Τρίτη 26 Μαρτίου 2013

ΕΥΡΩΠΑΪΚΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
                                                                          Υπό Νικολάου Σκαρλάτου
Κυρίες και Κύριοι
Σύμφωνα με ένα αξίωμα των στωικών, ο άνθρωπος αξίζει τόσο, όσο αυτά για τα οποία φροντίζει. Το ίδιο όμως ισχύει και για τους λαούς.  Αν δεν ξεφύγεις από τα πάθη σου, για ν’ αποδείξεις στον εαυτό σου ότι μπορείς ν’ αρνηθείς αυτό που σε θέλγει ή αυτό που σου έγινε συνήθεια, δεν είναι δυνατόν να μετατρέψεις το Γολγοθά σου σε όπλο.
Συμπληρώθηκαν 192 χρόνια από την ημέρα εκείνη του 1821, που η έννοια της συλλογικότητας ξύπνησε το αρχαίο πάθος για αδιάβλητη φήμη και εύκλεια, στους αγωνιστές της Εθνικής μας Παλιγγενεσίας,  οι οποίοι, για λογαριασμό όλων, αντιμετώπισαν το θάνατο, για να μας προσφέρουν το θείο δώρο της ελευθερίας. Τιμούμε σήμερα τους αγωνιστές του 21, για τους οποίους η πατρίδα ήταν πηγή μιας υπόσχεσης για αναγνώριση και μια αφετηρία για να φθάσουν στην αυτοθυσία.  Εκείνους στων οποίων τα πρόσωπα, μετά από 92 χρόνια οι Μακεδονομάχοι και οι τσολιάδες των Βαλκανικών πολέμων, έβλεπαν τον εαυτό τους, όπως θα ήθελαν να είναι, γι’ αυτό και πέτυχαν να επαναλάβουν τα ηρωικά τους κατορθώματα και να ενσωματώσουν στον κορμό του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους την Ήπειρο, τη Μακεδονία και τη μαρτυρική μας πόλη. 
Τον Ιούνιο, σε μια άσχημη ιστορική συγκυρία, θα  γιορτάσουμε την εκατοστή επέτειο απελευθέρωσης της πόλης μας από τον τουρκικό ζυγό, που είχε διάρκεια 529 χρόνων, αλλά και την εννεάμηνη Βουλγαρική κατοχή του 1912-13, που πλήρωσαν με τη ζωή τους ο Μητροπολίτης Κωνσταντίνος, μαζί με εκατό και πλέον Σιδηροκαστρινούς. Η Ελευθερία είναι ένα θείο δώρο, έλεγε ο Κολοκοτρώνης, αλλά  χρειάζονται αγώνες και θυσίες για να το αποκτήσεις και να το διατηρήσεις. Η πόλη, η κοινότητα, η πατρίδα υπάρχουν για να χαρίζουν στα άτομα τους τίτλους τιμής. Τα άτομα όμως, αν θέλουν να τους αποκτήσουν, πρέπει να δημιουργήσουν γύρω τους μια εστία, μια πατρίδα, όπου θα λάβει χώρα η απονομή και να την υπερασπιστούν με τη ζωή τους.
Από το 1838 καθιερώθηκε για πρώτη φορά, με διάταγμα του Βασιλιά  Όθωνα, να γιορτάζεται πανεθνικά την 25η Μαρτίου  η επέτειος της Ελληνικής Εθνεγερσίας με εκδηλώσεις και παρελάσεις. Η επιλογή όμως της ημέρας αυτής δεν ήταν τυχαία. Ο Ελληνισμός ήθελε να συνδέσει την εθνική του παλιγγενεσία με την θρησκευτική και ψυχική του ανάταση. Η Παναγιά, η οποία γιορτάζει την ημέρα αυτή το χαρμόσυνο μήνυμα του Ευαγγελισμού της, ήταν για τον Ελληνισμό του Βυζαντίου η Υπέρμαχος Στρατηγός, που δοξολογούσαν μετά από κάθε νίκη, και η μεσίτρα του Ουρανού, προς την οποία κατέφευγαν με ιδιαίτερο σεβασμό και αγάπη σε κάθε δύσκολη τους στιγμή. Από την άλωση της πόλης και καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, ήταν το πρότυπο της υπομονής και της εγκαρτέρησης, γι’ αυτό και η ελπίδα συνδέθηκε μαζί της. Η λαϊκή μούσα την παρηγορεί και η ελπίδα γίνεται πίστη ότι «πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα ’ναι». Η πίστη αυτή απαλύνει τον πόνο και δίνει δύναμη στον Ελληνισμό όλα τα χρόνια της σκλαβιάς, γιατί τον συνδέει με την Ανάσταση και την Ορθοδοξία.
Για να κατανοήσουμε τα ιστορικά γεγονότα, μας λέει ο Πλούταρχος, πρέπει πρώτα ν’ αναλύσουμε τους πρωταγωνιστές τους. Η απλή αφήγησή των γεγονότων δεν είναι ιστορία, αλλά χρονικό. Γι’ αυτό και η γοητεία της ιστορίας βρίσκεται στην εξερεύνηση των διαφορετικών ερμηνειών της. Η σημερινή μου ομιλία δεν θα έχει τα χαρακτηριστικά ενός πανηγυρικού. Οι πανηγυρικοί λόγοι μπορεί να μας ενθουσιάζουν και να μας γεμίζουν περηφάνια, αλλά μας δημιουργούν και παραισθήσεις, που μας αποπροσανατολίζουν. «Το πώς φτιάχνεται η πατρίδα είναι το ζήτημα, έλεγε ο Μακρυγιάννης και όχι το πως γεννιέται».
Η σχέση ανάμεσα στη θέληση που πραγματώνεται σε αυτοθυσία λειτουργεί πολλές φορές αντίστροφα. Σε πολλούς αγωνιστές το δάφνινο στεφάνι έγινε ένα φτωχό ξεγέλασμα των επιδιώξεων τους. Όταν το κέρδισαν ψαλίδισαν οι ίδιοι το κύρος της επιτυχίας τους. Οι διαμάχες, τους έφθειραν από πολύ νωρίς. Κάνοντας συνεπώς αναφορά σε πρόσωπα ενδέχεται ν’ αδικήσω πολλούς. Από τις διαφορετικές ερμηνείες αυτής της εξέγερσης όμως, είναι δυνατό να εντοπίσουμε και τα αίτια της σημερινής μας κακοδαιμονίας. Ένα πάντως είναι βέβαιο. Αυτοκαταργηθήκαμε ως ελληνισμός και χάσαμε το αυτοκρατορικό μας μεγαλείο, όταν πάψαμε να παράγουμε πολιτισμό και όταν επικράτησε μέσα μας το δίλλημα, αν ήταν προτιμότερη η τιάρα του πάπα από το τούρκικο σαρίκι.
Μετά την άλωση της πόλης από τους Τούρκους, ο Σουλτάνος Μεχμέτ ο Β΄, είδε τον εαυτό του ως το νόμιμο διάδοχο των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων.  Ήταν ένας πόθος και μια τιμή που ήθελε να προσφέρει στον εαυτό του, η οποία του αναγνωρίσθηκε και από τον Πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο. Η οικειοποίηση της ημισελήνου με το αστέρι από τον Πορθητή, που ήταν το σύμβολο της πόλης του Βύζαντα, όπως συναντάται σε αρχαία νομίσματα, αποτέλεσε το λάβαρο ή το μπαϊράκι ενότητας  των κτήσεων του.
Για την εξυπηρέτηση και υλοποίηση του οράματος του ο Μεχμέτ, ο οποίος ήταν γιος Ελληνίδας σκλάβας μάνας,  συγκρότησε  μια  κλειστή προνομιακή ομάδα Ελλήνων ευγενών, τους οποίους κάλεσε ονομαστικά, να επιστρέψουν και  να επανακατοικήσουν στην Βασιλεύουσα. Στους Έλληνες αυτούς, οι οποίοι απέρριπταν την ένωση με τη δύση και  αποδέχθηκαν το νέο κράτος ως νόμιμο συνεχιστή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ανέθεσε σημαντικά αξιώματα της Υψηλής Πύλης. Η εκχώρηση επίσης του εμπορίου και η ανάθεση είσπραξης των φόρων και τελωνειακών δασμών από την κοινότητα, όπως ίσχυε και κατά τη Βυζαντινή περίοδο, έθεσε τα θεμέλια του σχηματισμού μιας επιφανούς Ελληνικής αριστοκρατίας του χρήματος, η οποία, ύστερα από μερικές δεκαετίες, συμμετείχε πλέον ενεργά στη διακυβέρνηση του Οθωμανικού κράτους.  Έτσι σχηματίστηκε η Φαναριωτική Αριστοκρατία, η οποία πήρε το όνομά της από την ομώνυμη συνοικία της Κωνσταντινουπόλεως, όπου είχε την έδρα του και ο Οικουμενικός Πατριάρχης.
Για  να ομογενοποιήσει το νέο κράτος,  ο Σουλτάνος άφησε και ανέπαφη την ιεραρχία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία αποτελούνταν από Έλληνες, Σέρβους, Βουλγάρους, Αρμένιους, Άραβες κλπ. Ταύτισε μάλιστα, τις έννοιες Έθνους και θρησκείας με τη λέξη Μιλλέτ, σύμφωνα με την επικρατούσα Ισλαμική αντίληψη περί της κοινής ταυτότητας Θρησκείας και Έθνους. Γι’ αυτό το λόγο, τα προνόμια που παραχώρησε στον Πατριάρχη, του έδιναν μεγαλύτερη δύναμη από εκείνη που είχε την περίοδο των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων.
Οι Τούρκοι, όπως γράφει ο Έντουαρντ Γκίμπον (18ος αιώνας) ήταν αποκλεισμένοι από τα πολιτικά και στρατιωτικά αξιώματα, ακόμη και στην πιο ρωμαλέα περίοδο της Οθωμανικής διακυβέρνησης. Το τουρκικό έθνος, ήταν τεχνητό, διότι απαρτίζονταν από διάφορα νομαδικά φύλα, τα οποία λόγω της κατώτερης μόρφωσης τους, αποτελούσαν  μια δουλική τάξη, που είχε ανατραφεί με την αγωγή της πειθαρχίας, της υπακοής, της κατάκτησης και της διοίκησης. Αυτός ήταν  και ο λόγος, που τα φύλα αυτά, ασπάστηκαν τον Ισλαμισμό αντί του Χριστιανισμού, επειδή η θρησκεία αυτή ήταν πιο κοντά στην ιδιοσυγκρασία τους. Ο Ρουμάνος συγγραφέας και ιστορικός, Γκιόργκα Νικόλαος (1871-1940), διατυπώνει την άποψη ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία επρόκειτο από τη γέννησή της να καταστεί Ελληνοτουρκική, λόγω του ανώτερου πολιτισμού των Ελλήνων. Η ανωτερότητα δε του πολιτισμού των Ρωμιών Χριστιανών έναντι των Οθωμανών ήταν εμφανής σε όλους τους τομείς και αυτό το πιστοποιούν όλοι οι περιηγητές, που ταξίδεψαν στην περιοχή.
Οι Φαναριώτες, οι οποίοι διατήρησαν το στενό τους δεσμό με το Πατριαρχείο και ήλεγχαν την οικονομία,  παρά την απόκτηση αξιωμάτων στο μηχανισμό του Οθωμανικού κράτους, αισθάνονταν την αυτοκρατορία ως απόλυτα δική τους, γι’ αυτό έβλεπαν να υλοποιείται από την ίδια περίοδο, το όραμα της Μεγάλης Ιδέας. Η γενική τους στάση ήταν  αντι-δυτική και αντι-παπική, ενώ η πολιτική τους, από τα πρώτα χρόνια μετά την άλωση, ήταν προσηλωμένη στη μετεξέλιξη της αυτοκρατορίας σ’ ένα ανατολικό ομόσπονδο κράτος, κατά το πρότυπο του Ρωμαϊκού, που θα σέβονταν τα δικαιώματα των διαφόρων εθνοτήτων και θα υπόσχονταν ταυτόχρονα  μεγαλύτερη σταθερότητα.
Από το 17ο αιώνα, εκτός από τα αξιώματα του διερμηνέα (υπουργού εξωτερικών) της Υψηλής Πύλης  και του διερμηνέα (υπουργού) του στόλου, ένα ακόμη αξίωμα περιήλθε στα χέρια τους, επειδή ο Ισλαμικός νόμος απαγόρευε την εκμάθηση ξένων γλωσσών από τους Μουσουλμάνους. Ήταν το αξίωμα του ηγεμόνα ή πρίγκιπα της Μολδοβλαχίας, μιας περιοχής που απολάμβανε σχετικής αυτονομίας. Στο πρόσωπο μάλιστα αυτού του ηγεμόνα και των διαδόχων του, έβλεπαν οι υπόδουλοι Έλληνες τους συνεχιστές των Αυτοκρατόρων του Βυζαντίου, γι’ αυτό και πολλά επαναστατικά  κινήματα ξεκίνησαν απ’ αυτή την περιοχή.
Κατά την πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας, δύο ήταν κυρίως οι χώρες, που πολέμησαν επί των Ελληνικών χωρών κατά των Οθωμανών. Η ναυτική δύναμη της Ενετίας και η Ρωσία. Από την περίοδο αυτή το Ελληνικό ζήτημα εισέρχεται στις συμπληγάδες της δύσης και της ανατολής. Η Βενετία ήταν η μοναδική ναυτική δύναμη, που κυριαρχούσε στη Μεσόγειο από το 1571 μ.Χ,  μετά την καταστροφή του τουρκικού στόλου στη ναυμαχία της Ναυπάκτου. Την υπεροχή της αυτή, τη διατήρησε μέχρι το 1797 μ.Χ, που τερματίστηκε  η νικηφόρος εκστρατεία του Ναπολέοντα στην Ιταλία και κατέστησε τη Γαλλία κυρίαρχο στην Αδριατική και τη Μεσόγειο.
Από την περίοδο αυτή το Ελληνικό ζήτημα το διαχειρίστηκαν και το εκμεταλλεύτηκαν, για την εξυπηρέτηση πάντοτε των συμφερόντων και των επιδιώξεων τους, μέσα στα πλαίσια του μέχρι σήμερα αποκαλούμενου Ανατολικού ζητήματος, η Γαλλία και η Αγγλία, μαζί με τις κεντρικές Δυνάμεις της Αυστρίας, της Πρωσίας, και της Ρωσίας από ανατολάς. Σε έντεκα τον αριθμό ανέρχονται οι επαναστατικές εξεγέρσεις των Ελλήνων κατά των Τούρκων, από την άλωση μέχρι το 1821, που υποκινήθηκαν κυρίως από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Χρησιμοποιούσαν όμως κάθε φορά τους Έλληνες, για την εξυπηρέτηση των πολεμικών τους επιδιώξεων και τους εγκατέλειπαν, όταν παρουσιάζονταν μια επωφελής για τα συμφέροντα τους ειρήνη με την Τουρκία.
Μετά τον Α΄ Ρωσοτουρκικό πόλεμο, η συνθήκη του  Κιουτσούκ Καϊναρτζή, που υπογράφτηκε το 1774, μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, έδωσε τη δυνατότητα στη Ρωσία να κατέλθει στις βόρειες ακτές του Ευξείνου Πόντου, ν’ αποκτήσει δικαιώματα επεμβάσεως και κηδεμονίας στις Χριστιανικές μειονότητες της Τουρκίας, να διέρχονται ελεύθερα τα πλοία της δια των στενών, να διορίζει προξένους στις Βαλκανικές πόλεις και να της παραχωρηθούν τα διάφορα επί του Ευξείνου Πόντου φρούρια. Η συνθήκη όμως αυτή ανησύχησε τις άλλες δυνάμεις και επιτάχυνε τις εξελίξεις στο Ελληνικό ζήτημα.
Η Επανάσταση συνεπώς, του 1821 δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα της ρομαντικής ιδέας των οπαδών του διαφωτισμού της Δύσης και της εφαρμογής αρχών της Γαλλικής Επανάστασης του 1789, που έβλεπαν την κοινωνική δικαιοσύνη μέσα στα όρια της φεουδαρχίας, όπως υποστηρίζουν  πολλοί «προοδευτικοί». Η επιτυχής έκβαση της, οφείλονταν κυρίως στην ταύτιση  του οράματος των ραγιάδων με την εξυπηρέτηση των σχεδίων της κοσμοκράτειρας Αγγλίας, η οποία εκτιμούσε ότι η συγκρότηση ενός κράτους υπό την επιρροή της, στη γεωγραφική περιοχή, όπου ανθούσε κάποτε ο θαυμαστός ελληνικός πολιτισμός, θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η στάση της Ρωσίας στην Ελληνική Επανάσταση, ενέπνευσε μια συμπάθεια του Ελληνισμού προς τους Ρώσους, ως ομοθρήσκων. Πολλές φορές όμως τη συμπάθεια αυτή υποκατέστησε η απογοήτευση. Μετά τον τερματισμό του Β΄ Ρωσοτουρκικού πολέμου το 1878 και τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, αποκαλύφθηκαν πλήρως οι πανσλαβιστικές της  επιδιώξεις.  
Η Φαναριωτική πολιτική σε όλη την ιστορική διαδρομή, από την άλωση μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, συνέχισε τις προσπάθειες της προς την κατεύθυνση της Ελληνοτουρκικής συνεργασίας. Την παράδοση αυτή των Φαναριωτών προσεγγίζουν αργότερα και  οι ιδέες περί της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδος του Ίωνα Δραγούμη, ο οποίος ως Γενικός πρόξενος στην Κωνσταντινούπολη, υπέγραψε ένα μυστικό σύμφωνο με το φιλελεύθερο Πρίγκιπα Σαμπαχεντίν, που πρόβλεπε την ίδρυση δυαδικής Ελληνο-τουρκικής Αυτοκρατορίας, με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη. Ο Δραγούμης όμως δολοφονήθηκε, όταν ο ρεαλισμός των φορέων των μεγάλων διεθνών συμφερόντων, αποδείχθηκε πιο ισχυρός  από τη σχεδόν ρομαντική υπεράσπιση της ιδέας του.  Η διάλυση άλλωστε της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που στέκονταν εμπόδιο στα συμφέροντα των άλλων Μεγάλων Δυνάμεων, αποτελούσε από το 16ο αιώνα μόνιμο στόχο της εξωτερικής τους πολιτικής.
Ποιές όμως ήταν οι διεθνείς συγκυρίες, που διαμόρφωσαν το γεωστρατηγικό περιβάλλον στον κόσμο, την Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο, πριν από τη Μεγάλη Ελληνική Επανάσταση, που ευνόησαν την ίδρυση του νεότερου Ελληνικού κράτους;
Ήδη, από το 1776 οι λαοί της Βορείου Αμερικής επαναστάτησαν κατά της Αγγλικής διοίκησης, για την κατάκτηση της ελευθερίας τους. Οι διακηρύξεις των επαναστατών, για κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα, αποτέλεσαν τον πρόδρομο των αρχών για τα δικαιώματα του ανθρώπου, που ενέπνευσαν τους εγκυκλοπαιδιστές Ρουσσώ και Βολταίρο, οι οποίοι με τις διδασκαλίες τους, έδωσαν το 1789 έναυσμα  στη Γαλλική επανάσταση και διαμόρφωσαν ανάλογα το κλίμα στην Ευρώπη.
Η έκρηξη της Γαλλικής Επανάστασης και η χαλάρωση της δραστηριότητας του Γαλλικού ναυτικού στην  Εγγύς Ανατολή, μετά την έναρξη των Ναπολεόντειων πολέμων, αλλά και η ανυπαρξία σχεδόν Τουρκικού εμπορικού ναυτικού, έδωσαν την ευκαιρία στους  Έλληνες, κυρίως των νησιών Ύδρας, Σπετσών και Ψαρών, να διευρύνουν τις εμπορικές τους δραστηριότητες και να πάρουν στα χέρια τους το πλούσιο μονοπώλιο της μεταφοράς των σιτηρών, από τα λιμάνια της Αιγύπτου και του Εύξεινου Πόντου, προς τα άλλα λιμάνια της Ανατολής και της Μεσογείου. Έτσι, με την επικράτηση των Ρωμιών ή Γραικών στο εμπόριο και τη ναυτιλία, οι αρχές αυτές μεταλαμπαδεύτηκαν και στους λαούς της Βαλκανικής, που ζούσαν υπό την Οθωμανική κυριαρχία.
Η κορύφωση όμως του ανταγωνισμού μεταξύ των Μ. Δυνάμεων οφείλονταν και σε ένα ακόμη λόγο. Την περίοδο αυτή άρχισαν να συζητούνται από το Μ. Ναπολέοντα σκέψεις για διάνοιξη διώρυγας στο Σουέζ, που θα συνέδεε τον Ινδικό με τη Μεσόγειο και την Ευρώπη. Έτσι, η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου αποκτούσε ιδιαίτερη στρατηγική αξία, για τη ναυσιπλοϊα και το εμπόριο. Η στρατηγική της εγγύτητας για τον έλεγχο της νέας θαλάσσιας οδού, διαμόρφωνε ένα νέο γεω-οικονομικό και γεωπολιτικό περιβάλλον.  
Η διάλυση της Ενετικής Δημοκρατίας το 1797,  που κυριαρχούσε στη θάλασσα μέχρι τότε, αποτέλεσε ιστορικό σταθμό, διότι  με μια σειρά συνθηκών μεταξύ της Γαλλίας και Αυστρίας, αναδείχθηκε η Γαλλία κυρίαρχη στη Μεσόγειο. Καταλαμβάνοντας την Κέρκυρα και τα άλλα Ιόνια νησιά, με τις κατά θάλασσα και επί της Ηπειρωτικής παραλίας περιοχές του Βουθρωτού, της Πάργας, της Πρέβεζας, της Άρτας και γενικά όλες τις πρώην Ενετικές κτήσεις στην Αλβανία επί του κόλπου του Δρίνου, ήλεγχε όλη την Αδριατική.
Η Αγγλία, αναζητώντας  με αγωνία κατάλληλη βάση, για ν’ ανακόψει τη Ναπολεόντεια πλημμυρίδα, επεδίωκε με κάθε μέσο να εμφανιστεί στα Επτάνησα ως προστάτιδα δύναμη και ελευθερώτρια. Στέλνοντας το Ναύαρχο της Οράτιο Νέλσωνα, ζήτησε με προκήρυξη στις 9 Οκτωβρίου του 1798, από τους Επτανήσιους, να εκδιώξουν τους Γάλλους, σπεύδοντας με το στόλο της προς βοήθειά τους. Οι επεκτατικές όμως βλέψεις της Γαλλίας, ανησύχησαν και την Τουρκία, η οποία αναγκάστηκε να συμπράξει με το στόλο της Ρωσίας εναντίον των Γάλλων. Το Δεκέμβριο του 1798, συνάπτεται Ρωσο-τουρκική Συμμαχία, για την εκδίωξη των Γάλλων από τη περιοχή του Ιονίου και τα Ρωσικά σχέδια επί της Μεσογείου προωθούνται σημαντικά. Ρωσικός στόλος για πρώτη φορά διέρχεται τα Δαρδανέλια  και μαζί με τον Τουρκικό ανακαταλαμβάνει τα Ιόνια νησιά.
Στις 4 Μαρτίου του 1799, οι Γάλλοι προ του αδιεξόδου τους κατά την επιχείρηση των συμμάχων προς ανακατάληψη της Κέρκυρας μετά την απώλεια της νησίδας Βίδο, υπέγραψαν με τις συμμάχους χώρες Ρωσία και Τουρκία, επί της Ρωσικής Ναυαρχίδας «Άγιος Παύλος», ομώνυμη συνθήκη, με την οποία παραχωρούνταν ουσιαστικά ένα είδος πολιτικής αυτονομίας στα Επτάνησα. Ένα χρόνο αργότερα, στις 21 Μαρτίου του 1800, με τη σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, που υπογράφτηκε μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, αναγνωρίσθηκαν τα Ιόνια νησιά, ως ανεξάρτητη πολιτεία με την ονομασία «Δημοκρατία των Επτανήσων». Παρέμειναν όμως υπό την κυριαρχία της Πύλης, διότι κατέβαλαν στο Σουλτάνο φόρο υποτέλειας.
Η ανεξαρτησία των Επτανήσων χαιρετίσθηκε τότε από επιφανείς  Έλληνες της εποχής, ως η πρώτη ελεύθερη Ελληνική γη. Ήταν δε η πρώτη αχτίδα της ελευθερίας, που προοιώνιζε την οριστική ανάσταση του γένους. «Αναγεννηθέν το Έθνος ημών, ιδού απέκτησεν όνομα Ελληνικόν, Πατρίδα Ελληνικήν και Ελληνικήν Ελευθερίαν», έλεγε ο πρόεδρος της Ιόνιας Γερουσίας, Σπυρίδων Θεοτόκης.
Μετά την ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλό και τη Συνθήκη των Παρισίων «Ιεράς Συμμαχίας» (26 Σεπτεμβρίου 1815), που σηματοδότησε τη λήξη ενός ουσιαστικά Ευρωπαϊκού πολέμου, η Αγγλία αναδείχθηκε σε παγκόσμια υπερδύναμη. Επιβάλλοντας από τότε τον κανόνα του χρυσού στις ισοτιμίες όλων των κυκλοφορούντων χαρτονομισμάτων κατέστη ουσιαστικά κοσμοκράτειρα και έριχνε όλο το βάρος της στην εξασφάλιση των θαλασσίων οδών στη Μεσόγειο.
Τον Ιανουάριο του 1821, ο Υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας, Κάστερλιγκ, με υπόμνημά του προς τα Ανακτοβούλια της Αυστρίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας διευκρίνιζε ότι, η Ένωση των Μεγάλων Δυνάμεων, δεν συστήθηκε για τη διακυβέρνηση του κόσμου, ούτε για την άσκηση εποπτείας στα εσωτερικά ζητήματα των άλλων χωρών. Με εγκύκλιο επίσης, στις 19 Ιανουαρίου του ίδιου έτους, προς τους διπλωματικούς της πράκτορες στο εξωτερικό η Αγγλική Κυβέρνηση, δήλωνε ότι αρνούνταν ν’ αποδεχθεί το δικαίωμα επεμβάσεως, «ως σύστημα Διεθνούς Δικαίου». Η τυχόν παραχώρηση τέτοιου δικαιώματος τόνιζε στις τέσσερις Δυνάμεις, που δεν ήταν σύμφωνο με τις κείμενες διατάξεις, θα ισοδυναμούσε προς αναγνώριση της πρωταρχίας αυτών, όπως συμβαίνει σήμερα με τη Γερμανία, το οποίο είναι ασυμβίβαστο προς τα δικαιώματα των άλλων κρατών. Η αναγνώριση άλλωστε τέτοιων δικαιωμάτων, τόνιζε η εγκύκλιος, θα είχε την έννοια της επιβολής στην Ευρώπη Ομοσπονδιακού Συστήματος, όχι μόνο αλυσιτελούς και καταπιεστικού, αλλά και εγκυμονούντος πλείστους κινδύνους. Για τη μετεξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε Γερμανική Ευρώπη εξέφρασαν επιφυλάξεις κατά το παρελθόν τόσο  ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Μιττεράν, όσο και η πρώην πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας Μάργκαρετ Θάτσερ. 
Την ανυστεροβουλία των συμμάχων μετά τον πόλεμο και την αρχή περί Αυτοδιάθεσης των λαών επέβαλαν και οι  ΗΠΑ στην Αγγλία ως προϋπόθεση για να εισέλθουν στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο δρόμο τους προς την κοσμοκρατορία τους με την υπογραφή του χάρτη του Ατλαντικού το 1941 από το Ρούσβελτ και τον Τσώρτσιλ.  
Το υπόμνημα Κάστερλιγκ, δείχνει επίσης και πως έβλεπε από τότε η Αγγλία την Ευρωπαϊκή ενοποίηση. Δεν υπάρχουν μόνιμες συμμαχίες, έλεγε ο Άγγλος πολιτικός Βεμιαμίν Ντισραέλι (1804-1881), αλλά μόνιμα συμφέροντα. Την ανάγκη αντίδρασής της Αγγλίας κατά της πολιτικής των επεμβάσεων των άλλων Δυνάμεων, την υπαγόρευε τότε η προετοιμασία της ενεργού παρέμβασης της στον αγώνα των Ελλήνων, με σκοπό τη δημιουργία ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους, υπό την επιρροή της. Μια πρακτική που εφαρμόζουν σήμερα και οι ΗΠΑ.
Έτσι, κάτω υπό αυτές τις συνθήκες, συγκαλούνταν στις 26 Ιανουαρίου του 1821 η μυστική σύσκεψη της Βοστίτσας μεταξύ των Παλαιών Πατρών Γερμανού, του Χριστιανουπόλεως (Κυπαρισίας) Γερμανού, του Ηγουμένου του Μεγάλου Σπηλαίου, του Ανδρέα Ζαϊμη και άλλων, για να καθορισθεί ο χρόνος έκρηξης της Επανάστασης.
Την ίδια όμως ημέρα, στο Λάϋμπαχ (Λιουμπλιάνας) Σερβίας, άρχιζε ένα Συνέδριο μεταξύ των αντιπροσώπων των άλλων κρατών, μελών της Ιεράς Συμμαχίας (Ρωσίας, Αυστρίας, Πρωσίας και Γαλλίας), για να παρακολουθούν από κοντά προφανώς τις εξελίξεις στη Βαλκανική. Το Συνέδριο αυτό, το οποίο διήρκεσε μέχρι τις 12 Μαϊου του 1821, εκφράζοντας την αντίθεση του στην Ελληνική Επανάσταση αποφάσισε να πατάξει αμείλικτα και αμοιβαία κάθε λαϊκό κίνημα στρεφόμενο κατά των μοναρχών. Στα συμπεράσματα του μάλιστα, αναφέρεται  ότι, η επανάσταση δεν είναι ζήτημα Εθνικό, αλλά σατανικό μέσο, για να διαταράξει τις αγαθές σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Αυστρίας, ρίχνοντας ευθέως μομφή κατά της Αγγλίας.
Η  απόφαση συνεπώς για την Επανάσταση, δεν λήφθηκε κάτω υπό των πρίσμα ταξικών σκοπιμοτήτων, όπως υποστηρίζουν πολλοί αυτοαποκαλούμενοι «προοδευτικοί», οι οποίοι δυσκολεύονται να φαντασθούν την ηθική, που δίνει δύναμη στους λαούς και τα έθνη. Ήταν αποτέλεσμα της βούλησης των υπόδουλων Ελλήνων, οι οποίοι ζώντας όλα τα χρόνια της μαύρης σκλαβιάς με τους θρύλους και τις παραδόσεις ενός ενδόξου παρελθόντος, ήθελαν να γίνουν οι συνεχιστές του και όχι απλά οι κληρονόμοι του, όπως εμείς σήμερα. Η βούληση αυτή σχημάτισε μέσα τους επί αιώνες μια παρακαταθήκη γεμάτη πυρίτιδα, η οποία εξερράγη όταν ήλθε η ιστορική ώρα και το επέτρεψαν οι διεθνείς συγκυρίες.
Τα Ιόνια νησιά, που βρίσκονταν κάτω υπό την Αγγλική επιρροή, αποτέλεσαν  το ορμητήριο για την Ελληνική Επανάσταση, η οποία έθεσε ενώπιον και των άλλων Ευρωπαϊκών δυνάμεων, σε όλη του την οξύτητα το Ανατολικό ζήτημα. Η διεθνής επίσης πειρατεία, συνετέλεσε ώστε τα εμπορικά μας πλοία να εξοπλισθούν και τα πληρώματά τους να γίνουν αήττητοι ναυμάχοι. Ο αποκλεισμός του Ναπολέοντα από τους Άγγλους και η διάσπασή του αποκλεισμού αυτού από Ελληνικά πλοία, έδωσε τη δυνατότητα στις ναυτικές οικογένειες της Ύδρας, των Σπετσών και των Ψαρών να συγκεντρώσουν αμύθητα πλούτη, να συγκροτήσουν ισχυρούς στόλους και να τα διαθέσουν όλα στον αγώνα.
Στο μακρόχρονο όμως  βίο  των κρατών και των λαών υπάρχουν δύο τραγωδίες. Η μια είναι το ναυάγιο των ονείρων τους και η άλλη η πραγματοποίηση τους. Μετά την απελευθέρωση αυτό που κτίστηκε άρχισε να υποσκάπτεται από την πρώτη στιγμή. Η διαμάχη γύρω από αρμοδιότητες και θέσεις σε ιεραρχίες, που είχε αρχίσει αρκετά πρώιμα άφηνε να διαφανεί τη δυσοίωνη προοπτική για τα επακόλουθα. Δεν υπήρχαν όμως μέτρα, για ανθρώπους που οι διαστάσεις τους είχαν μεγαλώσει τόσο πολύ. Όταν ήλθε η ώρα της ελευθερίας όλοι διεκδικούσαν αξιώματα. Είναι δύσκολο να πεις στον επαναστάτη ή τον αντάρτη ότι δεν είναι ακόμη καιρός για δάφνες, να τον αφοπλίσεις  και να τον βάλεις κάτω από ένα άλλο ζυγό, το ζυγό του μόχθου ή να τον κάνεις να επιστρέψει στις καθημερινές του ασχολίες και στο χωράφι του. Αντιφατικά επίσης συναισθήματα καχυποψίας δεν επέτρεπαν τη συνεννόηση των αρχηγών και τα βλέμματα στράφηκαν πάλι έξω από τα σύνορα. Κάλεσαν τον Καποδίστρια για να τους κάνει κράτος και τον δολοφόνησαν. Μοιρασμένοι σε ξενόφιλα κόμματα παραδέχονταν πλέον ανοιχτά ότι μόνοι τους ήταν αδύνατο να φθάσουν στο σημείο ενός συμβιβασμού. 
Ο ξένος παράγοντας έκανε ότι αδιαφορούσε. Έδειχνε ότι τις υπηρεσίες που προσέφερε κατά την επανάσταση δεν τις χρησιμοποιούσε ως βάση για ιδιαίτερες αξιώσεις. Ζητούσε όμως να εξασφαλίσει την επιρροή και να έχει τον πρώτο λόγο στη μορφή του πολιτεύματος, όπως σε όλα τα προτεκτοράτα ή τις αποικίες. Έτσι, η συμμαχία μετατράπηκε σε προστασία και η παιδικότητα του νεοσύστατου κράτους συντηρούνταν τεχνητά. Οι Βαυαροί το οργάνωσαν χωρίς τους Έλληνες. Αυτοί το κηδεμόνευαν και το έδωσαν γραφή και όνομα.  
Στο πολιτικό επίπεδο η ιδέα των «ανηλίκων» ότι κηδεμονεύονταν όξυνε απότομα κατά καιρούς τις αντιδράσεις, που επέφεραν αλλαγές, οι οποίες  ικανοποιούσαν πρόσκαιρα το συλλογικό τους εγώ, που  ήταν γαλουχημένο με έντονες ιστορικές μνήμες. Το Σύνταγμα του 1844 και η έξωση του Όθωνα μετά από δεκαοχτώ χρόνια, ήταν οι δύο ριζικές μεταβολές.  
Με τη συνθήκη των Παρισίων στις 30 Μαρτίου του 1856 μεταξύ Ρωσίας- Τουρκίας και όλων των άλλων Μ. Δυνάμεων, η Μαύρη θάλασσα έγινε ουδέτερη, ούτε πολεμικά πλοία ούτε ναύσταθμοι, έκλεισαν τα Δαρδανέλλια για όλα τα πολεμικά πλοία και κατήργησε το δικαίωμα προστασίας των Χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που εξασφάλισε το 1774 η Ρωσία με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή  και την υποχρέωση αυτή ανέλαβαν οι Μ. Δυνάμεις. Δημιούργησε όμως και τις προϋποθέσεις μιας νέας εμπόλεμης κατάστασης, η οποία τα προσεχή χρόνια έφερε τη Ρωσία σε αδύνατη θέση στην κεντρική και άπω Ανατολή και την Τουρκία σε εσωτερική αποσύνθεση. Αξίζει δε ν’ αναφερθεί τι δήλωσε ο Ρώσος Αυτοκράτορας Αλέξανδρος Β΄ στον Άγγλο αντιπρόσωπο Σέϋμουρ, ερωτηθείς από αυτόν για τις διαθέσεις του: «Είναι πολλά τα πράγματα, τα οποία δεν θα ήθελα να υποφέρω ποτέ. Και αρχίζω από εμάς. Δεν θέλω να συγχωρήσω διαρκή κατοχή της Κων/πολης από τους Ρώσους, αλλά και δεν θέλω ανεχθεί αυτήν ή υπό των Άγγλων ή υπό των Γάλλων, ή υπό άλλου τινός μεγάλου έθνους καταλαμβανόμενη. Δεν θέλω επιτρέψει ποτέ, ούτε απόπειρα αποκαταστάσεως της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ούτε τέτοια έκταση της Ελλάδος, η οποία να καταστήσει αυτή ισχυρό κράτος. Ακόμη λιγότερο δεν θα συγχωρήσω διαμελισμό της Τουρκίας σε μικρές Δημοκρατίες… Αυτές είναι οι δικές μου ιδέες, δώστε μου κι’ εσείς μερικές δικές σας».
Η συνθήκη αυτή αποτελεί μια από τις σπουδαιότερες  διεθνείς πράξεις, που αφορούν το Ανατολικό ζήτημα.
Καθώς πλησίαζε η δεκαετία του 1870 και άρχιζε η ενηλικίωση, οι μικροί Έλληνες άρχισαν να αισθάνονται μεγάλοι ή να συμπεριφέρονται τουλάχιστον ως μεγάλοι χωρίς να είναι ακόμη. Η συνθήκη του Λονδίνου, που υπογράφτηκε στις 13 Ιουλίου του 1863  μεταξύ της Αγγλίας ουσιαστικά και της Δανίας,  τερμάτισε την εκκρεμότητα για την εκλογή βασιλέως, μετά την αποδοχή του θρόνου από τον Γεώργιο τον Α΄. Με τη συνθήκη αυτή, που ήταν θεμελιωμένη πάνω σε τρία σημεία, προβλέπονταν η παραχώρηση της Επτανήσου από τη Μ. Βρετανία στην Ελλάδα, το ποσό της Βασιλικής χορηγίας και το Θρησκευτικό δόγμα των διαδόχων. Σε ιδιαίτερο όμως πρωτόκολλο αναφέρεται η ακριβής απόδοση στη Γαλλική του τίτλου του νέου Βασιλιά, ο οποίος αποφασίστηκε να φέρει τον τίτλο «Βασιλεύς των Ελλήνων» (Roi des Hellenes), αντί του τίτλου «Βασιλεύς της Ελλάδος» που είχε ο Όθων. Ο τίτλος αυτός έγινε αποδεκτός από το Γεώργιο, αφού  αντέδρασε η Τουρκία και αποκλείστηκε η επωνυμία «Roi des Grecs», όπως επιθυμούσε η Ελληνική αντιπροσωπεία μετά και την επέκταση των συνόρων με την προσάρτηση των Ιονίων νήσων. Η Πύλη φοβούνταν ότι ο τίτλος αυτός, μεταφραζόμενος ως «Βασιλεύς των Γραικών» εξέφραζε αλυτρωτικές τάσεις και θα συμπεριελάμβανε όλους τους Έλληνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με τον Όθωνα δεν υπήρξε πρόβλημα, διότι ο τίτλος του ως «Βασιλεύς της Ελλάδος» εμπεριείχε γεωγραφικό και πολιτικό προσδιορισμό.  Το όνομα όμως Greece και Grec επικράτησε μέχρι σήμερα στο εξωτερικό, διότι αυτό χρησιμοποιούσαν στα διπλωματικά σαλόνια οι Έλληνες Ρωμιοί λόγιοι και διπλωμάτες της Πύλης. Ήταν δε υποδηλωτικό ανώτερου πνευματικού πολιτισμού, όπως περήφανα αναφωνούσε και ο Αθανάσιος Διάκος, βαδίζοντας προς το θάνατο. Γραικοί αποκαλούνται μέχρι σήμερα οι αυτόχθονες Έλληνες της Κάτω Ιταλίας, ενώ Ρουμ (Ρωμιούς) αποκαλούν οι Τούρκοι τους εκτός της Ελληνικής επικράτειας Έλληνες. Εμάς βέβαια μας αποκαλούν Γιουνάν, που σημαίνει  Ίωνες. Οι οικούντες συνεπώς στην Πελοπόννησο και την Ελλάδα είναι Ίωνες, ενώ οι Κύπριοι αδελφοί μας Ρουμ Κύπριοι.
Το Ιόνιο και οι περιοχές της  νότιας Βαλκανικής, η Πελοπόννησος απ’ όπου ξεκίνησε η Επανάσταση,  τα Δαρδανέλλια με τα νησιά του Αιγαίου και  η Κύπρος, οι χώρες της Μ. Ανατολής και η Αίγυπτος, αποτέλεσαν τα επόμενα χρόνια, για τη θαλασσοκράτειρα Μ. Βρετανία,  στρατηγικές βάσεις, που της εξασφάλιζαν τον έλεγχο του εμπορίου και των μεταφορών από την Ευρώπη προς τον Ινδικό Ωκεανό, δια μέσου του νέου σημαντικού  θαλάσσιου διαύλου.  
Από το 1869, που άρχισε η λειτουργία της διώρυγας του Σουέζ, η Βρετανική Κυβέρνηση έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον έλεγχο της. Επωφελούμενη των οικονομικών δυσχερειών του Χεδίβη Ισμαήλ, εξαγόρασε την πλειοψηφία των μετοχών της Εταιρίας Διώρυγας και εννιά χρόνια αργότερα, το 1878, με την υπογραφή Συνθήκης Αμυντικής Συμμαχίας με την Τουρκία, έπαιρνε ως αντάλλαγμα την Κύπρο, η οποία ελέγχει τη βόρεια έξοδο της διώρυγας, έναντι της εγγύησης που προσέφερε στη χρεωκοπημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία, για την εξασφάλιση της ακεραιότητας της.
Πριν όμως από κάθε αλλαγή συνόρων παρατηρείται ότι προηγείται ένα κίνημα κατά της νόμιμης εξουσίας. Το κίνημα των νεοτούρκων, που εκδηλώθηκε τη (Ν 9/10 Ιουλίου του 1908) και οι μεταρρυθμίσεις, που έγιναν στην Τουρκία περιόρισαν την απόλυτη εξουσία του σουλτάνου και τη μετέθεσαν στα χέρια της κρατικής γραφειοκρατίας. Το κίνημα αυτό δημιούργησε τις προϋποθέσεις, για τις εξελίξεις που ακολούθησαν στη Βαλκανική και την ευρύτερη περιοχή το 1912-13. Μετά τη Συμμαχία των Βαλκανικών κρατών, που επιτεύχθηκε με τη μεσολάβηση της Ρωσίας και τους Βαλκανικούς πολέμους, που έφεραν τη Ρωσία και τις Κεντρικές Δυνάμεις στο προσκήνιο στη Βαλκανική, αντέδρασαν οι άλλες Δυτικές Δυνάμεις Αγγλία, Γαλλία και Ιταλία, οι οποίες συστήνοντας την «Εγκάρδια Συμμαχία», γνωστή ως ΕΝΤΕΝΤΕ επενέβησαν κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στη Βαλκανική, τα Δαρδανέλια και τη Μέση Ανατολή, για να εξασφαλίσουν εκτός από την επιρροή και την αυτάρκεια τους σε πρώτες ύλες, που ήταν τώρα το πετρέλαιο.
Οι Φαναριώτες, παρά τη δολοφονία πολυάριθμων οικογενειών στην Κωνσταντινούπολη κατά τη διάρκεια του αγώνα της ανεξαρτησίας και των γεγονότων που ακολούθησαν,  παρέμειναν μέχρι το 1922 στην Τουρκία υπερασπιζόμενοι το Ελληνοτουρκικό ιδεώδες. Πρώτος μάλιστα πρέσβης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Αθήνα ήταν ο Φαναριώτης Μουσούρης.
Η πατριωτική πλειοδοσία και ο μεγαλοϊδεατισμός της Μικρασιατικής εκστρατείας, όπως επαναλήφθηκε και το 1974 στην Κύπρο, οδήγησαν τον Ελληνισμό σε δύο καταστροφές μεγαλύτερες και από αυτήν της άλωσης. Η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών, που επιβλήθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις στη Συνδιάσκεψη της Λοζάνης ξερίζωσε τον Ελληνισμό από τις προαιώνιες του εστίες και διέλυσε τις προσδοκίες των Φαναριωτών, για τη σύσταση μιας ομόσπονδης Ελληνοτουρκικής Αυτοκρατορίας, διότι δεν το ήθελαν, δεν το επιθυμούσαν και δεν το επιθυμούν οι Δυτικές Δυνάμεις.
Κυρίες και κύριοι
Οι συγκυρίες, οι λαοί και οι ηγέτες είναι οι τρεις παράγοντες που διαμορφώνουν την ιστορία ενός έθνους. Ο πρώτος είναι άψυχος, ο δεύτερος ασυνείδητος και ο τρίτος συνειδητός. Οι ηγέτες είναι οι μοναδικοί συνειδητοί παράγοντες της ιστορίας. Είναι  αυτοί που εμπνέουν στους λαούς την αυτοεκτίμηση, την εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και αυτοί που τους οδηγούν στην αναμέτρηση τους με το θάνατο, για τα ιδανικά της πατρίδας και της ελευθερίας. Είναι αυτοί που κάνουν τους ανθρώπους να ζουν για ένα έπαινο και να πεθαίνουν για ένα τραγούδι. Είναι όμως και αυτοί που βλέπουν όχι μόνο το βουνό αλλά πίσω απ’ αυτό.
Ο οικονομικός ιμπεριαλισμός, από τα τέλη του 18ου αιώνα, όπως επισημαίνουν διάσημοι κοινωνιολόγοι, με τον υπερδανεισμό, τον εκφοβισμό και τη βία, επιχειρεί να εγκλωβίσει και να κλειδώσει αυτόματα, με τη μέθοδο του potlatch, σύμφωνα με τον Αγγλικό όρο, που σημαίνει κλείνω ερμητικά στο πιθάρι χωρίς  αέρα, και όχι  σε  μια  φυλακή,  τα ασθενή οικονομικά κράτη, επιβάλλοντας στους λαούς τη στυγνότερη μορφή αποικιοκρατικού καταναγκασμού, για να εξασφαλίσει προνομιούχες διεξόδους, για τα κεφάλαιά και τις εξαγωγές των προϊόντων του.
Μετά την επανάσταση του 1821 δημιουργήθηκε από τους Βαυαρούς και τους Άγγλους ένα Ελληνικό κράτος για να εξυπηρετεί τα συμφέροντα τους. Ένα κράτος, το οποίο αν και έζησε τρείς χρεοκοπίες μέχρι σήμερα, συνεχίζει να πορεύεται χωρίς τους Έλληνες. Η Ελληνική διανόηση διακατεχόμενη από μια διαφορετική αντίληψη για τη ζωή είναι αποκομμένη από τον Ελληνοχριστιανικό πολιτισμό, που έδωσε αυτοκρατορική διάσταση στον Ελληνισμό. Η Ελλάδα συνεχίζει μετά από διακόσια περίπου χρόνια ελεύθερου βίου να είναι ένα κράτος που δεν το σέβονται οι πολίτες του, γιατί δεν το αισθάνονται ολότελα δικό τους, γι’ αυτό συνεχίζουν να το κλέβουν. Η ωρίμανση της συλλογικής συνείδησης δεν ήλθε ποτέ, γι’ αυτό και ζει μια νέα χρεοκοπία
Ο πατριωτισμός όμως, όπως και ο πολιτισμός, είναι τρόπος συμπεριφοράς. Έχω πατρίδα σημαίνει ότι κουβαλάω μέσα μου αυτά που στοιχειώνουν το τοπίο ολόγυρα και αυτά που με κάνουν ικανό ν’ αγαπώ εξ ίσου με τον εαυτό μου και τους γύρω μου. Ο γνήσιος και ρεαλιστικός πατριωτισμός προϋποθέτει, ωριμότητα, ευαισθησία και καλλιέργεια, που καθιστούν τους λαούς  ικανούς ν’ αντιλαμβάνονται τους καιρούς που έρχονται. Γιατί, τίποτα δεν γίνεται χωρίς αιτία, ούτε υπάρχει πρόγνωση χωρίς λογική.
Από την εποχή του «Κρίτωνα» ο Σωκράτης, παρά την καταδίκη του, επιμένει και υποστηρίζει ότι η πατρίδα είναι τροφός των κατοίκων της. Αποτελεί τον απαράβατο όρο της ανθρώπινης ύπαρξης και αξιοπρέπειας, τόσο από βιολογική, όσο και από ηθική έννοια.
Η κοινότητα, η πόλη και η πατρίδα, όπως συναντούμε τις έννοιες   αυτές  στον  Επιτάφιο  του Περικλή,  υπάρχουν  για  να ικανοποιούν στο άτομο την ακόρεστη δίψα του, για τιμές και ικανοποίηση του εγώ.  Η δόξα όμως ανήκει σ’ εκείνους, που με τις πράξεις τους δείχνουν ότι ανήκουν σε πλατιά ανθρώπινα σύνολα. Η πόλη και η πολιτική παράγουν πολιτισμό, όταν εξυπηρετούν τα  κοινωνικά  και  όχι τ’ ατομικά συμφέροντα.
Όσο συνεπώς, το ιδεατό υποτάσσεται στην πραγματικότητα της συναινετικής απάτης θα είναι δύσκολο  να φανταστούμε μια ηθική, που θα πυροδοτήσει μια πολιτική κινητοποίηση, ικανή ν’ αναστήσει την πατρίδα μας, σήμερα, η οποία έχει χάσει την Εθνική της αξιοπρέπεια. Η αρρώστια της διαφθοράς, που μας διαολίζει τη σκέψη, έχει φωλιάσει μέσα μας και μας προτρέπει ν’ αρπάξουμε ή να κρύψουμε ότι απέμεινε από την κουρελιασμένη μάνα μας, για να μη γίνουμε επαίτες. Οι συνέπειες όμως της σταδιακής μας υποδούλωσης σε δυνάμεις και οικονομικά κέντρα εξουσίας δεν είναι ακόμη ορατές. Το πιο δυναμικό κομμάτι της Ελληνικής κοινωνίας αναγκάζεται πάλι να ξενιτευτεί, όπως το 1453, το 1922 και μετά τον εμφύλιο.
Βιώνοντας ως έθνος την κοινωνική παρακμή, καλούμαστε να γιορτάσουμε μια παλιγγενεσία, η οποία στη σημερινή συγκυρία καθιστά επίκαιρη μια εθνική κινητοποίηση. Μια κινητοποίηση όμως εθελοντών κληρονόμων του αρχαίου ελληνικού πνεύματος  και των αρετών του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, όπως οι ήρωες του 1821 και των Βαλκανικών πολέμων.








Τρίτη 5 Μαρτίου 2013

ΠΡΟΤΑΣΗ ΜΙΑΣ ΝΕΑΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ
                                                            Γράφει ο Νικ. Σκαρλάτος
                                              
Εάν ρίξουμε μια γρήγορη ματιά στην ιστορία θα διαπιστώσουμε ότι, το κέντρο βάρους του παγκόσμιου πολιτισμού μετακινούνταν σταθερά από τ’ ανατολικά προς τα δυτικά, συμβάλλοντας και στη μετακίνηση των οικονομικών κέντρων προς την ίδια κατεύθυνση. Τίποτα συνεπώς στη ζωή δεν μένει μόνιμο και σταθερό, εκτός από τις αρχές, τις αξίες και τους κανόνες, που συνιστούν τα θεμέλια του πολιτισμού.
Ο Ελληνικός πολιτισμός των κλασσικών χρόνων επηρεασμένος από την Ανατολή και το Χριστιανισμό, ανέδειξε τον Ελληνοχριστιανικό, ο οποίος αφού αφομοίωσε το Ρωμαϊκό, έδωσε αυτοκρατορική διάσταση στον Ελληνισμό, μεταφέροντας και το κέντρο βάρους της οικονομίας στη νέα Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη.  Όπως όμως όλες οι αυτοκρατορίες, έτσι και η Βυζαντινή, που πρωταγωνίστησε πολιτισμικά και οικονομικά επί χίλια και πλέον χρόνια, κατέρρευσε, κάτω υπό το βάρος της πολιτιστικής της παρακμής και της επέκτασης των μεταναστευτικών ρευμάτων των νομάδων Σελτζούκων τούρκων στη Μ. Ασία. Η Βυζαντινή αυτοκρατορία πέρασε στα χέρια μιας νέας στρατοκρατικής τάξης Οθωμανών μουσουλμάνων, οι οποίοι έφθασαν μέχρι τις παρυφές της Βιέννης.
Ο Ελληνισμός βέβαια, συνέχιζε να κρατά τα σκήπτρα της οικονομίας και του πολιτισμού, τα οποία διατήρησε μέχρι την αποκοπή του από το ιστορικό του παρελθόν και τη δημιουργία από τους Βαυαρούς του νεοελληνικού κράτους. Οι Οθωμανοί, αν και οικειοποιήθηκαν τα σύμβολα του Βυζαντίου και έβλεπαν τον εαυτό τους ως τους διαδόχους των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, δεν είχαν πρόταση πολιτισμού και νοήματος στη ζωή. Οι καταπίεση προκάλεσε ένα κύμα φυγής από το Βυζάντιο, το οποίο έφερε την αναγέννηση στη δύση και την άνθηση της οικονομίας στην Ευρώπη. Λίγους αιώνες αργότερα ένα αντίστοιχο ρεύμα θαλασσοπόρων ερευνητών και μεταναστών από τη γηραιά ήπειρο δημιουργούσε τις προϋποθέσεις, για τη μετάδοση του Ευρωπαϊκού πολιτισμού στην Αμερική και την ανάπτυξη μιας νέας οικονομίας, η οποία, μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, προσέφερε στους αποίκους τη στρατιωτική και οικονομική ηγεμονία στον πλανήτη.  Παρατηρείται συνεπώς μια αμοιβαία σχέση στη μετακίνηση του κέντρου βάρους της παγκόσμιας οικονομίας με τα μεταναστευτικά ρεύματα, τα οποία αποτελούσαν πάντοτε τα πιο ζωντανά κύτταρα κάθε κοινωνίας. 
Την οικονομική δραστηριότητα ακολουθεί κατά πόδας και η διεθνής πολιτική. Η μετατόπιση του πλούτου αλλάζει τα δεδομένα και τους συσχετισμούς στα συμφέροντα των χωρών. Το «ανήκομεν εις την δύσιν», το επέβαλαν οι συνθήκες, οι συγκυρίες και  η συνταύτιση των ναυτιλιακών συμφερόντων της χώρας με τα συμφέροντα της εκάστοτε θαλασσοκράτειρας δύναμης, όπως ήταν διαχρονικά η Βενετία, η Γαλλία του Μ. Ναπολέοντα, η Αγγλία μετά το 1815 και οι ΗΠΑ μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Οι συγκυρίες, οι λαοί και  οι ηγέτες είναι  οι τρείς παράγοντες που διαμορφώνουν την ιστορία. Ο πρώτος είναι άψυχος, ο δεύτερος ως μάζα ασυνείδητος και ο τρίτος συνειδητός. Οι ηγέτες συνεπώς, είναι ο μοναδικοί συνειδητοί παράγοντες της ιστορίας.
Ηγέτης με όραμα και φαντασία ο Μέγας Κωνσταντίνος, μετέφερε την πρωτεύουσα του κράτους του από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη συνειδητά, γιατί οι επικρατούσες συνθήκες και η γεω-οικονομική θέση του Βυζαντίου επέβαλαν τη μετακίνηση της πρωτεύουσας του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους στη θέση αυτή. Οι συγκυρίες τον οδήγησαν στην απόφαση να υλοποιήσει  το όραμα του για τη δημιουργία  μιας αυτοκρατορίας Χριστιανικής και πολυπολιτισμικής. Με το διάταγμα των Μεδιολάνων επισημοποίησε το Χριστιανισμό, αλλά επέτρεψε και την ελεύθερη άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων στους εθνικούς.
Η χάραξη όμως υψηλής στρατηγικής πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τα συμφέροντα μιας χώρας και όχι πρόσκαιρα οφέλη. Πρέπει να στηρίζεται σε αναλύσεις, εκτιμήσεις, σχεδίαση, προγραμματισμό και επιστράτευση ή προσαρμογή όλων των προσπαθειών, των μέσων και των δυνάμεων, στην προάσπιση και την επιτυχία των πολιτικών επιδιώξεων της χώρας. Οι στρατηγικές είναι αυτές που αντιμετωπίζουν  αποτελεσματικά τις πραγματικές καταστάσεις, αλλά στρατηγική χωρίς «αντίπαλο» δεν νοείται. Τους αντιπάλους τους επιλέγουμε και τους φίλους αφήνουμε να μας επιλέξουν αυτοί. Η «επιλογή» του αντιπάλου δεν στηρίζεται σε προκαταλήψεις, αλλά  πάνω στη βάση των πραγματικών συμφερόντων. Αντίπαλοι δεν είναι μόνο οι ιστορικοί εχθροί, αλλά και οι κάθε μορφής αποικιοκράτες, που κερδοσκοπούν σε βάρος των λαών, για να τους οδηγήσουν στη χρεοκοπία για να τους αφαιρέσουν την εθνική κυριαρχία,  επιβάλλοντας με τη μέθοδο του «pot latch», (κλείνω ερμητικά στο πιθάρι), όπως τη χαρακτηρίζει η κοινωνιολογία, τις στυγνότερες συνθήκες των πρωτόγονων μορφών αποικιοκρατίας.
Η υψηλή συνεπώς στρατηγική, είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, όταν δεν προσαρμόζεται στο εσωτερικό ή διεθνές περιβάλλον. Όταν δεν υπάρχει εσωτερική συνοχή και σχέση, μεταξύ μέσων και στόχων και δεν χρησιμοποιεί αποτελεσματικά ή κατασπαταλά τα διαθέσιμα μέσα της χώρας. Επιδίωξη της στρατηγικής ακόμη, δεν είναι η απάντηση μόνο στο «τι» και τα «θα», αλλά στο «πώς». Γι’ αυτό εντοπίζει και αναλύει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας, τη γεω-στρατηγική και γεω-οικονομική της θέση, τις ιστορικές της σχέσεις, τις συγκυρίες, την απόσταση  και τις έννοιες της εγγύτητας και της προσβασιμότητας.
Όταν μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και την περίοδο του ψυχρού πολέμου συστήθηκε η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έσπευσε να εντάξει συνειδητά τη χώρα σ’ αυτήν, διότι έβλεπε έτσι να εξυπηρετούνται τα συμφέροντα της. Πολλοί βέβαια, χαρακτήριζαν τότε προκλητική την ταύτιση των συμφερόντων της χώρας μας με αυτά των πλούσιων Ευρωπαϊκών χωρών και την παρομοίαζαν με κολύμπι σε βαθειά νερά. Οι οπαδοί βέβαια της ένταξης πίστευαν σε μια Ευρώπη ομόσπονδων κρατών, όπως την οραματίζονταν οι ιδρυτές της και όχι σε μια Γερμανική Ευρώπη.
Όταν ενταχθήκαμε πλήρως στην ΕΟΚ αρχίσαμε ένα ξέφρενο πάρτι σκορπώντας αλόγιστα τα ευρωπαϊκά πακέτα και τα δάνεια, για να βελτιώσουμε την ποιότητα της ζωής μας. Αντί ν’ ασπασθούμε το δόγμα της πολιτικής οικονομίας και να νοικοκυρευτούμε εκσυγχρονίζοντας τις αναπτυξιακές μας υποδομές με το χρήμα που εισέρρεε, συνεχίσαμε να πορευόμαστε με δόγμα την οικονομική στρατηγική, υποτιμώντας το νόμισμα μας για να κάνουμε ελκυστικά τα προϊόντα μας στο εξωτερικό και να διατηρήσουμε σε υποφερτά επίπεδα το εμπορικό μας ισοζύγιο. Έτσι ευτελίσαμε το εθνικό μας νόμισμα φθάνοντας την ισοτιμία του έναντι του δολαρίου από τις 30 στις 300 δραχμές. Έτσι η ανάγκη του υπερδανεισμού για να καλυφθούν τα ελλείμματα λόγω της διάθεσης των προϊόντων μας σ’ εξευτελιστικές τιμές, μας έφερε το 1990 στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, μόλις η τιμή του πετρελαίου άρχισε να καλπάζει με την πολεμική κρίση στον Περσικό. Το κράτος δεν είχε να πληρώσει μισθούς και οι πολιτικοί μας παρέδωσαν την διακυβέρνηση της χώρας σε οικουμενική Κυβέρνηση υπό τον καθηγητή Ζολώτα. Μόλις όμως αποκαταστάθηκε η δανειοληπτική μας ικανότητα, ζούσαμε πάλι το όνειρο. Είχαμε πλούσιους πολίτες μας έλεγαν τότε και φτωχό κράτος. Γι’ αυτό έστησαν το χρηματιστήριο και πήραν τα χρήματα από τον αφελή λαό. Το εύκολο χρήμα το απέδιδαν σε θαύμα της Ελλάδος, τέτοιο, που μόνο στη χώρα μας γίνεται, γιατί σύμφωνα με το ανέκδοτο, κατοικούμε τη χώρα που διάλεξε ο Θεός για τον εαυτό του. Αισθανθήκαμε τόσο ισχυροί οικονομικά, που αποφασίσαμε να διεκδικήσουμε τους Ολυμπιακούς αγώνες. Το 2004 όλοι μιλούσαν για το «θαύμα» της Ελλάδος. Πίσω όμως έχει η αχλάδα την ουρά, λέει ο λαός. Δεν είχαμε διδαχθεί από το πάθημα της Ατλάντας, που είχε διοργανώσει τους ίδιους αγώνες νωρίτερα. Είχε πέσει επάνω στη χώρα μας όλη τη μαφία των δανειστών, που σήμερα αποκαλούμε «αγορές». Πολλοί απ’ αυτούς, που μας απειλούσαν και τότε, δεν κάνουν άλλη δουλειά. Είναι τραπεζίτες ή “golden boys” και μέλη της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής.
 Έτσι, όταν έσβησαν τα φώτα των αγώνων άρχισαν να έρχονται οι λογαριασμοί. Το χρέος διογκώθηκε και το Μάϊο του 2008 μια υποτίμηση του δολαρίου κατά 30% έκλεισε τη στρόφιγγα του δανεισμού προς τη χώρα μας. Τα συναλλαγματικά αποθέματα δεν έφθαναν για να ξεπληρωθούν το χρέος και οι μισθοί. Ξυπνήσαμε από το όνειρο και διαπιστώσαμε ότι καταστρέψαμε όλο τον παραγωγικό μας ιστό. Ξηλώσαμε απερίσκεπτα τ’ αμπέλια μας  και τις παραδοσιακές μας καλλιέργειες. Κλείσαμε τα ναυπηγεία και τα εργοστάσια μας, συμβάλλοντας βέβαια σ’ αυτό και των συνδικαλιστών με τις παράλογες διεκδικήσεις τους και χάσαμε παραδοσιακές αγορές στη Μέση Ανατολή και τον Αραβικό κόσμο.
Παρά την κρίση όμως, συνεχίζουμε μετά από πέντε χρόνια ύφεσης, να περιμένουμε τους ξένους να μας αναπτύξουν, αντί να στρωθούμε στη δουλειά και να αξιοποιήσουμε ότι μας απέμεινε. Δημιουργήσαμε συσσίτια ανέργων, αντί να μάθουμε τον κόσμο να ψαρεύει. Οι άνεργοι δεν είναι ανήμποροι, αλλά ζωντανά κύτταρα της κοινωνίας μας. Το κράτος, οι δήμοι και η εκκλησία όφειλαν να τους οργανώσουν και να τους προσφέρουν κοινωνικό ρόλο, για να μην αισθάνονται περιθωριακοί. Ο άνθρωπος δεν είναι δυστυχισμένος όταν δεν έχει να φάει, αλλά όταν είναι άνεργος.  Σ’ αυτό το κατάντημα δεν είχαμε φτάσει ούτε τη δεκαετία του 1940.
Ο Αριστοφάνης στον «Πλούτο» αναφέρει ότι, η πενία υπήρξε η κυριότερη αιτία της κοινωνικής προόδου της Αθήνας, διότι επεξέτεινε τη δράση της προς πάσα κατεύθυνση. Εμείς όμως συνεχίζουμε να περιμένουμε, κάθε φορά που έρχεται η γνωστή «τρόϊκα», την απελευθέρωση της επόμενης δόσης ενός νέου δανείου. Με τόσες δόσεις πάθαμε φαίνεται «Μιθριδατισμό» και δεν μας πιάνει το φάρμακο.
Η δράση όμως του φαρμάκου για να είναι επιτυχής χρειάζεται σωστή διάγνωση της ασθένειας και του προβλήματος. Ανοησία είναι να προσδοκάς διαφορετικά αποτελέσματα ακολουθώντας την ίδια μέθοδο, έλεγε ο Ανστάϊν, δίνοντας τον ορισμό της λέξης.
Η διαμόρφωση συνεπώς μιας νέας στρατηγικής για την πορεία της χώρας, πρέπει να δίδει τεκμηριωμένες και όχι αόριστες απαντήσεις στο πως εξυπηρετούνται τα συμφέροντα της. Απάντηση άμεση στα ερωτήματα που αναφύονται από τους καθημερινούς προβληματισμούς. Μας συμφέρει η αποικιοκρατική παραμονή μας σε μια Γερμανική Ευρώπη και σ’ ένα σκληρό νόμισμα, που ξεπερνά τους κανόνες που επέβαλαν το 1816 η Αγγλία με το χρυσό και μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι ΗΠΑ με το δολάριο, όταν αναδείχθηκαν σε κοσμοκράτειρες δυνάμεις; Θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της χώρας η έξοδος μας από την Ευρωζώνη και η δημιουργία μιας οικονομικής και πολιτικής ένωσης με τις χώρες του νότου ή  της περιοχής, στα ιστορικά πρότυπα του Βυζαντίου;  Σύμφωνα με την ειδησεογραφία, η Μεγάλη Βρετανία  έχει προγραμματίσει τη διεξαγωγή δημοψηφισμάτων μετά τις εκλογές την άνοιξη του 2015, με το ερώτημα της πλήρους αποχώρησης από την Ε.Ε.
Είναι καιρός στα πλαίσια μιας νέας στρατηγικής ν’ αποβάλλουμε τις προκαταλήψεις και ν’ απλώσουμε γέφυρες επικοινωνίας με τους γείτονες μας. Ν’  αναλάβουμε πρωτοβουλίες για μια ισότιμη συνεργασία μαζί τους σε όλα τα επίπεδα και όλους τους τομείς, εάν θέλουμε να γίνουμε πάλι πρωταγωνιστές και κυρίαρχοι στον πλούτο της περιοχής μας, αντί να τον εκχωρήσουμε, όπως μεθοδικά το επιδιώκουν, οι κάθε μορφής νέοι σταυροφόροι.
Πριν από μερικά χρόνια, ο πρώην πρόεδρος της Τουρκίας, ο δολοφονηθείς όπως διαπιστώνεται σήμερα Τοργκούτ Οζάλ, είχε κάνει μια ριζοσπαστική πρόταση. Πρότεινε τη δημιουργία μιας ομοσπονδίας με τη χώρα μας πάνω στα πρότυπα της Βαλκανικής ομοσπονδίας, όπως την πρότεινε το 1911 ο Γάλλος δημοσιολόγος Ρενέ Πινόν στο εκδοθέν τότε σύγγραμμά του «Η Ευρώπη και η Νέα Τουρκία». Ίσως, εάν εφαρμόζονταν τότε η πρόταση αυτή, η τύχη του Ελληνισμού και της Βαλκανικής, που αποτέλεσε την πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης να ήταν διαφορετική, εάν βέβαια παρεμποδίζονταν και η ανάμειξη των Μ. Δυνάμεων στην περιοχή.  
Κατηγορούμε δογματικά τους Φαναριώτες και τους ανθενωτικούς, οι οποίοι προτιμούσαν «το φέσι του σουλτάνου από την τιάρα του πάπα». Δεν το έκαναν όμως επειδή ήταν αντίθετοι με την ένωση των εκκλησιών, αλλά επειδή επιδίωκαν μια ένωση ισότιμη, στα πλαίσια μιας ομόσπονδης λογικής χωρίς πρωτεία. Η πολιτική τους απέβλεπε στην υπέρβαση και τη  συνεργασία με το σουλτάνο για τη μετεξέλιξη της αυτοκρατορίας σε μια ομοσπονδία εθνών, που θ’ αναβίωνε πάλι, με την κυριαρχία του ελληνικού πολιτισμού, το Βυζάντιο.
Το 1975 μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και την επελθούσα στη χώρα μεταπολίτευση, ενταχθήκαμε από το φόβο μιας νέας δικτατορίας και την απειλή ενός Ελληνοτουρκικού πολέμου, εσπευσμένα στην τότε ΕΟΚ. Ενταχθήκαμε χωρίς να το συζητήσουμε και χωρίς δημοψήφισμα, όπως έκαναν άλλες χώρες. Μας υποσχέθηκαν τότε μια ομόσπονδη Ευρώπη ισότιμων εθνών, όπως ισχυρίζονταν οι ηγέτες της ιδρυτικής της διακήρυξης και όχι μια Γερμανική Ευρώπη, που επιβεβαιώνει σήμερα τους ενδοιασμούς δύο μεγάλων πολιτικών φυσιογνωμιών του σοσιαλιστή Μιττεράν και της συντηρητικής Θάτσερ, οι οποίοι φοβούνταν την εξέλιξη αυτή. Η ΕΟΚ βέβαια, δημιουργήθηκε αρχικά ως ένωση Άνθρακα και Χάλυβα μεταξύ των ισχυρών βιομηχανικών χωρών της Ευρώπης, για να εξασφαλίσουν την αυτάρκειά τους σε πρώτες ύλες, μετά την απώλεια των αποικιών τους. Να μη μας φαίνεται σήμερα παράξενη η αποικιοκρατική συμπεριφορά της Γερμανίας. Έπρεπε να το είχαμε υποψιαστεί. Τα έθνη όμως δεν παραδίδονται αμαχητί.
Η Τουρκία χωρίς την ένταξη της στην Ε.Ε διέρχεται σήμερα μια περίοδο πρωτοφανούς ανάπτυξης σε αντίθεση με την πατρίδα μας ή την Κύπρο, οι οποίες πριν από την ένταξη τους στην ΕΕ, δεν είχαν τα προβλήματα, που αντιμετωπίζουν σήμερα.  Όσο συνεπώς, πιο γρήγορα αναλύσουμε και κατανοήσουμε το νέο περιβάλλον, τόσο περισσότερο θα είμαστε σε θέση να δώσουμε απάντηση στα ερωτήματα, που μας ταλαιπωρούν και να ξαναβρούμε τον εαυτό μας.