Τρίτη 5 Μαρτίου 2013

ΠΡΟΤΑΣΗ ΜΙΑΣ ΝΕΑΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ
                                                            Γράφει ο Νικ. Σκαρλάτος
                                              
Εάν ρίξουμε μια γρήγορη ματιά στην ιστορία θα διαπιστώσουμε ότι, το κέντρο βάρους του παγκόσμιου πολιτισμού μετακινούνταν σταθερά από τ’ ανατολικά προς τα δυτικά, συμβάλλοντας και στη μετακίνηση των οικονομικών κέντρων προς την ίδια κατεύθυνση. Τίποτα συνεπώς στη ζωή δεν μένει μόνιμο και σταθερό, εκτός από τις αρχές, τις αξίες και τους κανόνες, που συνιστούν τα θεμέλια του πολιτισμού.
Ο Ελληνικός πολιτισμός των κλασσικών χρόνων επηρεασμένος από την Ανατολή και το Χριστιανισμό, ανέδειξε τον Ελληνοχριστιανικό, ο οποίος αφού αφομοίωσε το Ρωμαϊκό, έδωσε αυτοκρατορική διάσταση στον Ελληνισμό, μεταφέροντας και το κέντρο βάρους της οικονομίας στη νέα Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη.  Όπως όμως όλες οι αυτοκρατορίες, έτσι και η Βυζαντινή, που πρωταγωνίστησε πολιτισμικά και οικονομικά επί χίλια και πλέον χρόνια, κατέρρευσε, κάτω υπό το βάρος της πολιτιστικής της παρακμής και της επέκτασης των μεταναστευτικών ρευμάτων των νομάδων Σελτζούκων τούρκων στη Μ. Ασία. Η Βυζαντινή αυτοκρατορία πέρασε στα χέρια μιας νέας στρατοκρατικής τάξης Οθωμανών μουσουλμάνων, οι οποίοι έφθασαν μέχρι τις παρυφές της Βιέννης.
Ο Ελληνισμός βέβαια, συνέχιζε να κρατά τα σκήπτρα της οικονομίας και του πολιτισμού, τα οποία διατήρησε μέχρι την αποκοπή του από το ιστορικό του παρελθόν και τη δημιουργία από τους Βαυαρούς του νεοελληνικού κράτους. Οι Οθωμανοί, αν και οικειοποιήθηκαν τα σύμβολα του Βυζαντίου και έβλεπαν τον εαυτό τους ως τους διαδόχους των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, δεν είχαν πρόταση πολιτισμού και νοήματος στη ζωή. Οι καταπίεση προκάλεσε ένα κύμα φυγής από το Βυζάντιο, το οποίο έφερε την αναγέννηση στη δύση και την άνθηση της οικονομίας στην Ευρώπη. Λίγους αιώνες αργότερα ένα αντίστοιχο ρεύμα θαλασσοπόρων ερευνητών και μεταναστών από τη γηραιά ήπειρο δημιουργούσε τις προϋποθέσεις, για τη μετάδοση του Ευρωπαϊκού πολιτισμού στην Αμερική και την ανάπτυξη μιας νέας οικονομίας, η οποία, μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, προσέφερε στους αποίκους τη στρατιωτική και οικονομική ηγεμονία στον πλανήτη.  Παρατηρείται συνεπώς μια αμοιβαία σχέση στη μετακίνηση του κέντρου βάρους της παγκόσμιας οικονομίας με τα μεταναστευτικά ρεύματα, τα οποία αποτελούσαν πάντοτε τα πιο ζωντανά κύτταρα κάθε κοινωνίας. 
Την οικονομική δραστηριότητα ακολουθεί κατά πόδας και η διεθνής πολιτική. Η μετατόπιση του πλούτου αλλάζει τα δεδομένα και τους συσχετισμούς στα συμφέροντα των χωρών. Το «ανήκομεν εις την δύσιν», το επέβαλαν οι συνθήκες, οι συγκυρίες και  η συνταύτιση των ναυτιλιακών συμφερόντων της χώρας με τα συμφέροντα της εκάστοτε θαλασσοκράτειρας δύναμης, όπως ήταν διαχρονικά η Βενετία, η Γαλλία του Μ. Ναπολέοντα, η Αγγλία μετά το 1815 και οι ΗΠΑ μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Οι συγκυρίες, οι λαοί και  οι ηγέτες είναι  οι τρείς παράγοντες που διαμορφώνουν την ιστορία. Ο πρώτος είναι άψυχος, ο δεύτερος ως μάζα ασυνείδητος και ο τρίτος συνειδητός. Οι ηγέτες συνεπώς, είναι ο μοναδικοί συνειδητοί παράγοντες της ιστορίας.
Ηγέτης με όραμα και φαντασία ο Μέγας Κωνσταντίνος, μετέφερε την πρωτεύουσα του κράτους του από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη συνειδητά, γιατί οι επικρατούσες συνθήκες και η γεω-οικονομική θέση του Βυζαντίου επέβαλαν τη μετακίνηση της πρωτεύουσας του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους στη θέση αυτή. Οι συγκυρίες τον οδήγησαν στην απόφαση να υλοποιήσει  το όραμα του για τη δημιουργία  μιας αυτοκρατορίας Χριστιανικής και πολυπολιτισμικής. Με το διάταγμα των Μεδιολάνων επισημοποίησε το Χριστιανισμό, αλλά επέτρεψε και την ελεύθερη άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων στους εθνικούς.
Η χάραξη όμως υψηλής στρατηγικής πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τα συμφέροντα μιας χώρας και όχι πρόσκαιρα οφέλη. Πρέπει να στηρίζεται σε αναλύσεις, εκτιμήσεις, σχεδίαση, προγραμματισμό και επιστράτευση ή προσαρμογή όλων των προσπαθειών, των μέσων και των δυνάμεων, στην προάσπιση και την επιτυχία των πολιτικών επιδιώξεων της χώρας. Οι στρατηγικές είναι αυτές που αντιμετωπίζουν  αποτελεσματικά τις πραγματικές καταστάσεις, αλλά στρατηγική χωρίς «αντίπαλο» δεν νοείται. Τους αντιπάλους τους επιλέγουμε και τους φίλους αφήνουμε να μας επιλέξουν αυτοί. Η «επιλογή» του αντιπάλου δεν στηρίζεται σε προκαταλήψεις, αλλά  πάνω στη βάση των πραγματικών συμφερόντων. Αντίπαλοι δεν είναι μόνο οι ιστορικοί εχθροί, αλλά και οι κάθε μορφής αποικιοκράτες, που κερδοσκοπούν σε βάρος των λαών, για να τους οδηγήσουν στη χρεοκοπία για να τους αφαιρέσουν την εθνική κυριαρχία,  επιβάλλοντας με τη μέθοδο του «pot latch», (κλείνω ερμητικά στο πιθάρι), όπως τη χαρακτηρίζει η κοινωνιολογία, τις στυγνότερες συνθήκες των πρωτόγονων μορφών αποικιοκρατίας.
Η υψηλή συνεπώς στρατηγική, είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, όταν δεν προσαρμόζεται στο εσωτερικό ή διεθνές περιβάλλον. Όταν δεν υπάρχει εσωτερική συνοχή και σχέση, μεταξύ μέσων και στόχων και δεν χρησιμοποιεί αποτελεσματικά ή κατασπαταλά τα διαθέσιμα μέσα της χώρας. Επιδίωξη της στρατηγικής ακόμη, δεν είναι η απάντηση μόνο στο «τι» και τα «θα», αλλά στο «πώς». Γι’ αυτό εντοπίζει και αναλύει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας, τη γεω-στρατηγική και γεω-οικονομική της θέση, τις ιστορικές της σχέσεις, τις συγκυρίες, την απόσταση  και τις έννοιες της εγγύτητας και της προσβασιμότητας.
Όταν μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και την περίοδο του ψυχρού πολέμου συστήθηκε η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έσπευσε να εντάξει συνειδητά τη χώρα σ’ αυτήν, διότι έβλεπε έτσι να εξυπηρετούνται τα συμφέροντα της. Πολλοί βέβαια, χαρακτήριζαν τότε προκλητική την ταύτιση των συμφερόντων της χώρας μας με αυτά των πλούσιων Ευρωπαϊκών χωρών και την παρομοίαζαν με κολύμπι σε βαθειά νερά. Οι οπαδοί βέβαια της ένταξης πίστευαν σε μια Ευρώπη ομόσπονδων κρατών, όπως την οραματίζονταν οι ιδρυτές της και όχι σε μια Γερμανική Ευρώπη.
Όταν ενταχθήκαμε πλήρως στην ΕΟΚ αρχίσαμε ένα ξέφρενο πάρτι σκορπώντας αλόγιστα τα ευρωπαϊκά πακέτα και τα δάνεια, για να βελτιώσουμε την ποιότητα της ζωής μας. Αντί ν’ ασπασθούμε το δόγμα της πολιτικής οικονομίας και να νοικοκυρευτούμε εκσυγχρονίζοντας τις αναπτυξιακές μας υποδομές με το χρήμα που εισέρρεε, συνεχίσαμε να πορευόμαστε με δόγμα την οικονομική στρατηγική, υποτιμώντας το νόμισμα μας για να κάνουμε ελκυστικά τα προϊόντα μας στο εξωτερικό και να διατηρήσουμε σε υποφερτά επίπεδα το εμπορικό μας ισοζύγιο. Έτσι ευτελίσαμε το εθνικό μας νόμισμα φθάνοντας την ισοτιμία του έναντι του δολαρίου από τις 30 στις 300 δραχμές. Έτσι η ανάγκη του υπερδανεισμού για να καλυφθούν τα ελλείμματα λόγω της διάθεσης των προϊόντων μας σ’ εξευτελιστικές τιμές, μας έφερε το 1990 στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, μόλις η τιμή του πετρελαίου άρχισε να καλπάζει με την πολεμική κρίση στον Περσικό. Το κράτος δεν είχε να πληρώσει μισθούς και οι πολιτικοί μας παρέδωσαν την διακυβέρνηση της χώρας σε οικουμενική Κυβέρνηση υπό τον καθηγητή Ζολώτα. Μόλις όμως αποκαταστάθηκε η δανειοληπτική μας ικανότητα, ζούσαμε πάλι το όνειρο. Είχαμε πλούσιους πολίτες μας έλεγαν τότε και φτωχό κράτος. Γι’ αυτό έστησαν το χρηματιστήριο και πήραν τα χρήματα από τον αφελή λαό. Το εύκολο χρήμα το απέδιδαν σε θαύμα της Ελλάδος, τέτοιο, που μόνο στη χώρα μας γίνεται, γιατί σύμφωνα με το ανέκδοτο, κατοικούμε τη χώρα που διάλεξε ο Θεός για τον εαυτό του. Αισθανθήκαμε τόσο ισχυροί οικονομικά, που αποφασίσαμε να διεκδικήσουμε τους Ολυμπιακούς αγώνες. Το 2004 όλοι μιλούσαν για το «θαύμα» της Ελλάδος. Πίσω όμως έχει η αχλάδα την ουρά, λέει ο λαός. Δεν είχαμε διδαχθεί από το πάθημα της Ατλάντας, που είχε διοργανώσει τους ίδιους αγώνες νωρίτερα. Είχε πέσει επάνω στη χώρα μας όλη τη μαφία των δανειστών, που σήμερα αποκαλούμε «αγορές». Πολλοί απ’ αυτούς, που μας απειλούσαν και τότε, δεν κάνουν άλλη δουλειά. Είναι τραπεζίτες ή “golden boys” και μέλη της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής.
 Έτσι, όταν έσβησαν τα φώτα των αγώνων άρχισαν να έρχονται οι λογαριασμοί. Το χρέος διογκώθηκε και το Μάϊο του 2008 μια υποτίμηση του δολαρίου κατά 30% έκλεισε τη στρόφιγγα του δανεισμού προς τη χώρα μας. Τα συναλλαγματικά αποθέματα δεν έφθαναν για να ξεπληρωθούν το χρέος και οι μισθοί. Ξυπνήσαμε από το όνειρο και διαπιστώσαμε ότι καταστρέψαμε όλο τον παραγωγικό μας ιστό. Ξηλώσαμε απερίσκεπτα τ’ αμπέλια μας  και τις παραδοσιακές μας καλλιέργειες. Κλείσαμε τα ναυπηγεία και τα εργοστάσια μας, συμβάλλοντας βέβαια σ’ αυτό και των συνδικαλιστών με τις παράλογες διεκδικήσεις τους και χάσαμε παραδοσιακές αγορές στη Μέση Ανατολή και τον Αραβικό κόσμο.
Παρά την κρίση όμως, συνεχίζουμε μετά από πέντε χρόνια ύφεσης, να περιμένουμε τους ξένους να μας αναπτύξουν, αντί να στρωθούμε στη δουλειά και να αξιοποιήσουμε ότι μας απέμεινε. Δημιουργήσαμε συσσίτια ανέργων, αντί να μάθουμε τον κόσμο να ψαρεύει. Οι άνεργοι δεν είναι ανήμποροι, αλλά ζωντανά κύτταρα της κοινωνίας μας. Το κράτος, οι δήμοι και η εκκλησία όφειλαν να τους οργανώσουν και να τους προσφέρουν κοινωνικό ρόλο, για να μην αισθάνονται περιθωριακοί. Ο άνθρωπος δεν είναι δυστυχισμένος όταν δεν έχει να φάει, αλλά όταν είναι άνεργος.  Σ’ αυτό το κατάντημα δεν είχαμε φτάσει ούτε τη δεκαετία του 1940.
Ο Αριστοφάνης στον «Πλούτο» αναφέρει ότι, η πενία υπήρξε η κυριότερη αιτία της κοινωνικής προόδου της Αθήνας, διότι επεξέτεινε τη δράση της προς πάσα κατεύθυνση. Εμείς όμως συνεχίζουμε να περιμένουμε, κάθε φορά που έρχεται η γνωστή «τρόϊκα», την απελευθέρωση της επόμενης δόσης ενός νέου δανείου. Με τόσες δόσεις πάθαμε φαίνεται «Μιθριδατισμό» και δεν μας πιάνει το φάρμακο.
Η δράση όμως του φαρμάκου για να είναι επιτυχής χρειάζεται σωστή διάγνωση της ασθένειας και του προβλήματος. Ανοησία είναι να προσδοκάς διαφορετικά αποτελέσματα ακολουθώντας την ίδια μέθοδο, έλεγε ο Ανστάϊν, δίνοντας τον ορισμό της λέξης.
Η διαμόρφωση συνεπώς μιας νέας στρατηγικής για την πορεία της χώρας, πρέπει να δίδει τεκμηριωμένες και όχι αόριστες απαντήσεις στο πως εξυπηρετούνται τα συμφέροντα της. Απάντηση άμεση στα ερωτήματα που αναφύονται από τους καθημερινούς προβληματισμούς. Μας συμφέρει η αποικιοκρατική παραμονή μας σε μια Γερμανική Ευρώπη και σ’ ένα σκληρό νόμισμα, που ξεπερνά τους κανόνες που επέβαλαν το 1816 η Αγγλία με το χρυσό και μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι ΗΠΑ με το δολάριο, όταν αναδείχθηκαν σε κοσμοκράτειρες δυνάμεις; Θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της χώρας η έξοδος μας από την Ευρωζώνη και η δημιουργία μιας οικονομικής και πολιτικής ένωσης με τις χώρες του νότου ή  της περιοχής, στα ιστορικά πρότυπα του Βυζαντίου;  Σύμφωνα με την ειδησεογραφία, η Μεγάλη Βρετανία  έχει προγραμματίσει τη διεξαγωγή δημοψηφισμάτων μετά τις εκλογές την άνοιξη του 2015, με το ερώτημα της πλήρους αποχώρησης από την Ε.Ε.
Είναι καιρός στα πλαίσια μιας νέας στρατηγικής ν’ αποβάλλουμε τις προκαταλήψεις και ν’ απλώσουμε γέφυρες επικοινωνίας με τους γείτονες μας. Ν’  αναλάβουμε πρωτοβουλίες για μια ισότιμη συνεργασία μαζί τους σε όλα τα επίπεδα και όλους τους τομείς, εάν θέλουμε να γίνουμε πάλι πρωταγωνιστές και κυρίαρχοι στον πλούτο της περιοχής μας, αντί να τον εκχωρήσουμε, όπως μεθοδικά το επιδιώκουν, οι κάθε μορφής νέοι σταυροφόροι.
Πριν από μερικά χρόνια, ο πρώην πρόεδρος της Τουρκίας, ο δολοφονηθείς όπως διαπιστώνεται σήμερα Τοργκούτ Οζάλ, είχε κάνει μια ριζοσπαστική πρόταση. Πρότεινε τη δημιουργία μιας ομοσπονδίας με τη χώρα μας πάνω στα πρότυπα της Βαλκανικής ομοσπονδίας, όπως την πρότεινε το 1911 ο Γάλλος δημοσιολόγος Ρενέ Πινόν στο εκδοθέν τότε σύγγραμμά του «Η Ευρώπη και η Νέα Τουρκία». Ίσως, εάν εφαρμόζονταν τότε η πρόταση αυτή, η τύχη του Ελληνισμού και της Βαλκανικής, που αποτέλεσε την πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης να ήταν διαφορετική, εάν βέβαια παρεμποδίζονταν και η ανάμειξη των Μ. Δυνάμεων στην περιοχή.  
Κατηγορούμε δογματικά τους Φαναριώτες και τους ανθενωτικούς, οι οποίοι προτιμούσαν «το φέσι του σουλτάνου από την τιάρα του πάπα». Δεν το έκαναν όμως επειδή ήταν αντίθετοι με την ένωση των εκκλησιών, αλλά επειδή επιδίωκαν μια ένωση ισότιμη, στα πλαίσια μιας ομόσπονδης λογικής χωρίς πρωτεία. Η πολιτική τους απέβλεπε στην υπέρβαση και τη  συνεργασία με το σουλτάνο για τη μετεξέλιξη της αυτοκρατορίας σε μια ομοσπονδία εθνών, που θ’ αναβίωνε πάλι, με την κυριαρχία του ελληνικού πολιτισμού, το Βυζάντιο.
Το 1975 μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και την επελθούσα στη χώρα μεταπολίτευση, ενταχθήκαμε από το φόβο μιας νέας δικτατορίας και την απειλή ενός Ελληνοτουρκικού πολέμου, εσπευσμένα στην τότε ΕΟΚ. Ενταχθήκαμε χωρίς να το συζητήσουμε και χωρίς δημοψήφισμα, όπως έκαναν άλλες χώρες. Μας υποσχέθηκαν τότε μια ομόσπονδη Ευρώπη ισότιμων εθνών, όπως ισχυρίζονταν οι ηγέτες της ιδρυτικής της διακήρυξης και όχι μια Γερμανική Ευρώπη, που επιβεβαιώνει σήμερα τους ενδοιασμούς δύο μεγάλων πολιτικών φυσιογνωμιών του σοσιαλιστή Μιττεράν και της συντηρητικής Θάτσερ, οι οποίοι φοβούνταν την εξέλιξη αυτή. Η ΕΟΚ βέβαια, δημιουργήθηκε αρχικά ως ένωση Άνθρακα και Χάλυβα μεταξύ των ισχυρών βιομηχανικών χωρών της Ευρώπης, για να εξασφαλίσουν την αυτάρκειά τους σε πρώτες ύλες, μετά την απώλεια των αποικιών τους. Να μη μας φαίνεται σήμερα παράξενη η αποικιοκρατική συμπεριφορά της Γερμανίας. Έπρεπε να το είχαμε υποψιαστεί. Τα έθνη όμως δεν παραδίδονται αμαχητί.
Η Τουρκία χωρίς την ένταξη της στην Ε.Ε διέρχεται σήμερα μια περίοδο πρωτοφανούς ανάπτυξης σε αντίθεση με την πατρίδα μας ή την Κύπρο, οι οποίες πριν από την ένταξη τους στην ΕΕ, δεν είχαν τα προβλήματα, που αντιμετωπίζουν σήμερα.  Όσο συνεπώς, πιο γρήγορα αναλύσουμε και κατανοήσουμε το νέο περιβάλλον, τόσο περισσότερο θα είμαστε σε θέση να δώσουμε απάντηση στα ερωτήματα, που μας ταλαιπωρούν και να ξαναβρούμε τον εαυτό μας.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου