Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2013

ΤΟ ΡΟΜΑΝΤΙΚΟ ΙΔΑΝΙΚΟ ΤΩΝ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΤΗΣ ΕΟΚΑ

ΠΟΥ  ΘΑΦΤΗΚΕ ΣΤΑ ΕΡΕΙΠΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

                                                        
                                                    Υπό Νικολάου Σκαρλάτου

          Το ρομαντικό ιδανικό των Κυπρίων αγωνιστών της ΕΟΚΑ, για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, απασχολούσε τον Κυπριακό Ελληνισμό πολύ παλαιότερα από τη Βρετανική κατοχή. Η πρώτη φάση του ζητήματος άρχισε αμέσως μετά την κατάληψη του νησιού το 1571 από τους Τούρκους, ενώ η δεύτερη μετά την επιτυχία της Ελληνικής Επανάστασης, όταν ο Κόμης Καποδίστριας εξέφρασε το 1828 την επιθυμία για ένωση της Κύπρου με το Ελληνικό κράτος.

Τον Αύγουστο του 1911, στην εφημερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» της Θεσσαλονίκης, η οποία βρίσκονταν τότε υπό Οθωμανική κατοχή, αναδημοσιεύθηκε ένα άρθρο της εφημερίδας «Νεότουρκος» με τον τίτλο «ΚΥΠΡΟΣ ΚΑΙ ΚΡΗΤΗ». Στο άρθρο αυτό  ο Δζελάλ Νουρή, αρχισυντάκτης προφανώς της τουρκικής εφημερίδας, σχολίαζε ένα δημοσίευμα των «Τάϊμς», που έφερε στην επιφάνεια η εφημερίδα «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» των Αθηνών. Στο κείμενο, ένα χρόνο πριν από τους Βαλκανικούς πολέμους, αντικατοπτρίζεται όλο το κλίμα της εποχής για το Κυπριακό.

[ Οι «Τάϊμς», έγραφε ο Δζελάλ Νουρή, το όργανο του αγγλικού συντηρητικού κόμματος, του «μεγάλου ηλιθίου κόμματος», όπως το αποκαλούσε ο Τσάμπερλαϊν, προ της μετά των φιλελευθέρων ρήξεως του, είναι πράγματι μεγάλοι υπό πάσας τας απόψεις, τας διαστάσεις, την σοβαρότητα ακόμη και κατά την… φαντασία. Η δύναμις λοιπόν της φαντασίας του συντάκτη της εφημερίδος αυτής, ώθησε επί του τάπητος, κατά τον «Ταχυδρόμον», ένα πολύ σοβαρό ζήτημα.

Πρόκειται να δωρηθεί στην Ελλάδα η Κύπρος, της Κρήτης ούσης ήδη κλήρου της ιδίας Ελλάδος. Και ως αντιστάθμισμα η Μεγάλη Βρετανία θα λάβει τον λιμένα της Σούδας!
 
Η πρότασις αυτή ήτις φέρει όλα τα χαρακτηριστικά μυθοπλαστίας ριπτομένη εις το μέσον, υπό των σωβινιστικών εφημερίδων των Αθηνών, θα μας εξέπλητε μεγάλως, εάν προήρχετο εκ των γηραιών «Τάϊμς», αλλ’ ως φαίνεται μεταξύ της παλαιάς και νέας εφημερίδος υπάρχει περιθώριον ως ίσως εκείνο, όπερ υφίσταται μεταξύ των δύο καιρών.

Όπως και αν έχει ας εξετάσουμε τα γεγονότα:
Το 1878 μετά τον ατυχή για την Τουρκία Ρωσο-τουρκικό πόλεμο, τον κίνδυνο διάλυσης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και την διατάραξη της Ευρωπαϊκής ισορροπίας, εκτιμώντας η Αγγλική κυβέρνηση ότι σώζοντας την Τουρκία, διασώζει τα ζωτικά της συμφέροντα στην περιοχή, θεώρησε υποχρέωσή της να υπερασπιστεί την Οθωμανική ακεραιότητα.
Για το σκοπό αυτό ο λόρδος Βήκονσφηλδ και ο Σεβκέτ πασάς συμφώνησαν ότι:
-Η Αγγλία θα εγγυούνταν την ακεραιότητα του Οθωμανικού κράτους στην Ασία.
-Η Τουρκία θα προχωρούσε σε μεταρρυθμίσεις στην Αρμενία και
- Για την εκτέλεση της υποχρέωσης που ανελάμβανε η Αγγλία έναντι της Τουρκίας η Υψηλή Πύλη θα έθετε στη διάθεσή της το νησί της Κύπρου. Η Μ. Βρετανία θα διοικούσε και θα κατείχε το Σαντζάκι αυτό, το δε περίσσευμα των προσόδων του νησιού θα πληρώνονταν στην Κυρίαρχη Αυλή. Η Πύλη θα διατηρούσε την κυριαρχία του νησιού. ( Υπάρχει λόγος να ληφθεί τούτο υπ’ όψιν, αφού όλαι αι φιλελεύθεραι ή ενωτικαί κυβερνήσεις εσεβάσθησαν μέχρι σήμερον τον όρον τούτον καταβαλλούσαι ακέραιας τας προσόδους της νήσου εις το ταμείον του ημετέρου  χρέους).
- Η νήσος θα επανέλθει εις την Τουρκίαν,  όταν η τελευταία ανακτήσει το Κάρς, το Βατούμ και το Αρδαχάν.
Ουδείς διδάκτωρ του διεθνούς δικαίου, ουδεμία Κυβέρνησις συμπεριλαμβανομένης και της Αγγλικής διαφιλονικεί τα δικαιώματα του Σουλτάνου επί της Κύπρου.
Εάν η Αγγλία θέλει να καταγγείλει την συνθήκην ταύτην, δεν έχει άλλο μέσον ή να επιστρέψει την νήσον εις τον ιδιοκτήτην αυτής. Το δημοσίευμα λοιπόν των «Τάϊμς», καθ’ ο η  Κύπρος δεν δύναται συνωδά το Ευρωπαϊκώ δόγματι, να επανέλθει εις την Τουρκίαν είναι πλέον ή παράδοξον.
Τι είναι αυτό το Ευρωπαϊκόν δόγμα, αν όχι το των «Τάϊμς» των κ.κ ιμπεριαλιστών των Μπέρμιγχαμ και όλων των φανατικών ανεξαρτήτως αποχρώσεως!
Και εις ποίον ανήκει η Κρήτη;
Δεν είναι αληθές ότι όλαι αι Ευρωπαϊκαί Δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένης και της Αγγλίας, ανανέωσαν από του 1897 την υπόσχεσιν των περί διαφυλάξεως των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Α.Μ του Σουλτάνου επί της νήσου Κρήτης; Είναι εύκολον δια την Αγγλίαν, δια μόνην την Αγγλίαν να οικειοποιηθεί εν τη νοτιο-ανατολική Μεσογείω, την στρατηγικήν ταύτην θέσιν, την απαράμιλλον, την δεσπόζουσαν όλων εκείνων των θαλασσών, ήτις καλείται Σούδα; Τούτον δεν θα  εξέθετεν εις σοβαρόν κίνδυνον την ναυτικήν ισορροπίαν ολοκλήρου της Ανατολής και της Ευρώπης; Η Σούδα εις χείρας των Άγγλων δεν θα είχεν άλλον σκοπόν ή το ν’ αποκρούσει πάσας τας δια την τύχη της Μεσογείου ενδιαφερομένας δυνάμεις: την Γαλλίαν, Ιταλίαν, Αυστροουγγαρίαν, και αυτήν την τόσον απομεμακρυσμένην Ισπανίαν, την Ρωσίαν, χωρίς ν’ αναφέρομεν την Τουρκίαν και τα Βαλκανικά κράτη.
Δια να συντελεστεί το έργον τούτο απαιτείται υπεράνθρωπος προσπάθεια, από μέρους της Αγγλίας, προσπάθεια μη δυναμένη να παραβληθεί προς καταβληθείσαν τω 1897 υπό των ιμπεριαλιστών προς εξάλειψιν εκ του γεωγραφικού χάρτου  των αφρικανικών δημοκρατιών.
Έχομεν στερράν πεποίθησιν ότι τοιαύται προτάσεις δεν θα τύχωσιν της τιμής να ληφθώσι καν υπ’ όψιν υπό φιλελευθέρου υπουργείου οίον το του Άσκουιθ Γκρέϋ ].

Αυτές ήταν οι θέσεις της Τουρκικής πλευράς μέχρι τη συνθήκη της Λοζάνης, η οποία επικύρωσε το 1922 την καταστρεπτική ήττα και ταπείνωση της Ελλάδας στη Μ.  Ασία. Η συνθήκη αυτή ανάμεσα στ’ άλλα ταπεινωτικά, που πρόβλεπε για την Ελλάδα, παραχωρούσε με τα άρθρα 15 και 20 τα Δωδεκάνησα στους Ιταλούς και την Κύπρο τους Άγγλους αντίστοιχα.
           
Ο σκοπός όμως της διάσκεψης αυτής, ήταν ακόμη πιο ευρύς. Δεν είχε στλοχο μόνο την επίλυση των Ελληνοτουρκικών διαφορών, αλλά και  την αναθεώρηση της συνθήκης των Σεβρών της Γαλλίας (Αύγουστος του 1920), που είχε συναφθεί μεταξύ των 18 εν συνόλω συμμάχων χωρών της Ευρώπης, κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αφ’ ενός και της Τουρκίας αφ’ ετέρου. Στη συνδιάσκεψη της Λοζάνης συμμετείχαν εκπρόσωποι της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ελλάδος, της Τουρκίας, της Ρουμανίας, της Γιουγκοσλαβίας, της Βουλγαρίας, του Βελγίου, της Πορτογαλίας, της Ιαπωνίας και των ΗΠΑ. Στην προεδρία βέβαια εναλλάσσονταν οι αρχηγοί των αντιπροσωπειών Μ. Βρετανίας, Γαλλίας και Ιταλίας, οι οποίες ήσαν οι «Προσκαλούσες Δυνάμεις». Η Ρωσία την περίοδο αυτή, κάτω υπό το βάρος σταθεροποίησης του νέου καθεστώτος, που επιβλήθηκε από την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, βρίσκονταν έξω από το παιχνίδι της αναδιανομής των Ανατολικών εδαφών.

Στη διάσκεψη της Λοζάνης, που συνέρχονταν κατά διαστήματα από τις 21 Νοεμβρίου του 1922 μέχρι τις 24 Ιουλίου του 1923, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά έντονο το ενδιαφέρον των ΗΠΑ, οι οποίες έστειλαν ως εκπρόσωπό τους το Γερουσιαστή Χάμιλτον Λεβύ, για να εξασφαλίσει κάποιες παροχές για τις Αμερικανικές εταιρείες πετρελαίου στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Ένα πρακτικό μάλιστα του Φόρεϊν Όφφις, με ημερομηνία 25 Ιουλίου του 1923, ανέφερε ότι: «Οι Αμερικανοί θέλουν να διαπραγματευθούν με τον Ισμέτ (Ινονού) στη Λοζάνη μία χωριστή συνθήκη, με την οποία θα εξασφαλίσουν ευνοϊκότερους όρους απ’ όσο εμείς (οι Άγγλοι)».

Με τη συνθήκη αυτή οι Τούρκοι διατήρησαν, όπως είχαν ζητήσει, το δικαίωμα να δεχθούν στην επικράτειά τους, μέσα στα επόμενα δύο χρόνια, οποιονδήποτε Κύπριο επιθυμούσε να διατηρήσει την Τουρκική υπηκοότητα, με την υποχρέωση της παραχώρησης γης. Από το 1923 όμως, μέχρι τις 21 Οκτωβρίου του 1927 μόνο 2.500 έως 3.000 περίπου Κύπριοι Μουσουλμάνοι από τις 9.000, επέλεξαν την Τουρκική υπηκοότητα και έφυγαν από το νησί για να εγκατασταθούν στην Τουρκία.

Όπως παρατηρούσε επίσης, το Αγγλικό Υπουργείο των Εξωτερικών, την ίδια περίοδο, «…στο νησί υπήρχε μία Τουρκική παροικία από περίπου πέντε με έξι χιλιάδες άτομα, που γι’ αυτή και την επόμενη γενιά, μπορεί ν’ αποτελέσουν πηγή ανησυχίας για τις αρχές».

Η παρουσία βέβαια αυτής της Τουρκικής παροικίας, αναφέρθηκε πολλές φορές από Άγγλους αξιωματούχους ότι αποτέλεσε, όπως απέδειξαν τα γεγονότα, «πλεονέκτημα για τη χώρα τους από πολιτική άποψη», διότι αξιοποιήθηκε ως τρόπος διαιώνισης της Βρετανικής κυριαρχίας στο νησί. Την ίδια άλλωστε πρακτική εφάρμοσαν οι Μεγάλες Δυνάμεις και σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις εκμεταλλευόμενες τις  μειονότητες.

Την 1η  Μαϊου του 1925, μια επίσημη ανακοίνωση της Βρετανικής Κυβέρνησης, ανακήρυττε την Κύπρο αποικία του Στέμματος και ο ύπατος αρμοστής, παραχώρησε τη θέση του σε Άγγλο Κυβερνήτη. Ένα προηγούμενο μάλιστα διάταγμα, που εκδόθηκε στις 6 Φεβρουαρίου του ίδιου έτους, προέβλεπε ότι το Συμβούλιο που θα πλαισίωνε το Κυβερνήτη, θ’ αποτελούνταν από εννιά επίσημα μέλη και δεκαπέντε εκλεγμένα, από τα οποία τα 3 (ποσοστό 20%), θα εκλέγονται από τους Μωαμεθανούς εκλογείς και τα 12 (ποσοστό 80%) από τους μη Μωαμεθανούς.

Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και οι υποσχέσεις των Άγγλων προς τους Κυπρίους για ένωση του νησιού με την Ελλάδα, αναπτέρωσαν τις προσδοκίες των Ελληνοκυπρίων. Γι’ αυτό και πολλοί Κύπριοι κατετάγησαν πρόθυμα και πολέμησαν στον Αγγλικό στρατό. Γρήγορα όμως οι ελπίδες τους διαψεύσθηκαν, διότι ένα καινούργιο περιβάλλον διαμορφώνονταν στην περιοχή. Η Μ. Βρετανία άρχισε σταδιακά να χάνει την προπολεμική της ισχύ, όπως όλες οι άλλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις.

Ο «Χάρτης του Ατλαντικού», που υπογράφηκε στις 14 Αυγούστου του 1941 επί του Αμερικανικού καταδρομικού «Augusta», στ’ ανοιχτά της Νέας Γης στον Ατλαντικό, μεταξύ του Αμερικανού προέδρου Φραγκλίνου Ρούσβελτ και του Βρετανού Πρωθυπουργού Ουίνστων  Τσώρτσιλ, όσο και αν για πολλούς θεωρείται πρόδρομος του Ο.Η.Ε, έβαζε ουσιαστικά τη θηλιά στο λαιμό της Αγγλίας και επικύρωνε την Αμερικανική κοσμοκρατορία στον πλανήτη.

Οι αρχές του βέβαια, φαίνονταν ανώδυνες και ελκυστικές. Σηματοδοτούσαν όμως το τέλος της Βρετανικής κυριαρχίας και των άλλων Ευρωπαϊκών Αυτοκρατοριών στον πλανήτη, επιβάλλοντας τη νέα εποχή και νέα τάξη στον κόσμο με την έναρξη της Αμερικανικής ηγεμονίας στον πλανήτη.

Οι οκτώ βασικές αρχές του χάρτη, πρόβλεπαν:
-Την ανυστεροβουλία των συμμάχων, η οποία συνεπάγονταν τη μη επιδίωξη εδαφικών ή άλλων κερδών από τον πόλεμο.
-Αποκλεισμό κάθε εδαφικής μεταβολής, χωρίς την έγκριση των ενδιαφερομένων πληθυσμών.
-Ελεύθερη επιλογή από τους λαούς των θεσμών με τους οποίους επιθυμούν να ζήσουν, «ΑΥΤΟΔΙΑΘΕΣΗ» των λαών και ελεύθερη επιλογή της μορφής διακυβέρνησης.
-Ελευθερία στην απόκτηση πρώτων υλών, που σημαίνει κατάργηση κάθε είδους φραγμών και εμποδίων στην εξαγωγή και εκμετάλλευσή τους.
-Οικονομική Συνεργασία.
-Εδραίωση της ειρήνης, της ελευθερίας λόγου, συνειδήσεως και κατάργηση του φόβου και της ανέχειας.
-Ελευθερία των θαλασσών και
-Αφοπλισμό.

Η επιλεκτική όμως εφαρμογή των αρχών αυτών στο Κυπριακό, επιβεβαιώνει  περίτρανα  τη ρήση του Θουκυδίδη ότι: οι «Ισχυροί συμπεριφέρονται ανάλογα με την ισχύ τους».

Η αρχή της «ΑΥΤΟΔΙΑΘΕΣΗΣ» εκτός από την εξυπηρέτηση του ενός και βασικότερου στόχου των ΗΠΑ, που ήταν η αποδυνάμωση των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων με την απαλλαγή από τις αποικίες τους, εφαρμόστηκε επιλεκτικά και όπου εξυπηρετούσε τα συμφέροντά τους.  Η Αφρική και η Ασία μετατράπηκαν σε εύκολη λεία του Αμερικάνικου νεοαποικισμού, αλλά η Κύπρος παρέμεινε υπό τον Αγγλικό ζυγό. 

Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, όπως διαμορφώθηκε μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, παίζονταν το γεωπολιτικό παιχνίδι στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, όπου ανήκει και η Κύπρος. Δυστυχώς όμως η Ελληνική και Κυπριακή πλευρά, επαναλαμβάνοντας τα λάθη του 1922, οδήγησαν τον Κυπριακό ελληνισμό  σε μια νέα  μεγάλη καταστροφή το 1974 σκεπάζοντας στα ερείπια και το όραμα της ένωσης του νησιού με την Ελλάδα.

Ο αγώνας βέβαια της ΕΟΚΑ, συγκίνησε όλο τον κόσμο. Άρχισε την 1η Απριλίου του 1955 με μια σειρά εκρήξεων σε όλο το νησί και έληξε το 1959,  με τις συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου, οι οποίες παραχωρούσαν στην Κύπρο την εφικτή για τις περιστάσεις εκείνες Ανεξαρτησία. Το πάθος όμως της πατριωτικής πλειοδοσίας και η έλλειψη διορατικότητας ή εμπιστοσύνης, που έτρεφε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος στους Άγγλους, οδήγησαν τον Κύπριο ηγέτη στην καταγγελία των συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου με την επιδίωξη αναθεώρησης του Συντάγματος, χωρίς την έγκριση των εγγυητριών δυνάμεων, που ήταν η Ελλάδα, η Τουρκία, αλλά και η Μ. Βρετανία. 



                        Οι πρωτεργάτες Του Κυπριακού αγώνα και οι αγχόνες

Τα γεγονότα που ακολούθησαν την Τουρκοκυπριακή ανταρσία του 1963, οδήγησαν τελικά στη σταδιακή διχοτόμηση του νησιού, όπως την προωθούσε από τη συνθήκη της Λοζάνης ο Ισμέτ Ινονού, ο οποίος στις 17 Μαϊου του 1964, ως πρωθυπουργός πλέον της Τουρκίας, δήλωνε στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση: «Μία ημέρα η Ελλάδα θα συμφωνήσει για την ειρηνική διχοτόμηση της Κύπρου με τη βοήθεια του ΝΑΤΟ. Όσο οι Έλληνες αρνούνται η μάχη θα συνεχίζεται. Η Τουρκία δεν θα υποχωρήσει. Η Τουρκία θα χρησιμοποιήσει το δικαίωμά της για επέμβαση στο νησί».

Τέσσερις μήνες αργότερα, στις 8 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, εξηγώντας ο ίδιος τις συγκεκαλυμμένες προθέσεις της Τουρκικής Κυβέρνησης ανέφερε ότι: «Επίσημα η Τουρκία προωθεί την ιδέα της διχοτόμησης παρά την Ομοσπονδία».

Ο πόλεμος βέβαια δεν ξεσπά εν αιθρία. Τον βλέπουμε να έρχεται από μακριά. Τα αίτια, που προκαλούν την αντίθεση και τον ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών ή των κοινοτήτων, επιτείνουν την απειλή του. Προηγούνται βέβαια διαπραγματεύσεις και συνομιλίες που δεν καταλήγουν πουθενά. Οι αντίπαλοι όμως, επιδιδόμενοι σε μια κούρσα εξοπλισμών αναμένουν την κατάλληλη αφορμή, για να υλοποιήσουν τα ιδανικά, τα οποία καλλιεργούν σε όλη τη διάρκεια της προπολεμικής περιόδου. Την αφορμή για την τουρκική εισβολή το 1974, την έδωσε χωρίς αμφιβολία, το πραξικόπημα κατά του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Αυτό όμως κάποιοι το σχεδίασαν, το ενθάρρυναν και το κατέστησαν αναπόφευκτο. «Δια τα επαναστάσεις έλεγε ο Χαρίλαος Τρικούπης, δεν ευθύνονται αυτοί που τας προκαλούν, αλλά αυτοί που καθιστούν αυτάς αναποφεύκτους».


Έτσι το ιδανικό της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, όπως της Ιωνίας και της Αν. Θράκης το 1922, θάφτηκε στα ερείπια του πολέμου. Η έναρξη βέβαια διαδικασιών και νέων συνομιλιών, που συνεχίζονται έκτοτε επί σαράντα χρόνια, χωρίς να καταλήγουν πουθενά, είναι πολύ πιθανόν να φέρουν μια καινούργια πολεμική καταιγίδα.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου