμμα του εμπορικού τους ισοζυγίου προς την Αμερικανική αγορά, Μέρκελ και Σόϊμπλε εφαρμόζουν τη μέθοδο «ντάμπιγκ» και επιδοτούν τις εξαγωγές τους, οι οποίες λόγω και των φθηνών καυσίμων από την ανατίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου, γίνονται με ισοτιμία του ευρώ έναντι του δολαρίου σε 1/1. Έτσι, σε συνεργασία υποτέλειας με τις ΗΠΑ, χωρίς να μειώνουν σημαντικά την ανταγωνιστικότητα των αμερικανικών προϊόντων, καταφέρνουν να ισοσκελίζουν το εμπορικό τους ισοζύγιο.
Ισχυρές βέβαια οικονομίες με ανεπτυγμένη τεχνολογία, όπως η Δανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, αν και είναι μέλη της Ευρωπαϊκής ένωσης, δεν υιοθέτησαν το ενιαίο νόμισμα. Στην απόφαση αυτή οδηγήθηκαν εκτός από πατριωτική ηθική ή αυτογνωσία και από την εκτίμηση ότι, μετά τη Γερμανική ενοποίηση, το ενιαίο νόμισμα θα καθιστούσε τη Γερμανία πρωταγωνιστή στην Ευρώπη και τις οικονομίες τους μη ανταγωνιστικές. Η Αγγλία, παραδοσιακά αντίθετη επί τρεις και πλέον αιώνες στην ενοποίηση της ηπειρωτικής Ευρώπης υπό την ηγεσία της Γερμανίας και η Δανία διατηρώντας τις ιστορικές της μνήμες εξέφρασαν από την αρχή τις επιφυλάξεις τους για την εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε Γερμανική Ευρώπη. Τη θέση αυτή εξέφρασαν κατά το παρελθόν με δηλώσεις τους τόσο η Μάργκαρετ Θάτσερ, όσο όμως και ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας ο Φρανσουά Μιττεράν. Μόλις ένα έθνος κυριαρχήσει στην Ευρώπη, είχε πει και ο Ρούσβελτ, μιλώντας το 1938 στην επιτροπή Στρατιωτικών Υποθέσεων θα ήταν σε θέση να στραφεί προς το παγκόσμιο πεδίο.
Οι εξελίξεις φαίνεται να επιβεβαιώνουν τους Ευρω-σκεπτικιστές Δανούς και Άγγλους. Η θεωρία του ζωτικού χώρου, με την οποία υπόσχονταν ο Χίτλερ στις φτωχές κοινωνικές τάξεις της Γερμανίας ότι θα γίνονταν ένα είδος αριστοκρατίας ή ιθύνουσας τάξης της Ευρώπης και όλου του κόσμου, συνέχισε ν’ αποτελεί για τους Γερμανούς μακροπρόθεσμο οικονομικό στόχο. Η νομισματική όμως ένωση, ισχυρίζονται πολλοί, προκάλεσε και ένα ταξικό πόλεμο μέσα στην Ευρώπη, διότι διέλυσε κρατικούς κανόνες, συλλογικές συμβάσεις και κρατικές ρυθμίσεις. Η δημιουργία της Ευρωζώνης, σημειώνει ο Πόλ Κρούγκμαν, δεν αποσκοπούσε να καταστήσει την Ευρώπη πιο ισχυρή, αλλά για να επιβάλλει τη δημοσιονομική πειθαρχία στους πολιτικούς.
Όταν τα πράγματα παίρνουν κακή τροπή, τότε η αξία των πολυτίμων μετάλλων αυξάνει σημαντικά, όπως το βιώνουμε και στις μέρες μας. Από το 1985 μέχρι σήμερα ο δείκτης του δολαρίου έναντι των βασικότερων ανταγωνιστικών του νομισμάτων έχει υποτιμηθεί κατά 52%. Όταν συνεπώς οι ΗΠΑ προωθούν τη χρηματιστηριακή υποτίμηση του δολαρίου μειώνοντας την αξία του έναντι του ευρώ, της στερλίνας, του γιέν και των άλλων μη συνδεδεμένων με το δολάριο νομισμάτων το κάνουν κυρίως για ν’ αυξάνουν την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων τους έναντι των ανταγωνιστών τους, να ισορροπούν το εμπορικό τους ισοζύγιο και ν’ αναπληρώνουν τα ελλείμματα της οικονομίας τους. Έτσι, καθώς οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες στον κόσμο ΗΠΑ και Κίνα, η οποία έχει συνδέσει την ισοτιμία του «γουάν» με το δολάριο, συνεχίζουν το νομισματικό τους πόλεμο, κάνοντας σταθερές και πολυετείς εκπτώσεις στα προϊόντα τους υποτιμώντας τα εθνικά τους νομίσματα, οι χώρες της Ευρωζώνης και κυρίως του νότου ψήνονται στον πυρετό εγκλωβισμένες στο ευρω-μάρκο, χωρίς καμιά αισιόδοξη προοπτική.
Κανένα όμως πρόβλημα δεν λύνεται, εάν προηγουμένως δεν εντοπιστούν και δεν αναλυθούν οι παράγοντες που το συνθέτουν και το επηρεάζουν. Δεν υπάρχουν μόνιμες συμμαχίες, έλεγε ο Ντισραέλι, αλλά μόνιμα συμφέροντα. Οι συνθήκες της κάθε εποχής, οι μάζες και οι ηγέτες είναι οι παράγοντες, που διαμορφώνουν την ιστορία κάθε έθνους. Ο πρώτος είναι άψυχος, ο δεύτερος ασυνείδητος και ο τρίτος συνειδητός. Ο ηγέτης είναι ο μόνος συνειδητός παράγων της ιστορίας, τον οποίο δυστυχώς, επιλέγει η ασυνείδητη μάζα, που αρέσκεται στο λαϊκισμό. Είναι καιρός συνεπώς να προβληματιστούν σοβαρά, αυτοί που κυβερνούν αυτό τον τόπο και να τολμήσουν, εάν θέλουν να νικήσουν για να λύσουν το πρόβλημα και να διασφαλίσουν την ιστορική συνέχεια του ελληνισμού για να μην είναι οι μοιραίοι ηγέτες στην ιστορία του, προτού να είναι ακόμη αργά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου