Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2013

ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΚΥΠΡΟΣ ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗ
ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΩΝ ΠΕΤΡΕΛΑΙΩΝ
                                                   
                                                                     Υπό Νικολάου Σκαρλάτου

Η διατάραξη της  ισορροπίας δυνάμεων στην Ευρώπη, που άρχισε από το 18ο αιώνα, συνεχίσθηκε και τα επόμενα χρόνια. Ήταν αποτέλεσμα της κορύφωσης των ανταγωνισμών μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής για την εξασφάλιση της αυτάρκειας τους  και της ελεύθερης διακίνησης της νέα μορφής ενέργειας Οι διασκέψεις βέβαια που ακολουθούσαν μέχρι τότε κάθε πολεμική σύρραξη, εντάσσονται κι’ αυτές μέσα στα πλαίσια του αποκαλούμενου Ανατολικού ζητήματος και τον καθορισμό σφαιρών επιρροής, που εξυπηρετούσαν τα οικονομικά συμφέροντα των Μεγ. Δυνάμεων. Από τις αρχές όμως του 20ου αιώνα, που εντείνεται ο ανταγωνισμός μετά την είσοδο των μηχανών εσωτερικής καύσεως, εμφανίζεται μια νέα μορφή πολέμου  στον πλανήτη. Είναι οι δύο Παγκόσμιοι πόλεμοι, οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως πόλεμοι αυτάρκειας. Πόλεμοι, που προκλήθηκαν από πλούσια έθνη, για την εξασφάλιση των πρώτων υλών ενέργειας, οι οποίοι αντικατέστησαν τους μέχρι τότε γνωστούς, απελευθερωτικούς ή ληστρικούς πολέμους, που γίνονταν από τα φτωχά κυρίως κράτη.  
Όταν οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις διαπίστωσαν ότι η Ρωσία, με Δούρειο ίππο τον Πανσλαβισμό, αντί του Χριστιανισμού, επέκτεινε με τη μεγάλη Βουλγαρία την επιρροή της και έβγαινε στο Αιγαίο, συνασπίστηκαν για να ματαιώσουν αυτές τις βλέψεις. Η διάσκεψη του Βερολίνου, που συνήλθε στις 13 Ιουνίου του 1878, ακύρωσε τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (3 Μαρτίου 1878), η οποία υπογράφτηκε λίγους μήνες νωρίτερα, μεταξύ της Ρωσίας και της ηττημένης κατά το Β΄ Ρωσοτουρκικό πόλεμο Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι προσπάθειες  βέβαια της Ρωσίας συνεχίστηκαν και όλα τα επόμενα χρόνια.

Η πανευρωπαϊκή αυτή διάσκεψη, που συνήλθε υπό την προεδρία του Βίσμαρκ και στην οποία συμμετείχαν η Αγγλία, η Αυστρία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ρωσία και η Τουρκία, επέβαλε ακόμη και μεταρρυθμίσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μεταξύ των άλλων δε προέβλεπε και την παραχώρηση διοικητικής αυτονομίας στους Κούρδους και τους Αρμένιους, όταν αυτό θα ήταν πρακτικά εφικτό.  Εμπεριείχε όμως και τους σπόρους του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, διότι εκτός από τις οξύνσεις που προκάλεσε, δεν έδινε μακροπρόθεσμη λύση σε κανένα από τα προβλήματα της Εγγύς και Μέσης Ανατολής.

Την ίδια χρονιά (1878), με τη «Συνθήκη Αμυντικής Συμμαχίας» ή τη γνωστή και ως «Συνθήκη της Κύπρου», που υπογράφτηκε μεταξύ της χρεοκοπημένης, μετά το Ρωσο-τουρκικό πόλεμο, Οθωμανικής αυτοκρατορίας και της Αγγλίας,  περιέρχονταν η Κύπρος και η Αίγυπτος στη Βρετανική κυριαρχία.  Ήταν το αντάλλαγμα που πλήρωσαν οι Οθωμανοί στους Άγγλους, για την προσφερθείσα απ’ αυτούς  οικονομική υποστήριξη κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου.

Η είσοδος στη ζωή των μηχανών εσωτερικής καύσεως και ο εντοπισμός το 1914 των πρώτων αποθεμάτων υδρογονανθράκων στο Ιράκ, οδήγησε σ’ ένα έντονο ανταγωνισμό τις Ευρωπαϊκές δυνάμεις.  Έτσι, ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος, ως αποτέλεσμα αυτού του ανταγωνισμού,  εκτός από τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έφερε στη σφαίρα επιρροής και στον έλεγχο της κοσμοκράτειρας από το 1815 Μεγάλης Βρετανίας,  την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Γι’ αυτό και η χάραξη των συνόρων στην περιοχή, που συνεχίστηκε μέχρι τη διάσκεψη της Λωζάννης του 1923, δεν έλαβε υπ’ όψη της  φυλετικές ή εθνικές παραμέτρους και σε πολλές περιοχές χαράχθηκαν σ’ ευθεία γραμμή, σύμφωνα με τα συμφέροντα τους.  

Οι ΗΠΑ, των οποίων  η εξωτερική πολιτική στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, διαμορφώνονταν μέχρι τότε με βάση τη Βρετανική, απέρριψαν την πρόταση των Βρετανών για συμμετοχή τους στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Αναμένοντας προφανώς τη διαμόρφωση του νέου περιβάλλοντος και αντιλαμβανόμενοι τη σημασία, που είχε για τα συμφέροντά τους η περιοχή, άρχισαν μετά τον πόλεμο να εκδηλώνουν εμφανώς τις βλέψεις τους για την περιοχή.

Το 1923, στη διάσκεψη της Λοζάνης εμφανίζονται για πρώτη φορά,  στέλνοντας ως παρατηρητή το Γερουσιαστή Χάμιλτον Λεβύ, επιδιώκοντας να εξασφαλίσουν κάποιες παροχές για τις Αμερικανικές εταιρείες πετρελαίου. Ένα πρακτικό του Foreign office, με ημερομηνία 25 Ιουλίου, αναφέρει ότι: «Οι Αμερικανοί θέλουν να διαπραγματευτούν με τον Ισμέτ (Ινονού) στη Λοζάνη μια χωριστή συνθήκη, με την οποία θα εξασφαλίσουν ευνοϊκότερους όρους, απ’ όσο εξασφαλίσαμε εμείς (οι Άγγλοι)». Στην ίδια διάσκεψη, η Τουρκία αποποιήθηκε των δικαιωμάτων της επί της Κύπρου και η Ελλάδα, αποδέχθηκε τη Βρετανική επικυριαρχία επί της νήσου. Ο Ισμέτ Ινονού δήλωνε όμως, ότι η χώρα του, δεν θ’ αποδέχονταν ποτέ στο μέλλον να καταστεί το Αιγαίο Ελληνική λίμνη.  Δύο χρόνια αργότερα η μεγαλόνησος ανακηρύχθηκε αποικία του Αγγλικού Στέμματος.

Από την περίοδο αυτή αρχίζουν ουσιαστικές συζητήσεις, που κορυφώνουν τον ανταγωνισμό των Ευρωπαϊκών δυνάμεων,  για την εξασφάλιση επιρροής στις χώρες της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου. Ο ανταγωνισμός αυτός, μετά την οικονομική κρίση του 1929, που οδήγησε τις Κυβερνήσεις των Μεγάλων δυνάμεων στην πολεμική βιομηχανία για την  αντιμετώπιση και της ανεργίας, οδήγησε σταδιακά τις Μεγάλες Δυνάμεις στον απομονωτισμό, που έφερε όπως είναι γνωστό, το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την καταστροφή και χρεοκοπία της Ευρώπης,  την επιβολή της νέας τάξης και την κοσμοκρατορία των ΗΠΑ.  

Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μόνιμος και σταθερός στόχος των ΗΠΑ ήταν ο προσεταιρισμός των συνδεδεμένων στο Βρετανικό άρμα περιοχών της Ανατολικής Μεσογείου. Κύριος σύμμαχος στις επιδιώξεις τους στη Μέση Ανατολή υπήρξε το Κεμαλικό καθεστώς της Τουρκίας, το οποίο παρακολουθώντας τη συμπεριφορά της πέραν του Ατλαντικού αναδυόμενης δύναμης, ακολούθησε ουδέτερη πολιτική στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Με το τέλος αυτού του πολέμου οι ΗΠΑ και ο Καναδάς παρήγαγαν και κατανάλωναν το 65% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου. Το Δεκέμβριο όμως του 1970 η παραγωγή τους κατήλθε στο 21% με σταθερή καθοδική τάση. Σήμερα οι ΗΠΑ καταναλώνουν το 24% της παγκόσμιας παραγωγής, ενώ το 31% των παγκόσμιων αποθεμάτων βρίσκονται στη Μ. Ανατολή. Η Ε.Ε αντίστοιχα προμηθεύεται το 50% των αναγκών της σε πετρέλαιο από ξένες πηγές.
Η εκμετάλλευση των πετρελαίων του Αιγαίου, γίνεται από τη δεκαετία του 1930 κυριότερη αιτία των διαφορών μεταξύ της Ελλάδος και της Τουρκίας, όταν για πρώτη φορά συζητήθηκε το θέμα αυτό σε μια συνάντηση μεταξύ του Κεμάλ και του Βενιζέλου.

Τα γεγονότα που σημάδεψαν το Κυπριακό και τις Ελληνο-Τουρκικές  σχέσεις από τη δεκαετία του 1950 είναι στενά συνδεδεμένα με την εκμετάλλευση του υποθαλάσσιου χώρου του Αιγαίου. Εντάσσονται όμως, όπως διαπιστώνεται σήμερα και στα πλαίσια των ανταγωνισμών των Μεγάλων Δυνάμεων, για την εξασφάλιση της επιρροής στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο. Οι συνθήκες της Ζυρίχης και του Λονδίνου του 1960, που συνάφθηκαν μετά τον απελευθερωτικό αγώνα των Κυπρίων, συνετέλεσαν στην παραχώρηση μιας ευνοϊκής για τα Βρετανικά συμφέροντα ανεξαρτησίας στο νησί. Αναγνώριζαν  όμως παράλληλα και την ύπαρξη Τουρκικής κοινότητας, αντί μειονότητας, που δρομολογούσε εξελίξεις διχοτόμησης. Οι ΗΠΑ, αν και συμφώνησαν αρχικά με τη λύση των συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου, προωθούσαν σχέδιο για τη διχοτόμηση του νησιού, με διπλή ένωση στις μητέρες πατρίδες, μέσα στα πλαίσια του ΝΑΤΟ.

Τα στρατιωτικά πραξικοπήματα στην Ελλάδα και την Τουρκία ήταν άμεσα συνδεδεμένα με το Κυπριακό και τις συζητήσεις για εκμετάλλευση των πετρελαίων του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου. Μια δεύτερη συνάντηση, για την εκμετάλλευση των πετρελαίων του Αιγαίου, πραγματοποιήθηκε ταυτόχρονα με τα γεγονότα στην Κύπρο το 1963-64 στην κατοικία του τότε Αμερικανού προέδρου Λίντον Τζόνσον στο Κάμπ Ντεϊβιντ. Στην τριμερή αυτή συνάντηση-διάσκεψη , όπως αναφέρεται, συμμετείχαν εκτός του προέδρου των ΗΠΑ, οι πρωθυπουργοί της Ελλάδος Γεώργιος Παπανδρέου και της Τουρκίας Ισμέτ Ινονού, ενώ ως μεταφραστής συμμετείχε και ο Ανδρέας Παπανδρέου. Για να προχωρήσουν μάλιστα οι συνομιλίες, ο πρόεδρος Τζόνσον παραχώρησε ως αντάλλαγμα για την εκμετάλλευση των πετρελαϊκών αποθεμάτων του Αιγαίου, μεγαλύτερο ποσοστό στην Ελλάδα, 12%, έναντι 8% στην Τουρκία. Τότε κατατέθηκε στο τραπέζι και η «διχοτομική» φόρμουλα για επίλυση του Κυπριακού, το γνωστό ως «Σχέδιο Άτσεσον», που θα συνέβαλε στην εξομάλυνση των Ελληνοτουρκικών διαφορών.

Το σχέδιο βέβαια αυτό απορρίφθηκε και από τον Έλληνα πρωθυπουργό και οι συνομιλίες διακόπηκαν, όταν εκτός από τις αντιρρήσεις του Μακαρίου για την παραχώρηση της Καρπασίας στην Τουρκία, ο Ισμέτ Ινονού, ο οποίος το αποδέχθηκε στην αρχή, ζήτησε επί πλέον ως εδαφικά ανταλλάγματα εκτός από το Καστελόριζο και τη Δυτική Θράκη. Έτσι διαπιστώνουμε σήμερα ότι, από τότε ακόμη η Τουρκία επιδίωκε να διαμορφώσει την ΑΟΖ στα μέτρα της, όταν στην Ελλάδα δεν γίνονταν καμιά αναφορά για πετρέλαια στο Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο.

Η απόρριψη αυτού του σχεδίου και το ναυάγιο της συνάντησης των δύο πρωθυπουργών στο Κάμπ Ντέϊβιντ, που οργανώθηκε μετά από πιέσεις των πολυεθνικών πετρελαίου προς την Αμερικανική Κυβέρνηση, δρομολόγησε και τα γεγονότα, που ακολούθησαν στην Ελλάδα, την Τουρκία και την Κύπρο μέχρι το 1974.

Οι δύο Αραβο-Ισραηλινοί πόλεμοι εντάσσονται και αυτοί στα πλαίσια των ανταγωνισμών για τα πετρέλαια της περιοχής. Οι πόλεμοι αυτοί είχαν ως συνέπεια την οικονομική και πετρελαϊκή κρίση του 1973. Συνδέονται όμως άμεσα και με τις πολιτικές εξελίξεις σε Ελλάδα και Κύπρο.

Οι Αμερικανικές εταιρείες  STANTAR OIL, TEXACO και ARAMCO, με την Αγγλική ΒP,   την Ολλανδική SHELL και άλλες μικρότερες Ρωσικές, Καναδικές και Ευρωπαϊκές, γίνονται πρωταγωνίστριες των διεθνών εξελίξεων στην περιοχή. Έτσι, τ’ Αμερικανικά κόμματα, που χρηματοδοτούνται απ’ αυτές, υποχρεώνουν τις Αμερικανικές Κυβερνήσεις να υπερασπίζονται τα συμφέροντά τους και να μεριμνούν για την επίλυση των διαφορών και προβλημάτων που ανακύπτουν στις περιοχές που δραστηριοποιούνται.

Ήδη, από το 1979 γνώριζαν οι ΗΠΑ, ότι ο υποθαλάσσιος χώρος της Κύπρου διέθετε πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου.  Τη χρονιά αυτή η μεγάλη Αμερικανική Εταιρεία American Oil Company, εντόπισε για πρώτη φορά  από δορυφόρο το κοίτασμα αυτό, στο μέσον της θαλάσσιας έκτασης μεταξύ Κύπρου-Αιγύπτου και σε βάθος 500 ποδών.
Το κοίτασμα αυτό, εντοπίζεται 200 χλμ. νότια των ακτών της Κύπρου, 200 χλμ δυτικά των ακτών του Ισραήλ και λίγο περισσότερο των 200 χλμ από τις ακτές της Αιγύπτου.

Μ ε βάση τους υπολογισμούς της εταιρείας Amoco, που συνιστά κοινοπραξία με την American Oil Company εκτείνεται σε έκταση 100 τετραγ. χλμ και η εκμετάλλευση του κρίθηκε τότε ως ιδιαίτερα επικερδής. Το νέο αυτό κοίτασμα, που βρίσκεται σε περιοχή όπου συναντώνται τα όρια των θαλάσσιων συνόρων Κύπρου, Αιγύπτου και Ισραήλ, φέρεται να είναι μεγαλύτερο των πετρελαίων της Κασπίας, που ως γνωστό θεωρούνταν μέχρι πρότινος μεγαλύτερο των πετρελαίων της Μέσης Ανατολής. Τ’ αποθέματα του υπολογίζονται σε 8,4 τρις βαρέλια.

Την ίδια χρονιά η εταιρεία American Oil Company, ζήτησε άδεια από την Κυπριακή Κυβέρνηση για παραπέρα έρευνες, θεωρώντας ότι ουσιαστικά το πετρέλαιο βρίσκονταν στην Κυπριακή υφαλοκρηπίδα. Η αίτηση όμως αυτή απορρίφθηκε για πολιτικούς λόγους, θεωρώντας ως δυσμενή τη συγκυρία την περίοδο εκείνη λόγω της Τουρκικής εισβολής. Μια τέτοια ενέργεια εκτιμούσε τότε η Κυπριακή Κυβέρνηση θα οδηγούσε σε πολιτικές περιπλοκές, γι’ αυτό και δεν δόθηκε στη δημοσιότητα το θέμα. Με βάση τότε τις εκτιμήσεις και υπολογισμούς της εταιρείας American Oil Company θα χρειάζονταν δύο χρόνια για ν’ αρχίσει η ανόρυξη του μαύρου χρυσού. 

 Όταν όμως, η Αίγυπτος παραχώρησε άδεια για εκμετάλλευση του θαλάσσιου χώρου της, άρχισε μια έντονη κινητικότητα μεταξύ Αθηνών και Λευκωσίας. Έτσι, το Κυπριακό πήρε μια νέα γεωπολιτική διάσταση, αφού ιστορικά, τα γεωπολιτικά ζητήματα ήταν πάντοτε συνυφασμένα με τις πηγές ενέργειας και τα οικονομικά συμφέροντα

Η Κύπρος, εκτός από τη γεωστρατηγική της θέση, από την οποία ελέγχει τη βόρεια έξοδο της διώρυγας του Σουέζ, τη μεγαλύτερη θαλάσσια οδό διακίνησης μαύρου χρυσού, από την οποία διέρχονταν μέχρι τα τελευταία χρόνια το 70% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου, αρχίζει πλέον και η ίδια να γίνεται πετρελαιοπαραγωγός χώρα.

Η Τουρκία έμεινε προσηλωμένη στην άποψη ότι τα νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα.  Γι’ αυτό και διεκδικεί ως ΑΟΖ της, τη μέση γραμμή μεταξύ Τουρκίας και Αιγύπτου. Τελευταία όμως, μετά την απόρριψη των ισχυρισμών της από διεθνείς οργανισμούς, υποστηρίζει ότι και οι Τουρκοκύπριοι έχουν δικαιώματα και πρέπει να ωφεληθούν.
Οι Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες (ΑΟΖ) καθορίστηκαν με τη συνθήκη για το Δίκαιο της Θάλασσας το 1988, που την υπέγραψαν 130 χώρες μεταξύ των οποίων και η Κύπρος, η οποία είναι ανεξάρτητο κράτος και μέλος του ΟΗΕ. Δεν την υπέγραψαν η Τουρκία και το Ισραήλ, το οποίο όμως αποδέχεται βασικές αρχές της συμφωνίας.
Η Κύπρος από το 2001 με πολύ προσεκτικές κινήσεις εκσυγχρόνισε τη νομοθεσία της για την εξόρυξη υδρογονανθράκων και στις 17 Φεβρ 2003 υπέγραψε την ΑΟΖ με την Αίγυπτο.
Το 2006 ξεκίνησε τρισδιάστατες σεισμικές έρευνες, τις οποίες ανέθεσε σε Αμερικανικές εταιρείες και στις 15 Φεβρ του 2007 ανακοίνωσε ότι δέχεται προσφορές για άδειες εξόρυξης πετρελαίου και αερίου στην ΑΟΖ της, στα 200 μίλια. Την ίδια χρονιά υπέγραψε συμφωνία ΑΟΖ και με το Λίβανο, για την εκμετάλλευση της οποίας ενδιαφέρθηκε Αμερικανική εταιρεία Ισραηλινών συμφερόντων, ενώ υπέγραψε την ΑΟΖ και με το Ισραήλ. 
Το 2008 ανέλαβε έρευνες με τεχνολογία, που εφαρμόστηκε για πρώτη φορά παγκόσμια και πουλά ήδη τα δεδομένα ερευνών σε ξένες εταιρείες, εισπράττοντας το ανάλογο ποσοστό.
Αμερικανικές γεωλογικές έρευνες, που έγιναν αρχές του 2010 στην Ανατολική Μεσόγειο εντόπισαν:
-122 τρις πόδια αερίου, όπως το Ρωσικό.
-16 τρις εντοπίστηκαν κοντά στο Ισραήλ περιοχή Λεβιάθαν.
Η Κύπρος έγινε πλέον συνδετικός κρίκος με τα κράτη της περιοχής,  υπογράφοντας με Αίγυπτο και Ισραήλ, συμφωνίες εμπιστευτικότητας και ανταλλαγής πληροφοριών.
Η παγκόσμια πετρελαϊκή κρίση του 1979,  που χαρακτηρίζεται ως η μεγαλύτερη του εικοστού αιώνα και η κατανάλωση μέσα σε ένα αιώνα του 50% των παγκόσμιων πετρελαϊκών αποθεμάτων, οδήγησε όλες τις χώρες στην αναζήτηση εναλλακτικών μορφών ενέργειας και νέων πηγών. Μετά  την κατάρρευση της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, το 1990, οι Αμερικανοί έγιναν απόλυτοι κυρίαρχοι στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Η παρέμβαση τους στο Κυπριακό είναι καθοριστική, για μια μόνιμη και βιώσιμη λύση στο νησί.

Πολλοί αναλυτές, αλλά και Έλληνες πολιτικοί ισχυρίζονταν μετά το 1974 ότι, αν η Κύπρος είχε πετρέλαιο θα είχε λυθεί το Κυπριακό, όπως στην περίπτωση του Κουβέϊτ. Ο εντοπισμός όμως και η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων μόνο αστάθεια προκαλεί στις χώρες, που ανήκουν τα κοιτάσματα.  Η Ευρωπαϊκή Ένωση, δεύτερη παγκόσμια οικονομικά δύναμη, στην οποία έχει ενταχθεί και η Κύπρος, ανταγωνίζεται τις ΗΠΑ στην επιδίωξη εξασφάλισης της ενεργειακής της αυτάρκειας.  Δεν έπαυσε όμως ν’ αποτελεί μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο προτεκτοράτο της πέραν του Ατλαντικού μοναδικής σήμερα υπερδύναμης, όπως κατά καιρούς ισχυρίζονται Αμερικανοί αξιωματούχοι, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγεται και ο Μπρεζίνσκι, σύμβουλος ασφαλείας του πρώην Αμερικανού προέδρου Κλίντον.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις της British Petroleum, που έγιναν το 2008, τα παγκόσμια αποθέματα ανέρχονται σε 1230 Δισεκατ. Βαρέλια και η ετήσια σε 31 δις Βαρέλια. Σύμφωνα με στοιχεία του 2007 τα οχήματα αυξήθηκαν κατά 38% στην Κίνα και 17% στην Ινδία, που αυξάνουν σημαντικά την παγκόσμια ζήτηση.
Η Τουρκική πλευρά, εμμένοντας στις θέσεις της, και αδιαφορώντας για τα συμφέροντα των Τουρκοκυπρίων, προωθεί  κάτω υπό το μανδύα της συνομοσπονδίας, μια διχοτομική λύση στο Κυπριακό, επιδιώκοντας ένα ακόμη βήμα στις επιδιώξεις της.

Με πολεμικά της πλοία επιχειρεί να δημιουργεί κλίμα έντασης στην περιοχή, ενώ στις 30 Ιαν 2007 εξέδωσε ανακοίνωση με τον ισχυρισμό ότι η ίδια έχει συμφέροντα στην περιοχή, αντιδρώντας και στην συμφωνία της Κύπρου με το Ισραήλ, την οποία απέρριψε η χώρα αυτή. Απορρίπτει την ομοσπονδιακή λύση, την οποία σήμερα  έχει αποδεχθεί η Ελληνική πλευρά, που θα έχει και το ανάλογο οικονομικό όφελος για τους Τουρκοκυπρίους. Υποστηρίζει μια λύση, η οποία με τα σημερινά δεδομένα μόνο τα συμφέροντα της Τουρκίας εξυπηρετεί. Η λύση της συνομοσπονδίας, προβλέπει μια ασθενή κεντρική Κυβέρνηση και ευνοεί μόνο τις διχοτομικές επιδιώξεις της Άγκυρας.  Όταν μάλιστα, ξεπεραστεί και ο σκόπελος του Καστελόριζου τότε θα διεκδικεί τον καθορισμό της Αποκλειστικής Οικονομικής της  Ζώνης (ΑΟΖ), όπως την επιδιώκει από το 1963.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις καθηγητών έγκυρων Αμερικανικών πανεπιστημίων η Κύπρος θα καταστεί η πλουσιότερη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η παραχώρηση όμως δικαιωμάτων για  ανεύρεση και εξόρυξη υδρογονανθράκων στη θαλάσσια περιοχή της νότιας Κύπρου,  όπως και τα δρομολόγια των αγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου προϋποθέτουν συνθήκες ειρηνικής συνύπαρξης των λαών των περιοχών απ’ όπου διέρχονται. Για το Κυπριακό, όπως και το Ελληνικό φυσικό αέριο εκδηλώνεται έντονο και το Ρωσικό ενδιαφέρον. Κάθε βέβαια χώρα, όπως λέει και ο Θουκυδίδης συμπεριφέρεται ανάλογα με τη λογική της δύναμης της.  Οι υποχωρήσεις, όταν δεν εντάσσονται στα πλαίσια στρατηγικής σχεδίασης οδηγούν πάντοτε στην ήττα. 

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ 1204 - ΚΥΠΡΟΣ 1974              ...

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ 1204 - ΚΥΠΡΟΣ 1974
             ...
: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ 1204 - ΚΥΠΡΟΣ 1974                                                             Γράφει ο Ν. Σκαρλάτος           Τη...
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΑΝΕΡΓΙΑ
Η ΒΡΑΔΥΦΛΕΓΗΣ ΒΟΜΒΑ ΠΟΥ ΑΠΕΙΛΕΙ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ
                                                Γράφει ο Νίκος Σκαρλάτος
Ο Μοντεσκιέ, στο σύγγραμμα του περί του «Πνεύματος των νόμων» (1748) αναφέρει ότι, ο άνθρωπος δεν είναι φτωχός και δυστυχισμένος όταν δεν έχει τίποτα, αλλά όταν δεν δουλεύει..….. Οι ελεημοσύνες που κάνουμε σ’ ένα άνθρωπο, ο οποίος γυρίζει γυμνός μέσα στους δρόμους, δεν αναπληρώνουν καθόλου τις υποχρεώσεις του κράτους, το οποίο οφείλει να εξασφαλίζει σε όλους τους πολίτες του τη συντήρηση, την τροφή, ένα ευπρεπές ένδυμα και ένα τρόπο ζωής, που να μην είναι αντίθετος με τους όρους υγιεινής.

Η εργασία είναι ένα ατομικό δικαίωμα, που συμπληρώνει μαζί με την ισότητα και τη δικαιοσύνη, το τρίπτυχο των κοινωνικών δικαιωμάτων του ανθρώπου. Είναι υποχρέωση της πολιτείας και της κοινωνίας προς τον πολίτη να κατανέμουν τους ρόλους, ώστε να εξασφαλίζουν στα μέλη τους  μια εργασία, για μια αξιοπρεπή διαβίωση. Όταν το κράτος και η κοινωνία απαιτούν από τον πολίτη να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του, να πληρώνει τους φόρους και να υπηρετεί ή να υπερασπίζεται την πατρίδα, έχουν υποχρέωση να του προσφέρουν και μια αξιοπρεπή εργασία. Σε μια χώρα, που οι πολίτες της δεν έχουν εξασφαλισμένη εργασία και έναν αξιοπρεπή μισθό, τότε κλονίζεται ο κοινωνικός της ιστός.

Από την αρχαιότητα ο Σωκράτης, παρά την καταδίκη του, επιμένει και υποστηρίζει ότι η πατρίδα είναι τροφός των κατοίκων της. Αποτελεί τον απαράβατο όρο της ανθρώπινης ύπαρξης και αξιοπρέπειας, τόσο από βιολογική, όσο και από ηθική έννοια. Την θεωρεί πιο σεβαστή από τον πατέρα και τη μητέρα, επειδή χάρη στους νόμους, που ψηφίζονται για να προστατεύουν ή να εκπαιδεύουν και όχι να δυναστεύουν τον πολίτη, μπορεί κάποιος να γίνει αυτό προς το οποίο τείνει το ανθρώπινο όν. Η κοινωνία και η πατρίδα, όπως είναι γνωστό, θυμίζουν στο άτομο να είναι συνεπές με τον εαυτό του και να ξεχνά το εγώ στην υποχρέωση που έχει απέναντί τους. Οφείλουν όμως και η πατρίδα, η κοινωνία ή η πόλη να εξασφαλίζουν στους πολίτες τα κοινωνικά αγαθά της ασφάλειας και της ελευθερίας, της εργασίας, της ισότητας και της δικαιοσύνης. Η συνοχή της κοινωνίας στηρίζεται στους όρους ενός ρητού ή σιωπηρού συμβολαίου, που έχει σκοπό την κοινή συντήρηση των μελών της. Εάν ο κανόνας αυτός παραβιασθεί, τότε ο καθένας επιδιώκει να κλέβει τον καρπό της εργασίας του άλλου και η κοινωνία μετατρέπεται σε ζούγκλα.

Η ανεργία βέβαια, έχει κι’ άλλες διαστάσεις πολύ χειρότερες. Το φαινόμενο αυτό επέσυρε απότομα την προσοχή των Κυβερνήσεων και των κοινωνιών κυρίως μετά το 1918. Από την περίοδο αυτή, στην αρχή η Γερμανία και κατόπιν η Αγγλία και οι ΗΠΑ, βρέθηκαν κάτω υπό την απειλή μιας σημαντικής ανεργίας. Παρατηρήθηκε μάλιστα ότι στη Γερμανία, μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και για διάρκεια λίγων ετών ο αριθμός των ανέργων παρέμεινε σταθερός σε ύψος, ανάλογο με τον αριθμό του παλιού μόνιμου στρατού του Ράϊχ. Ο αριθμός αυτός αντιστοιχούσε σε ένα κανονικό ποσοστό, που μπορούσε ν’ αντέξει η Γερμανική οικονομία.

Η οικονομική κρίση του 1929, που ξέσπασε εξ αιτίας του άκρατου οικονομικού ανταγωνισμού, της αφθονίας των αγαθών και της αδυναμίας κατανάλωσής τους, οδήγησε σε περαιτέρω αύξηση της ανεργίας, η οποία άρχισε να παίρνει διαστάσεις ανίατης επιδημίας. Οι λύσεις της πολεμικής βιομηχανίας και κινητοποίησης έδωσαν διέξοδο στο κοινωνικό πρόβλημα, αλλά οδήγησαν και την ανθρωπότητα σε ένα καταστροφικό πόλεμο.

Στην προσπάθεια μείωσης της ανεργίας, όλες οι Κυβερνήσεις ενθάρρυναν στην αρχή την ανάληψη  τεράστιων, αλλά ανώφελων και αντιπαραγωγικών έργων, όπως τα Ολυμπιακά ή τα έργα για την απασχόληση και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής. Τέτοια  όμως έργα, έχουν πρόσκαιρα αποτελέσματα, διότι  μειώνουν την ανεργία μόνο κατά την περίοδο αιχμής του οικονομικού κύκλου από την εισροή κεφαλαίων και δεν συμβάλουν στον εκσυγχρονισμό του βιομηχανικού τομέα, στην ανταγωνιστικότητα, την αύξηση των εξαγωγών και τη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου, ούτε δημιουργούν τις προϋποθέσεις μιας παρατεταμένης αύξησης του πραγματικού εισοδήματος. Τα έργα αυτά ξεπερνούν τις ανάγκες ή τις δυνατότητες των οικονομιών και δεν προσφέρουν έσοδα για την απόσβεση των εξόδων τους. Έτσι, μετά από μικρό χρονικό διάστημα, όπως συνέβη και στην Ελλάδα μέχρι το 2004, όταν ολοκληρώθηκε ο οικονομικός κύκλος και απορροφήθηκαν τα κεφάλαια, ακολούθησε ραγδαία  αύξηση των κρατικών χρεών και του παγκόσμιου ποσοστού ανεργίας.

Οι πιο ισχυρές τότε βιομηχανικά χώρες, λαμβάνοντας υπ’ όψη το δεδομένο του κορεσμού των εσωτερικών και εξωτερικών αγορών, οι οποίες δεν ήταν σε θέση ν’ απορροφήσουν, λόγω και της ύφεσης, μια αύξηση της παραγωγής αγαθών, έθεσαν το πλεονάζον προσωπικό τους στην υπηρεσία της πολεμικής βιομηχανίας. Η αγορά αυτή, εκτός από την οροφή στους εξοπλισμούς, που την καθορίζουν αυθαίρετα στις παραγγελίες τους οι κυβερνήσεις, δεν περιορίζεται εν καιρώ ειρήνης. Η βιομηχανία επίσης των εξοπλισμών έχει και το προνομιούχο πλεονέκτημα να προσφέρει την εργασία μόνο επί παραγγελία. Δεν γνωρίζει πωλήσεις με ζημιά, ούτε επιβάλλει τη διατήρηση αποθεμάτων, όπως σ’ άλλα  προϊόντα, των οποίων παρέρχεται η μόδα. Οτιδήποτε παράγεται απορροφάται αμέσως. Εάν κάποια αεροπλάνα ή άρματα οξειδώνονται ή παύουν να είναι μοντέρνα αποθηκεύονται ως υλικό επιστρατεύσεως, αφού όμως πρώτα πληρωθούν.

Η τρίτη συνεπώς και τελευταία λύση συνδέεται με την απορρόφηση των ανέργων από το στρατό. Εκεί κατάλληλοι στρατολόγοι τους μετατρέπουν σε πολεμιστές έτοιμους να ενταχθούν στο «κύκλο των σπάταλων προκλήσεων», με τις οποίες τα έθνη, στη φάση της έξαρσης των εθνικισμών επιχειρούν να εκφοβίσουν τους αντιπάλους τους και να τους υποχρεώσουν ν’ αναγνωρίσουν την υπεροχή τους. Πόσο ακόμη άραγε  μπορούμε σήμερα να είμαστε αισιόδοξοι για την ειρήνη από το αδιέξοδο, που έχει περιέλθει το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα; Το ελληνικό φαινόμενο με τη Χρυσή Αυγή, θ’ αποκτήσει σταδιακά παγκόσμιες διαστάσεις. Αυτό βέβαια είναι αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης και της ανεργίας, που μαστίζει σήμερα την Ευρώπη.

Η πατριωτική πλειοδοσία, αναφέρει ο Ταλεϋράνδος, διπλωμάτης, ιερωμένος και σύμβουλος του Μ. Ναπολέοντα είναι το τελευταίο καταφύγιο των απατεώνων. Τα προβλήματα συνεπώς λύνονται, όταν εντοπισθούν και αντιμετωπιστούν οι παράγοντες που τα επηρεάζουν. Κάθε άλλη λύση, που δεν θ’ απαντά στα δεδομένα, θα οξύνει το πρόβλημα της ανεργίας, θα οδηγεί τα κράτη και τους λαούς στον απομονωτισμό και στην αύξηση των ποσοστών κομμάτων σαν την Χρυσή Αυγή. Αυτό συνέβη το 1933 μετά την οικονομική κρίση του 1929 στη Γερμανία και το 1936, μετά τη χρεοκοπία του 1933 στην Ελλάδα, αλλά και σ’ άλλες χώρες της Ευρώπης. Η ιστορία επαναλαμβάνεται, αλλά γράφεται κάθε φορά με νέους όρους. Ας είναι τα κόμματα και οι αρχηγοί τους πιο υπεύθυνοι.

Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2013

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ 1204 - ΚΥΠΡΟΣ 1974


                                                            Γράφει ο Ν. Σκαρλάτος
         
Τη χρησιμότητα της ιστορίας την έχουν επισημάνει πάρα πολλοί μεγάλοι και διάσημοι. Κάθε όμως ιστορικό γεγονός έχει τα αίτια και την αφορμή που το προκαλεί. Τα αίτια είναι πάρα πολλά και έχουν βάθος μέσα στο χρόνο, ενώ η αφορμή είναι πάντοτε μία και πολύ κοντά στο ιστορικό γεγονός.                                                                    

Το 1203 μ.Χ, ένα χρόνο πριν από την άλωση της Πόλης από τους Φράγκους, Αυτοκράτορας στο Βυζάντιο ήταν ο Αλέξιος ο Κομνηνός ή Αλέξιος Γ΄ ο Άγγελος, αδελφός του Ισαακίου, ο οποίος είχε βασιλέψει πριν από αυτόν. Ο Ισαάκιος είχε έναν γιό από την πρώτη του γυναίκα, ο οποίος ενηλικιώθηκε και ήταν βαθιά δυσαρεστημένος από την βίαιη συμπεριφορά του Αλεξίου προς τον πατέρα του. Γι’ αυτό απέδρασε και έφθασε στη Ρώμη, όπου πέφτοντας στα πόδια του Πάπα ζητούσε με πάθος βοήθεια προκειμένου να πάρει εκδίκηση γι’ αυτό.
         
Την περίοδο αυτή ο Πάπας ετοιμάζοντας την 4η Σταυροφορία κατά των Αγίων Τόπων συγκέντρωνε στρατό στην Ιταλία προερχόμενο από τις Ιταλικές πόλεις, το Βασίλειο των Φράγκων, τη Βενετία και από άλλες περιοχές. Συγκινημένος, όπως αναφέρει ο ιστορικός Ακροπολίτης, από τις παρακλήσεις του νεαρού, αλλά κυρίως από τις πλουσιοπάροχες υποσχέσεις του, τον εμπιστεύθηκε στους ηγεμόνες αυτών των στρατευμάτων, για να τον αποκαταστήσουν στον πατρικό του θρόνο και ύστερα να αποζημιωθούν, για όσα θα ξόδευαν κατά την πορεία και για όσα θα απαιτούνταν χρονοτριβώντας γύρω από την Κωνσταντινούπολη.
         
Όταν οι Σταυροφόροι έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη και άρχισαν την πολιορκία της πόλης από στεριά και θάλασσα, ο Αλέξιος απογοητευμένος και απαυδισμένος από τους κατοίκους, που ήταν ταραγμένοι και συγχυσμένοι τα εγκατέλειψε όλα «εκών άκων» και το έσκασε, λέγοντας ότι « ο Δαυίδ δραπέτευσε και σώθηκε». Φεύγοντας μάλιστα, όπως συμβαίνει σε κάθε τέτοια περίπτωση, πήρε μαζί του και αρκετά χρήματα από το Βασιλικό ταμείο. Έτσι, μετά την αποχώρηση του Αλεξίου, οι κάτοικοι έστειλαν πρεσβεία στους Ιταλούς  και Φράγκους, αποδεχόμενοι να επιστρέψει μέσα στην πόλη ο Αλέξιος, όπως ονομάζονταν και ο γιός του Ισαακίου, για να αναγορευθεί Αυτοκράτορας και ν’ αποχωρήσουν οι σταυροφόροι, επειδή θεωρούσαν ότι αυτός ήταν η αφορμή που ξέσπασε ο πόλεμος.
         
Ο νεαρός λοιπόν εισήλθε στην πόλη και αναγορεύθηκε Βασιλιάς, αλλά ήταν ήδη δεσμευμένος με όσα είχε υποσχεθεί προηγουμένως στους Ιταλούς, που τον ανέβασαν στο θρόνο. Προσωρινά βέβαια, φάνηκε να επικρατεί ειρήνη, αλλά οι Σταυροφόροι απαιτούσαν όσα τους είχε υποσχεθεί ο Αλέξιος, ο γιός του Ισαακίου. Οι κάτοικοι όμως της πόλης διατείνονταν ότι το ποσό αυτό ήταν υπέρογκο και δεν είχαν τόσα πολλά να τους δώσουν.
         
Αυτό έγινε αιτία δυσαρέσκειας των κατοίκων προς το νεαρό Αυτοκράτορα, επειδή και ο πατέρας του ο Ισαάκιος, ο οποίος ζούσε ακόμη, είχε προτείνει να συγκεντρωθούν τα ιερά σκεύη και με αυτά ν’ αρχίσουν την εξόφληση του χρέους προς τους Ιταλούς, ενώ τα υπόλοιπα να καταβληθούν από το Βασιλικό ταμείο και από τους κατοίκους.

Κατά το χρόνο που βρισκόταν σε εξέλιξη αυτή η διαμάχη και οι πρέσβεις των δύο μερών πήγαιναν και έρχονταν, δολοφονήθηκε ο γιός του Ισαακίου από τον Αλέξιο Δούκα ή Μούρτζουφλο και οι πολίτες τον αναγόρευσαν Αυτοκράτορα.

Οι Ιταλοί και Φράγκοι εξοργισμένοι από το γεγονός εναντιώθηκαν κατά των κατοίκων, οι οποίοι επίσης είχαν και τη φαεινή ιδέα να προτείνουν στον Αυτοκράτορα να διώξει από την Κωνσταντινούπολη όσους Λατίνους κατοικούσαν, για να μην τους έχουν μέσα στην πόλη και οργανώνουν συνωμοσίες. Αυτοί όμως αυτομόλησαν, όπως ήταν λογικό, προς το Στρατόπεδο των Σταυροφόρων, οι οποίοι σε διάστημα σαράντα ημερών, στις 12 Απριλίου του 6711 από κτίσεως κόσμου ή 1204 μ.Χ, κυρίευσαν την Κωνσταντινούπολη.

Τα όσα ακολούθησαν την άλωση της πόλης είναι λίγο πολύ γνωστά. Γι’ αυτό άλλωστε και ο απεσταλμένος του Πάπα ζήτησε δημοσίως συγγνώμη από τον Πατριάρχη πριν από μερικά χρόνια. Την ευθύνη όμως των Βυζαντινών για την πρόσκληση των Λατίνων την αποσιωπούν άπαντες.
Το 1974 μετά το πραξικόπημα, που ευθύνη γι’ αυτό  είχε τόσο η Στρατιωτική χούντα, όσο και ο Μακάριος με όσα προηγήθηκαν του πραξικοπήματος, η ομιλία του Μακαρίου στα Ηνωμένα Έθνη νομιμοποιούσε ουσιαστικά την Τουρκική εισβολή.                                                      
Αφού φυγαδεύτηκε με Βρετανικό ελικόπτερο από την Πάφο προς τη βάση του Ακρωτηρίου, προσγειώνονταν μετά από λίγες ώρες, με αεροπλάνο της ΡΑΦ (Αγγλικής πολεμικής Αεροπορίας) στο αεροδρόμιο Λάϋνχαμ του Γουίλττσαϊρ.                             

Στις 18 Ιουλίου έγινε δεκτός στη Νέα Υόρκη στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, ως Αρχιεπίσκοπος και όχι ως πρόεδρος της Κύπρου.  Μιλώντας όμως στα Ηνωμένα Έθνη, λίγες ώρες πριν από την Τουρκική εισβολή, τόνιζε ότι: «…Οι Έλληνες έχουν καταλάβει την Κύπρο και είναι πολύ περισσότερο επικίνδυνοι από τους Τούρκους. Οι συγκρούσεις στο νησί συνεχίζονται αιματηρές. Στα κρατικά κτίρια έχουν αναρτηθεί οι Ελληνικές σημαίες. Στα νοσοκομεία μεταφέρονται αδιάκοπα τραυματίες. Στους δρόμους περιφέρονται τα τάνκς. Η ενέργεια αυτή έχει καταργήσει την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου. Σήμερα κινδυνεύει και η Τουρκοκυπριακή κοινότητα…»

Την Παρασκευή 19 Απριλίου, ο παράνομος Τουρκοκυπριακός ραδιοφωνικός σταθμός Μπαϋράκ, στο μεσημβρινό του δελτίο ειδήσεων στην Ελληνική γλώσσα, που μεταδίδονταν την 14.00 ώρα, το οποίο άκουσα προσωπικά ενθυμούμενος ακόμη και το φαγητό που έτρωγα, αποτελούμενο από φακές, ανέφερε επί λέξει ότι: «Ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Ετζεβίτ είχε συνάντηση στο Λονδίνο με τον Βρετανό Υπουργό των Εξωτερικών κ. Κάλαχαν και επικοινωνία με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Σε δηλώσεις του στο αεροδρόμιο της Άνκαρα κατά την επιστροφή του δήλωσε ότι πέτυχε ευνοϊκή λύση του Κυπριακού».

Ο διάσημος Τούρκος δημοσιογράφος Μεχμέτ Αλή Μπιράντ στο βιβλίο του «Απόφαση Απόβαση» αναφέρει ότι στη σύσκεψη και ενημέρωση των πολιτικών αρχηγών, που έγινε στην Άγκυρα, όταν ο Ετσεβίτ απουσίαζε στο Λονδίνο, ο Ντενίς Μπαϋκάλ ανέφερε ότι: «Υπάρχει το ενδεχόμενο ο πρωθυπουργός να συναντηθεί και με το Μακάριο, χωρίς όμως να έχει παρθεί γι’ αυτό οριστική απόφαση. Ο Αμερικανός πρεσβευτής δεν έφερε καμία αντίρρηση. Η Σοβιετική Ένωση βλέπει το γεγονός σε απόλυτη συνάφεια με την Ελλάδα και συνιστά κάθε προσπάθεια για ειρηνική επίλυση».

Στο ίδιο βιβλίο, σελίδα 78, αναφέρει επίσης, για μία άλλη συνάντηση του Ετσεβίτ με μία ομάδα Ελληνοκυπρίων στο Λονδίνο: «…Ο Ετσεβίτ αναφέρει, είχε κουραστεί. Πήρε τον Κεμάλ Γκιουτζούγενερ, διευθυντή του ιδιαίτερου γραφείου του και βγήκε στη New Charing Cros-road. Στους δημοσιογράφους που ήθελαν να τον ακολουθήσουν είπε ότι ήθελε να μείνει μόνος. Αμέσως όμως το μετάνιωσε, γιατί ενώ τριγύριζε στο δρόμο κυκλώθηκε από μία ομάδα Ελληνο-Κυπρίων, που τον γνώριζαν από την τηλεόραση.                                        
- Εσείς είστε ο Τούρκος Πρωθυπουργός; (Ρώτησαν)
- Μάλιστα
Πιάστηκαν από τα χέρια του και τον είπαν:
- Οι ελπίδες μας βρίσκονται στα χέρια σας. Εσείς μπορείτε να μας γλιτώσετε.                   
Οι Άγγλοι έμειναν έκπληκτοι…..»

Αυτά και πολλά άλλα παρόμοια γεγονότα συνέβησαν λίγες ημέρες, πριν από την Τουρκική εισβολή στο μαρτυρικό νησί, τα οποία έχουν μεγάλη ομοιότητα με όσα συνέβησαν πριν από 770 χρόνια, το 1204, που είχαν σαν συνέπεια την άλωση της πόλης από τους Σταυροφόρους. Βλέπουμε συνεπώς για μια ακόμη φορά την ιστορία να επαναλαμβάνεται, έστω και με νέους όρους.



           

Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2013

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ
                                                             Γράφει ο Νικόλαος Σκαρλάτος
Την ιστορία, τη διαμορφώνουν τρείς κυρίως παράγοντες. Οι συνθήκες της κάθε εποχής, οι μάζες και οι ηγέτες. Ο πρώτος είναι άψυχος, ο δεύτερος ασυνείδητος και ο τρίτος συνειδητός. Ο ηγέτης είναι ο μόνος συνειδητός παράγων της ιστορίας, τον οποίο όμως επιλέγει η ασυνείδητη μάζα, που αρέσκεται στο λαϊκισμό.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, θεωρούσαν πολλοί αδιανόητους τους πολέμους μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων. Η κυρίαρχη φιλοσοφία, που επικρατούσε την εποχή εκείνη, ήθελε τα οικονομικά συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων αλληλένδετα. Η ύπαρξη Αυτοκρατοριών με πολυπολιτισμικούς πληθυσμούς και η σύνδεση των κυκλοφορούντων χαρτονομισμάτων με τον κανόνα του χρυσού, που επιβλήθηκε το 1816 από την αναδυθείσα, μετά την ήττα του Μ. Ναπολέοντα, θαλασσοκράτειρα Μ. Βρετανία, έκαναν τη διεθνή οικονομία πιο «παγκοσμιοποιημένη» από τη σημερινή. 
Το καπιταλιστικό όμως σύστημα, το οποίο στα τέλη του 19ου αιώνα έφθασε στο απόγειό της δόξας του, πέρασε τα επόμενα χρόνια σε μια περίοδο έντονου οικονομικού ανταγωνισμού. Η κλιμακούμενη πίεση του κρατικού παρεμβατισμού, έφερε μια επανάσταση όχι μόνο στον οικονομικό, αλλά και στους άλλους τομείς της ανθρώπινης δράσης.  Τη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα μετά τη Ρωσική επανάσταση και την επικράτηση του διεθνισμού επιβλήθηκε σε πολλές χώρες του πλανήτη ο κολεκτιβισμός. Στις άλλες όμως, αναγκάστηκαν οι ιθύνοντες κυρίως, μετά την κρίση του 1929, είτε υπό καθεστώς δικτατορίας ή δημοκρατίας, να επέμβουν και να διευθύνουν εκ των άνω την οικονομία, για ν’ αποκαταστήσουν την απολεσθείσα οικονομική ισορροπία και να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των μαζών. Τα μέτρα του Νιού Ντήλ, που λήφθηκαν στην Αμερική από το Ρούσβελτ πήραν μορφή σοσιαλιστική και αντικαπιταλιστική, ενώ στη Γερμανία οι εθνικοσοσιαλιστές συγκέντρωσαν στα χέρια του κράτους τη διεύθυνση της οικονομίας με σκοπό τη βελτίωση της θέσεως των λαϊκών τάξεων. Στη Ιταλία δε ο φασισμός συντηρητικότερος, προσπάθησε να συνδυάσει την κρατική επέμβαση με το συντεχνιακό σύστημα.   Ο έντονος οικονομικός ανταγωνισμός, που επικράτησε ως αποτέλεσμα της αντικατάστασης του δόγματος της οικονομικής πολιτικής από οικονομικές στρατηγικές οδήγησε τελικά στον απομονωτισμό την ύφεση και την τρομακτική αύξηση της ανεργίας, που ανάγκασε τις Κυβερνήσεις των ισχυρών βιομηχανικά χωρών να στραφούν στην πολεμική βιομηχανία και την πολεμική κινητοποίηση. Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι το πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνα, μετά τις εδαφικές μεταβολές και τις καταστροφές που προκάλεσαν, δημιούργησαν κατά τη φάση της ανασυγκρότησης, την αυξημένη ζήτηση εργατικών χεριών έλυσαν το φαινόμενο της ανεργίας  και εκτόπισαν με τις αυξημένες ανάγκες την ύφεση δίδοντας διέξοδο στα κεφάλαια και στην κατανάλωση.
Μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο επιβλήθηκαν επίσης, από τους αναδειχθέντες κοσμοκράτορες, σημαντικές μεταβολές στις κοινωνικές και πολιτικές ιδέες. Η νέα τάξη επέβαλε στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα και το εμπόριο τον κανόνα του δολαρίου, που αντικατέστησε τον κανόνα του χρυσού, που επιβλήθηκε το 1816 από την αναδειχθείσα και τότε, μετά τους Ναπολεόντειους πολέμους, θαλασσοκράτειρα Μ. Βρετανία.. Έτσι οι ΗΠΑ, η πολιτική με τη σύνδεση της ισοτιμίας των κυκλοφορούντων χαρτονομισμάτων με το δολάριο, επέβαλαν τη δική τους μορφή διευθυνόμενης οικονομίας με την οποία ελέγχουν, εκ του εμπορικού τους ισοζυγίου, τις οικονομίες όλων των χωρών.
Τα άλλα όμως ισχυρά κράτη, αναγκασμένα να συμμορφώνονται με τις ελεύθερες κοστολογήσεις των διεθνών αγορών, σύμφωνα με το Αμερικάνικο νόμισμα, οδηγήθηκαν στην καθιέρωση μιας «οικονομικής στρατηγικής», την οποία εφάρμοζαν και κατά την περίοδο της αποικιοκρατίας.
Για να επεκτείνουν την έκταση των εμπορικών τους ανταλλαγών συγκρότησαν εκούσια ή με τη βία και τον εκφοβισμό μεταξύ δορυφόρων χωρών ενιαίες αγορές.  Έτσι ιδρύθηκαν η ΕΟΚ στη Δυτική Ευρώπη και η ΚΟΜΕΚΟΝ στην Ανατολική. Οι ανταλλαγές των εμπορευμάτων στις αγορές αυτές, δεν υπολογίζονταν με το κυκλοφορούν νόμισμα, αλλά με ένα νόμισμα λογαριασμού, όπως το ECU. Με το νόμισμα όμως λογαριασμού, αλλά και με το ευρώ αργότερα, τα ισχυρότερα και αυτάρκη έθνη είχαν και έχουν τη δυνατότητα ν’ ασκούν πίεση στα ασθενέστερα και να επιβάλλουν σ’ αυτά ζημιογόνες εμπορικές ανταλλαγές. Οι ισχυρότεροι υπερτιμώντας το νόμισμα τους, όσο εφαρμόζονταν το νόμισμα λογαριασμού ή τα εμπορεύματά τους και υποτιμώντας τα αντίστοιχα του πελάτη τους κατέληγαν, όπως συνέβη με τα Γερμανικά υποβρύχια και τη Σήμενς, σε μια «ισότιμη» ανταλλαγή, ένα αυγό έναντι μιας κότας, όπως λέει κι ο λαός.
Η μετάλλαξη βέβαια της ΕΟΚ σε Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς τις προϋποθέσεις  της πολιτικής και οικονομικής ενοποίησης, με την ένταξη στη ζώνη του ευρώ χωρών με διαφορετικό ΑΕΠ και παραγωγικό ιστό, συνέχισε ουσιαστικά τον άνισο ανταγωνισμό. Αυτό είχε ως συνέπεια, μέσα σε δέκα χρόνια, από την αύξηση των ελλειμμάτων στο εμπορικό ισοζύγιο των αδύναμων οικονομικά χωρών, την προσφυγή τους σ’ ένα αέναο και εύκολο καταναλωτικό υπερδανεισμό. Αποτέλεσμα του εύκολου υπερδανεισμού (για πρώτη φορά από την ανεξαρτησία της η Ελλάδα δανείζονταν λόγω του ευρώ με μονοψήφια επιτόκια)  ήταν ο υπερ-καταναλωτισμός και η τρομακτική αύξηση των χρεών τους, που τις οδήγησε σε μια κατάσταση μερικής οικονομικής υποδούλωσης έναντι των ισχυρών. Αυτό συμβαίνει σήμερα με τη χώρα μας, η οποία έχει χάσει την οικονομική της αυτοτέλεια εξ αιτίας της αδυναμίας εξόφλησης των χρεών της, έναντι κυρίως της πιο ισχυρής χώρας στο ευρώ, της Γερμανίας.
             Η ένταξη της χώρας μας στο Ευρώ, που στέρησε από τις ελληνικές Κυβερνήσεις τη δυνατότητα άσκησης νομισματικής πολιτικής, για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων μας και η αδυναμία να προωθήσουν τις διαρθρωτικές μεταβολές και αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας μας, λόγω κυρίως των καρτέλ και των συνδικαλιστικών διεκδικήσεων, διόγκωσαν το κράτος, και διέλυσαν τον παραγωγικό ιστό της χώρας. Τα ξένα προϊόντα, λόγω της παγκοσμιοποίησης φθάνουν πιο φθηνά στην Ελληνική αγορά  και καταναλώνονταν, όσο υπήρχε δυνατότητα εύκολου δανεισμού, που ανέβαζε τους μισθούς.
Το Ευρώ βέβαια, δεν το θέσπισαν τα ισχυρά κράτη της Ένωσης από γενναιοδωρία ή αλτρουϊσμό προς τα ανίσχυρα οικονομικά, αλλά για να εξυπηρετήσουν τις εξαγωγές τους και να εξασφαλίσουν την αυτάρκειά τους. Με τον δανεισμό δε στις αδύναμες χώρες βάζουν όρους και δίδουν σε πρώτη φάση διέξοδο στα εμπορεύματα και στα κεφάλαιά τους. Ο υπερδανεισμός όμως των χωρών, όπως συνηθίζονταν και κατά την περίοδο της αποικιοκρατίας, επιβάλλει    πάλι στους λαούς των υπερ- χρεωμένων οικονομικά χωρών, με τη μέθοδο του pot-latch, (κλείσιμο ερμητικά σε πιθάρι), τους καταναγκασμούς του αποικιακού δουλικού καθεστώτος, όπως αυτό ίσχυε κατά τον 16ο  και 17ο αιώνα.
Η υποτίμηση του δολαρίου το Μάϊο του 2008 κατά 30% έναντι των άλλων νομισμάτων, που είχε ως στόχο να εκτρέψει την εμπορική κίνηση από τους οικονομικούς αντιπάλους των ΗΠΑ και να κάνει πιο ελκυστικά τ’ Αμερικανικά προϊόντα, προκάλεσε ένα κλίμα αναστάτωσης στην παγκόσμια αγορά, που συμπαρέσυρε και τη ζώνη του ευρώ. Η κρίση που έπληξε κυρίως τις αδύναμες χώρες της ευρωζώνης, με πρώτη τη χώρα μας, λόγω διατάραξης της ισορροπίας του Ευρώ με το δολάριο, που έκανε πιο ακριβά τα ευρωπαϊκά προϊόντα, έφερε πάλι στο προσκήνιο το δόγμα της «οικονομικής στρατηγικής», που συνδέεται με τον προστατευτισμό, τη χειραγώγηση των νομισμάτων και τη συνέχιση του οικονομικού πολέμου με άλλα μέσα. Η αντικατάσταση του δόγματος της «πολιτικής οικονομίας» από το δόγμα της «οικονομικής στρατηγικής», συνδέεται στενά  με την επιδείνωση του πολεμικού κλίματος, διότι ο έντονος ανταγωνισμός οξύνεται και από την επιδίωξη εξασφάλισης της αυτάρκειας σε ανταγωνιστικές τιμές. Χωρίς χαρτονόμισμα, υποστηρίζει ο Γάλλος κοινωνιολόγος Gaston Bouthoul, δεν γίνεται ολοκληρωτικός πόλεμος.
Το κλίμα της οικονομικής αναστάτωσης, που προκαλεί στην παγκόσμια αγορά η υποτίμηση  του χαρτονομίσματος, λόγω της διατάραξης της παγκόσμιας νομισματικής ισορροπίας, στρέφει σταδιακά όλες τις χώρες στην εφαρμογή οικονομικών στρατηγικών, που οδηγούν στον προστατευτισμό και στον απομονωτισμό. Η κατάρρευση σε πρώτη φάση των αδύναμων οικονομιών, οδηγεί τελικά στη μείωση της αγοραστικής δύναμης, σε ύφεση τις οικονομίες, σε αύξηση  της ανεργίας και σε κοινωνικές αναστατώσεις. Ο απομονωτισμός και ο έντονος ανταγωνισμός επιφέρουν παράλληλα έξαρση των εθνικισμών, που συνεχίζουν τον οικονομικό πόλεμο με άλλα μέσα. Στην επιδείνωση της κατάστασης πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο συνέβαλε και η επιδίωξη απόκτησης νέων αποικιών, που αποτελούσαν την κύρια αιτία  επιθετικότητας της Βρετανίας και των άλλων Ευρωπαϊκών δυνάμεων. 
Η οικονομική όμως κρίση, που μαστίζει σήμερα τις αδύναμες χώρες του Ευρωπαϊκού νότου έχει και μια άλλη διάσταση. Εάν δεν αντιμετωπισθεί έγκαιρα,  ίσως εξελιχθεί σε  μια συγκυρία, με όλα τα κοινωνικά χαρακτηριστικά και συνέπειες της προπολεμικής συγκυρίας. Η συγκυρία αυτή διακρίνεται από την αφθονία των αγαθών, την αδυναμία κατανάλωσής τους εξ αιτίας της ύφεσης και την αυξημένη ανεργία, η οποία σταδιακά θα πλήξει και τις πλούσιες βιομηχανικά χώρες, όπως συνέβη μετά την οικονομική κρίση του 1929. Η ύφεση και η ανεργία, όπως εκτιμούν οι κοινωνιολόγοι του πολεμικού φαινομένου, οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε κοινωνικές εντάσεις, στον απομονωτισμό, στην έξαρση των εθνικισμών, στην ανάδειξη ηγετών που στρέφουν τις ισχυρές οικονομίες στην πολεμική βιομηχανία  και στον πόλεμο, ο οποίος δίδει διέξοδο στα κεφάλαια και στην ανεργία. 
Στις πτωχές χώρες τα πλεονάσματα είναι ανθρώπινα και στις ανεπτυγμένες βιομηχανικά προϊόντα και κεφάλαια. Εάν συνεπώς αποτύχει η πολιτική οικονομία και οδηγηθούν οι ισχυρές οικονομικά  χώρες σε οικονομικές στρατηγικές και στον απομονωτισμό, ο πόλεμος θα δώσει τη διέξοδο συμπαρασύροντας, όπως έγινε στους δύο παγκοσμίους πολέμους  και τις μικρές. Στις αρχές του 20ου αιώνα, όπως και σήμερα, θεωρούσαν πολλοί, λόγω της παγκοσμιοποίησης αδιανόητους τους πολέμους μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων. Οι δύο όμως παγκόσμιοι πόλεμοι, μέσα σε είκοσι χρόνια, διέψευσαν όσους εκτιμούσαν ότι η παγκοσμιοποίηση απομάκρυνε τις οικονομικές κρίσεις και τον πόλεμο.






ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΡΙΣΕΙΣ- ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ
ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΙ
                                                                          Γράφει ο Νικ. Π. Σκαρλάτος
Η νομισματική ιστορία όλων των κρατών συνδέεται με την υποτίμηση της νομισματικής τους βάσης και τις διακυμάνσεις των αποθεμάτων χρυσού, οι οποίες σηματοδοτούν και  την πορεία των μεγάλων πολέμων της ιστορίας. Όταν τα πράγματα παίρνουν κακή τροπή, τότε η αξία των πολυτίμων μετάλλων αυξάνει σημαντικά. Από το 1918 μπορεί ο καθένας να διακρίνει τους πραγματικούς νικητές κάθε πολέμου και αυτούς που τον προκάλεσαν, από την αύξηση ή τη μετακίνηση των αποθεμάτων (καλύμματος) σε χρυσό. Το ίδιο επίσης συνέβη και το 1945.
Εξακριβώστε προς τα πού μετακινήθηκε ο πλούτος, ισχυρίζονται διάσημοι αναλυτές του φαινομένου του πολέμου, για να διαπιστώσετε ποιός τον προκάλεσε. Το ίδιο βέβαια ισχυρίζεται και ο Πλάτων από την αρχαιότητα.
Μετά την οικονομική κρίση, όπως αναφέρει η ειδησεογραφία, η Αμερική «φλερτάρει» με εναλλακτικά νομίσματα. Όλο και περισσότερες πολιτείες επιδιώκουν να κάνουν τις συναλλαγές τους με το δικό τους ασημένιο και χρυσό νόμισμα, επειδή ανησυχούν ότι η Federal Reserve και το αμερικανικό δολάριο οδεύουν σε κατάρρευση.
Οι πολιτικοί εκπρόσωποι δεκατριών πολιτειών, όπως της Μινεσσότα, Τέννεσσι, Αϊόβας, Νότιας Καρολίνας, Τζόρτζια κ.α, ζητούν από τις πολιτειακές Κυβερνήσεις να εγκρίνουν την έκδοση νέου εναλλακτικού νομίσματος ή τουλάχιστον να μελετήσουν το ενδεχόμενο αυτό ως επιλογή. Πριν μάλιστα από τρία χρόνια, οι πολιτείες, που το ζητούσαν, ήταν μόνο τρείς. Στο προτεινόμενο σχέδιο νόμου, που κατέθεσε ο Ρεπουμπλικάνος Glen Bradley της Β. Καρολίνας, εκτιμά ότι , «σε περίπτωση υπερπληθωρισμού, κράχ ή άλλης οικονομικής καταστροφής, που θα έχει σχέση με την κατάρρευση  της κεντρικής τράπεζας… τα οικονομικά της πολιτείας, αλλά και της ιδιωτικής οικονομίας, θα περιέλθουν σε κατάσταση χάους».
Το αμερικανικό σύνταγμα, επιτρέπει στις ανεξάρτητες μικρές κοινότητες να τυπώνουν δικό τους χρήμα, αρκεί τα γραμμάτια να ξεχωρίζουν από το δολάριο. Απαγορεύει όμως στις πολιτείες να κάνουν κάτι ανάλογο, ενώ τις επιτρέπει να κυκλοφορούν νομίσματα από χρυσό και ασήμι, ως νόμιμο μέσο αποπληρωμής χρέους. Η πρόβλεψη βέβαια αυτή, μετά την απώλεια της αξίας του δολαρίου και την άνοδο του χρυσού, κερδίζει όλο και περισσότερους υποστηρικτές.
Η πολιτεία της Γιούτα ήταν η πρώτη που εισήγαγε δικό της εναλλακτικό νόμισμα, όταν ο κυβερνήτης της Gary Herbert, υπέγραψε νόμο πέρυσι το Μάρτιο, που αναγνωρίζει τα χρυσά και ασημένια νομίσματα του εθνικού νομισματοκοπείου, ως αποδεκτές και νόμιμες μορφές πληρωμής. Με βάση αυτό το νόμο, τα νομίσματα, όπως τα American Gold και Silver Eagles (χρυσά και ασημένια), αντιμετωπίζονται επί ίσοις όροις με τα δολάρια, όσον αφορά φορολογικά ζητήματα. Μετά την αύξηση όμως της τιμής του χρυσού, η αξία του Gold Eagle των 50 δολαρίων, βάρους μιας ουγγιάς, είναι πιο χαμηλή σήμερα από την αξία του μετάλλου, αφού μια ουγγιά χρυσού αξίζει 1.700 δολάρια). Γι’ αυτό, με νέο νόμο, επιτρέπεται η ανταλλαγή των νομισμάτων με βάση την αγοραστική τους αξία, η οποία θα εξαρτάται από το βάρος και την κατάσταση τους.
Ο Ρεπουμπλικανός αντιπρόσωπος της Ν. Καρολίνας Mike Pitts προτείνει επίσης ένα νομισματικό σύστημα, που θα επιτρέπει στους πολίτες να χρησιμοποιούν οποιοδήποτε χρυσό ή ασημένιο νόμισμα, είτε είναι «πέσο» των Φιλιππίνων, είτε «κρούγκεραντ» της Νοτίου Αφρικής, με βάση το βάρος του. Σύμφωνα δε με τον Pitts, το νομοσχέδιο του έχει ήδη τη στήριξη 12 συναδέλφων του. Βασίζεται δε στο φόβο ότι, η πολιτεία της Ν. Καρολίνας αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο μιας καταστροφικής οικονομικής κατάρρευσης.
Ανάλογο νόμο πρότειναν και οι αντιπρόσωποι της πολιτείας της Ουάσιγκτον, ενώ σύντομα αναμένεται να κατατεθούν παρόμοια νομοσχέδια και στις Μιννεζότα, Αϊόβα, Τζόρτζια, Ιντάχο και Ιντιάνα, τα οποία θα έχουν σκοπό να δώσουν τη δυνατότητα στους πολίτες ν’ ανταλλάσουν αυτά τα νομίσματα με προϊόντα και υπηρεσίες, αρκεί να τα δέχεται ο αποδέκτης καταστηματάρχης, έμπορος κλπ.
Ο μπουλλιονισμός (χρυσοφιλία), η κερδοσκοπία και τ’ ανταλλακτήρια κοσμημάτων ή πολυτίμων μετάλλων ανθούν κυρίως σε περιόδους οικονομικών κρίσεων και πολεμικών συγκυριών. Είμαστε άραγε στο τέλος της προπολεμικής συγκυρίας και στην αρχή μιας νέας εποχής;
Οι σκοτεινές προβλέψεις του Πολωνού υπουργού οικονομικών, για το ενδεχόμενο ενός πολέμου στην Ευρώπη, εάν η κρίση επεκταθεί και συνεχιστούν οι σύγχρονες εθνικιστικές τάσεις, πέρασαν στα ψιλά. Μιλώντας στο Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο στις 14 Ιανουαρίου ο Πολωνός υπουργός οικονομικών Jan Vincent-Rostowski, έκανε την ανησυχητική δήλωση ότι, «πρέπει πάση θυσία να σωθεί η Ευρώπη, διότι ο κίνδυνος ενός πολέμου στα επόμενα δέκα χρόνια… είναι πιθανό σενάριο. Αν εξαφανιστεί η Ευρωζώνη τόνισε, τότε η Ε.Ε δεν θα επιβιώσει. Αν δεν αντέξει το σόκ η Ε.Ε, τότε ολόκληρο το ευρωπαϊκό όραμα τίθεται σε κίνδυνο και θα οδηγηθούμε σε μια κατάσταση, όπου στα επόμενα χρόνια θα έχουμε ν’ αντιμετωπίσουμε έναν ακόμη κίνδυνο».  Ο πραγματικός βέβαια κίνδυνος θα προέλθει από την ανεξέλεγκτη πυροδότηση κοινωνικών εντάσεων και βέβαια, όχι δίχως αιτία όπως ισχυρίζεται, αναφέροντας μια σειρά από προσπάθειες αναβίωσης εθνικιστικών τάσεων σε χώρες της Ευρώπης.
Οι αναλυτές βλέπουν ακόμη, ως πολύ πιθανή, μια σύγκρουση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, στην επιδίωξη των Αμερικανών  ν’ αποκτήσουν ένα  νέο ρόλο στην Ασία, με την ενίσχυση των στρατηγικών τους δεσμών με το Βιετνάμ, τις Φιλιππίνες, την Ινδία, την Αυστραλία και την Ιαπωνία. Την ώρα που το Ιράν βρίσκεται στο επίκεντρο των εξελίξεων στη Μ. Ανατολή, όπως εκτιμούν, υπάρχει ένα άλλο μέτωπο στον ασιατικό Ειρηνικό Ωκεανό, που κινδυνεύει να τυλιχθεί σε πόλεμο, με κύριους πρωταγωνιστές την Κίνα και τις ΗΠΑ. Η Κίνα, η οποία κινείται δραστήρια και σταθερά στον Ειρηνικό, θεωρεί την περιοχή στρατηγικά δική της. Οι Αμερικανοί όμως, αρνούνται ν’ αποχωρήσουν, ενισχύοντας μάλιστα την εκεί στρατιωτική τους παρουσία.
Πολλοί βέβαια αντιδρούν σκωπτικά σ’ αυτά τα σενάρια, επειδή δεν έζησαν τους δύο μεγάλους πολέμους ή δεν έχουν καλή σχέση με την ιστορία . Κάποιες όμως νέες συμμαχίες αρχίζουν πάλι να κάνουν την εμφάνισή τους, με τις πιο αδύναμες χώρες να προσκολλώνται σ’ αυτές. Έτσι, καθώς η ιδέα της ενιαίας αγοράς θ’ αρχίσει να γίνεται μια μακρινή ανάμνηση, η οικονομική υποτέλεια των μικρών χωρών στις μεγάλες θ’ αρχίσει να κάνει την εμφάνισή της παντού. Αυτό βέβαια θα συμβεί με τη μορφή της εσωτερικής αποικιοκρατίας ή τις μεγάλες επιχειρήσεις να υποστηρίζονται φανερά από τις κυβερνήσεις των μεγαλύτερων χωρών. Είναι λογικό συνεπώς, ο ανταγωνισμός για εμπορικά προνόμια να οδηγήσει σε αντιδράσεις τους λαούς, που θα προκαλέσουν συγκρούσεις, οι οποίες σήμερα φαντάζουν αδιανόητες. 
Η πρακτική του πολεμικού θησαυρού εξακολουθεί και σήμερα να υφίσταται υπό μορφή μεταλλικών αποθεμάτων των εκδοτικών τραπεζών, τα οποία τίθενται σε κυκλοφορία κατά τη στιγμή των οικονομικών κρίσεων και των συρράξεων. Από την αρχαιότητα βέβαια, το πιο περιζήτητο μέρος της λείας των πολέμων ήταν τα πολύτιμα μέταλλα, τα οποία συνδέονται με τις διακυμάνσεις και μετατοπίσεις των αποθεμάτων χρυσού και αργύρου. Άλλωστε και η Αραβική λέξη «καράτ», με την οποία μετράται η αξία του πιο πολύτιμου μετάλλου, συνδέεται με την ελληνική λέξη «κέρας», που είναι το ξυλοκέρατο. Ο καρπός αυτός, τον οποίο αναφέρει η Αγία Γραφή και θυμόμαστε οι παλιοί, αποτελούσε σε περιόδους λιμών, την πιο πολύτιμη τροφή για τη διατήρηση του ανθρώπου στη ζωή. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο, η ονομασία του καθιερώθηκε και ως μονάδα εκτίμησης της αξίας του πιο πολύτιμου μετάλλου.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ
                                                                               Υπό Νικολάου Σκαρλάτου
Το Μάϊο του 2008 η Ευρώπη ψήνονταν στον πυρετό, όπως ανέφεραν οι οικονομικοί αναλυτές, από το κράχ του δολαρίου. Ορισμένες κεντρικές τράπεζες, οργάνωναν τους κερδοσκόπους σε ένα κοινό μέτωπο και ένα παιχνίδι, κατά του Αμερικανικού νομίσματος, εκτιμώντας ότι θα έβγαιναν κερδισμένοι από την κατάσταση αυτή και θ’ αποκόμιζαν σημαντικά κέρδη. Χαμένες βέβαια θα ήταν οι οικονομίες του ισχυρού ευρώ με πρώτη την Ελλάδα, η οποία έχει ένα υψηλό εξωτερικό χρέος. Την ίδια περίοδο ένας από τους μεγαλύτερους κεντρικούς τραπεζίτες, ο Πόλ Βόλκερ, πρώην πρόεδρος της FED, ο οποίος εκτιμούσε ότι δεν κινδύνευε μόνο το δολάριο και η Αμερικανική οικονομία, αλλά ολόκληρο το Αμερικανικό Έθνος και η παγκόσμια οικονομική τάξη, κατήγγειλε  έμμεσα τον Άλαν Γκρίνσπαν, στον οποίο  ένα χρόνο νωρίτερα είχε παραδώσει τα ηνία, για χειραγώγηση του δολαρίου, πιστεύοντας ότι αυτό ενείχε σοβαρούς κινδύνους.
Ο Λευκός Οίκος όμως, από την εποχή ακόμη του Ρούσβελτ και το κράχ του 1929, πιστεύει ότι η «Αχίλλειος πτέρνα» των Ευρωπαίων, των Ιαπώνων και των υπόλοιπων εταίρων στο παγκόσμιο εμπόριο είναι η αποδυνάμωση του δολαρίου. Η χειραγώγηση και υποτίμηση του πλήττει ως γνωστόν την ελεύθερη αγορά, τα κέρδη των Ευρωπαϊκών και άλλων εξαγωγικών επιχειρήσεων και καθιστά πιο ευάλωτες τις ξένες Κυβερνήσεις σε συμβιβασμούς στις εμπορικές τους απαιτήσεις. Η πετρελαιαγορά, της οποίας οι συναλλαγές γίνονται σε δολάρια, λόγω του ελέγχου που ασκούν σ’ αυτήν, είναι το πιο προσοδοφόρο πεδίο όχι μόνο για τους κερδοσκόπους, αλλά και την Αμερικανική οικονομία.      
Προ της κρίσιμης αυτής κατάστασης η Ελλάδα σύρονταν τον Οκτώβριο του 2009 σε εκλογές, για να εκλεγεί μια Κυβέρνηση, πρόθυμη να εξυπηρετήσει τα σχέδια τους. Έτσι, λίγους μήνες αργότερα το ΔΝΤ σε αρμονική συνεργασία με την «Τρόϊκα» της Ε.Ε, εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, επιβάλλοντας τους όρους τους, αναγκάζοντας τη χώρα και τους Έλληνες ν’ απεμπολήσουν κυριαρχικά τους δικαιώματα.  Όλες βέβαια οι μεταπολιτευτικές Κυβερνήσεις από το 1981 και όχι ο λαός, όπως επιμένει ο κ. Πάγκαλος, δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων. Δεν εκμεταλλεύτηκαν προς όφελος των Ελλήνων συνολικά, τις οικονομικές διεθνείς συγκυρίες, από την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή την απελευθέρωση των αγορών. Η διοίκηση όμως, δεν είναι προνόμιο, αλλά βάρος ευθύνης. Οι έννοιες της ευθύνης και της εξουσίας συνδέονται εσωτερικά και βρίσκονται σε μια απόλυτη αλληλεξάρτηση. 
Μέσα σε κλίμα έντονης αμφισβήτησης της πολιτικής βούλησης των Ευρωπαίων ηγετών να υπερασπιστούν αποτελεσματικά και όχι αποσπασματικά την Ευρωζώνη, αναφέρουν οι ανταποκρίσεις από τις Βρυξέλλες, συνέρχεται την προσεχή Πέμπτη και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Σε κάθε κοινωνία βέβαια, υπάρχουν τόσα στοιχεία διχόνοιας, όσα και τα μέλη της. Παρά τις αδυναμίες όμως, που προέρχονται από τη στενοκαρδία, τον εγωισμό και το συμφέρον, οι άνθρωποι ανέχονται να διοικούνται και το εύχονται, αρκεί να διοικούνται καλά. Οι πρωτόγονοι οργανώθηκαν σε κοινωνίες για να νοιώσουν πιο ισχυροί και πιο ασφαλείς, αλλά κέρδισαν κάτι πιο χειρότερο, τον πόλεμο. Ας ευχηθούμε να μη συμβεί το ίδιο και με την ένταξη μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο πόλεμος, ως κοινωνικό φαινόμενο έχει πολλές μορφές. Εμφανίζεται ως αποτέλεσμα της ανθρώπινης ιδιότυπης συμπεριφοράς, που συνδέεται με την «Παγκόσμια πάλη». Μια πάλη ανάλογη με αυτήν του στομάχου με την τροφή, στη λειτουργία της πέψης. Στον αγώνα επιβίωσης του ανθρώπου είναι το μοιραίο επακόλουθο από τη διατάραξη της παγκόσμιας οικονομικής ισορροπίας. Ερευνήστε προς τα πού μετακινήθηκε ο πλούτος, για ν’ αντιληφθείτε ποιος προκάλεσε τον πόλεμο, σύμφωνα και με τη ρήση του Πλάτωνα.  Τα συμφέροντα, ο αθέμιτος ανταγωνισμός, η άμετρη και αχαλίνωτη κερδοσκοπία, η υπεραφθονία αγαθών στην αγορά και η αδυναμία κατανάλωσης τους, είναι οι παράγοντες, που οδηγούν στην ύφεση και στην ανεργία, στις οικονομικές κρίσεις και στις κοινωνικές εντάσεις, με απρόβλεπτες εξελίξεις.
Σε τέτοιες περιόδους, η πρακτική του πολεμικού θησαυρού αρχίζει  πάλι να έρχεται στο προσκήνιο. Η αύξηση της τιμής του χρυσού και το κυνήγι των πολύτιμων μετάλλων ποικίλει ανάλογα με την πολεμική ατμόσφαιρα ή τη μιλιταριστική τάση κάθε κράτους. Τα μεταλλικά αποθέματα των τραπεζών, που εκδίδουν χαρτονόμισμα, εξακολουθούν να παίζουν το ρόλο του έσχατου αποθέματος, το οποίο από την αρχαιότητα αποθήκευαν στο ναό. Η προς το χαρτονόμισμα εμπιστοσύνη κλονίζεται, όταν επιδεινώνονται οι οικονομικοί δείκτες μιας χώρας ή σημειώνονται κοινωνικές αναταραχές. Γι’ αυτό και κάθε υποτίμηση του νομίσματος ισχυρίζονται οι κοινωνιολόγοι, που μελετούν το φαινόμενο, είναι ένα βήμα προς τον πόλεμο.
Το καλύτερο παράδειγμα «προπολεμικής συγκυρίας» το συναντούμε στη Γερμανική οικονομία, μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929.  Η περίοδος των ετών 1933-1940 χαρακτηρίζεται από την εσωστρέφεια της Γερμανικής οικονομίας, την υποχρεωτική αποταμίευση, τη δημιουργία αποθεμάτων, τις αλλεπάλληλες υποτιμήσεις  του νομίσματος  και την αύξηση των παραγγελιών στις μεταλλουργικές, χημικές και γενικά πολεμικές βιομηχανίες. Η ευφορία έφθασε στο απόγειο της, ώστε ένας περιηγητής, ο οποίος διέσχισε τη χώρα αυτή το 1913 και επανέλαβε το ταξίδι του το 1937, να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι: «Η Γερμανία είναι ευτυχής μόνο όταν περιβάλλεται από ένα πόλεμο».
Οι παγκόσμιες οικονομικές κρίσεις χτυπούν περισσότερο τις οικονομίες των βιομηχανικά ανεπτυγμένων κρατών και λιγότερο τις άλλες χώρες, όσο κι αν φαίνεται αυτό περίεργο.  Είναι κρίσεις αφθονίας αγαθών και αδυναμίας κατανάλωσης τους. Οι ανίσχυρες βέβαια οικονομίες καταρρέουν πρώτες, γιατί χρεοκοπούν κάτω υπό το βάρος των χρεών τους. Όσο όμως μειώνεται η πίττα της αγοράς και εξαντλούνται τα περιθώρια εκπτώσεων εκ των υποτιμήσεων του κυκλοφορούντος χαρτονομίσματος, τότε αρχίζουν οι οικονομικοί αποκλεισμοί και οι απαγορεύσεις, που οδηγούν σε αδιέξοδο και τις πιο ισχυρές οικονομίες.  Μοναδική  διέξοδος είναι τότε ο θερμός πόλεμος.
Η «πολεμική συγκυρία» χαρακτηρίζεται από την ταχεία κατανάλωση των επισωρευθέντων και πλεοναζόντων αγαθών, αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής και εξάλειψη του εργατικού αποθέματος. Ακόμη και οι ουδέτεροι αυξάνουν την παραγωγή τους κατά τη διάρκεια του πολέμου, για τον ανεφοδιασμό των εμπολέμων. Οι πόλεμοι επιφέρουν πάντοτε αύξηση της απασχόλησης, περικοπή των αμοιβών, πτώση των τιμών και αύξηση της κατανάλωσης. Γι’ αυτό λειτουργούν αντίστροφα με τις οικονομικές κρίσεις. Απορροφούν τα πλεονάζοντα αποθέματα προϊόντων και ανθρώπων, εξαλείφοντας σε μεγάλο βαθμό την ανεργία.
Στη Γαλλία κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου αυξήθηκε ακόμη και ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων από 700.000, που ήταν το 1939 σε 2.000.000 περίπου το 1946, λόγω της πολιτικής κινητοποίησης, που ήταν ανάλογη της στρατιωτικής.
Η «συγκυρία της πολεμικής επανόρθωσης» διακρίνεται από αυξημένη ζήτηση εργατικών χειρών και έχει μια διάρκεια όση και η αποκατάσταση των εκ του πολέμου ζημιών. Όταν όμως αυτή η περίοδος ολοκληρώνεται, αρχίζει πάλι μια συγκυρία επιβαρυμένη με τις απειλές της ανεργίας και την έλλειψη διεξόδου. 
Ο Μάρξ έχει επισημάνει το αίτιο των οικονομικών κρίσεων, όπως  η κρίση του 1929-30, που οδηγούν στην έξαψη του πολεμικού κλίματος σε χώρες, όπου φωλιάζει η ύφεση και ο έμμονος οικονομικός μαρασμός. Η εξελίξεις που οδήγησαν στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο επιβεβαιώνουν την άποψη του.
Μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και μέχρι την τελευταία δεκαετία του εικοστού αιώνα, στις οικονομίες των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης επικρατούσαν ο διευθυνσισμός (διευθυνόμενη οικονομία), ο τελωνειακός προστατευτισμός, ο Κολμπερτισμός (βιομηχανικός προστατευτισμός) και ο μερκαντιλισμός (Γαλλιστί εμπορική κερδοσκοπία και αποταμίευση χρυσού), ως κατάλοιπα του φόβου εκ του πολέμου και των συχνών υποτιμήσεων των εθνικών νομισμάτων.
Στον Κολμπερτισμό εναντιώθηκαν οι φυσιοκράτες οικολόγοι και στον προστατευτισμό οι οπαδοί του οικονομικού φιλελευθερισμού. Οι τελευταίοι βασίζουν τα επιχειρήματά τους στην ύπαρξη μιας φυσικής αρμονίας στα συμφέροντα, στον αυτοματισμό διατήρησης των οικονομικών ισορροπιών και στα πλεονεκτήματα μιας διεθνούς κατανομής της εργασίας, ως αποτέλεσμα της ελεύθερης διακίνησης ανθρώπων και αγαθών.  Αυτό είναι και το πιο σημαντικό επιχείρημα των οπαδών του φιλελευθερισμού, οι οποίοι εκτιμούν ακόμη  ότι η ελεύθερη ανταλλαγή προϊόντων θα θέσει τέρμα σε όλους τους μεταξύ των εθνών οικονομικούς ανταγωνισμούς.
Σ’ αυτές τις απόψεις προστέθηκε και μια νέα  θέση ενός Άγγλου οικονομολόγου, του Jeremie Bentham, ο οποίος πρότεινε την κατάργηση όλων των αποικιών, στις οποίες τα μεγάλα Ευρωπαϊκά κράτη εύρισκαν διέξοδο για τη βιομηχανία και το εμπόριο τους. Η επιχειρηματολογία αυτή στηρίζονταν στο γεγονός της παραίτησης της Αγγλίας από τις εδαφικές της κατακτήσεις επί της Ευρωπαϊκής Ηπείρου από την περίοδο της Αναγέννησης. Παρακάμπτει όμως επιμελώς,  ο Άγγλος οικονομολόγος, τ’ αποικιακά πλεονεκτήματα, αντί των εδαφικών προσαρτήσεων, που εξασφάλιζε η χώρα του ως ανταλλάγματα ή την πληρωμή της, όσες φορές συμμετείχε σ’ ένα Ευρωπαϊκό πόλεμο με το μέρος των νικητών. Ακολουθώντας αυτή την πρακτική, διεκδίκησε  μετά το τέλος του Ρωσοτουρκικού πολέμου το 1878 και έλαβε με μυστική Συνθήκη Αμυντικής Συμμαχίας, ως αντάλλαγμα για την προσφερθείσα προστασία στη χρεωκοπημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία και την Κύπρο, με καταβολή από αυτή επί πλέον 92.800 λιρών και 4.166.200 οκάδες αλάτι το χρόνο.
Η επιδίωξη απόκτησης νέων αποικιών αποτελούσε κύρια αιτία  της  επιθετικότητας της Βρετανίας και όλων των άλλων Ευρωπαϊκών δυνάμεων μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η οικονομική κρίση του 1929, που εκδηλώθηκε, όπως και η τελευταία με αιχμή του δόρατος το δολάριο, οδήγησε σ’ ένα καταστροφικό πόλεμο την Ευρώπη και την Άπω Ανατολή, φέρνοντας στο προσκήνιο τις ΗΠΑ, που καραδοκούσαν, ως παγκόσμια οικονομική υπερδύναμη. Η δύναμη αυτή με τους οργανισμούς που σύστησε στα μέτρα της μετά τον πόλεμο, τον ΟΗΕ, το ΝΑΤΟ και το ΔΝΤ, έθετε φαινομενικά υπό την προστασία και την επιρροή της τη Δυτ. Ευρώπη.  Οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις ανήμπορες ν’ αντιδράσουν, παρά τα βήματα που έκαναν, δεν κατάφεραν ακόμη ν’ αποκτήσουν ενιαία πολιτική και διακυβέρνηση. Δεμένες αποικιοκρατικά πίσω από το άρμα του δολαρίου, προσπάθησαν με το ενιαίο νόμισμα του Ευρώ, ν’ αυτονομηθούν οικονομικά. Δέχθηκαν όμως, για μια ακόμη φορά τα βέλη του μεταπολεμικού οικονομικού κατεστημένου και των κερδοσκόπων. Η οικονομική κρίση, η οποία εκδηλώθηκε το Μάϊο του 2008, με την κατά 30% περίπου υποτίμηση του Αμερικανικού νομίσματος και την ανατίμηση εξ αυτού του λόγου  του μαύρου χρυσού, ο οποίος έφθασε στα 200 δολάρια το βαρέλι, διατάραξε την παγκόσμια οικονομική ισορροπία.  Το ντόμινο αυτής της κρίσης πέρασε πάλι τον Ατλαντικό, όπως το 1930 και επηρέασε τις ασθενέστερες ή υπερχρεωμένες χώρες της Ε.Ε, όπως η Ελλάδα. Η απουσία ενός Ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης και η προσφυγή της χώρας στο ΔΝΤ, αποκάλυψε αδυναμίες της Ευρωζώνης, που είναι αδύνατο να ξεπεραστούν χωρίς ενιαία οικονομική πολιτική και ενιαίο προϋπολογισμό.
Η Ευρωπαϊκή βέβαια ενοποίηση, που ξεκίνησε λίγα χρόνια  μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο είχε τον ίδιο στόχο με το αποκαλούμενο «Δόγμα Μονρό», όπως αυτό εκφράστηκε το 1823 από τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ Τζαίημς Μονρό και τη μονομερή του δήλωση στο Κογκρέσο. Δεν κατάφερε όμως να επιτευχθεί, διότι προσέκρουσε σε στρατηγικά συμφέροντα της μοναδικής πλέον μετά τον πόλεμο υπερδύναμης  στην επιδίωξη επιβολής της ηγεμονίας της στον πλανήτη.
Η κρίση εμπιστοσύνης προς την Ευρωζώνη και το κλίμα της απροθυμίας των ηγετών των ισχυρών οικονομικά κρατών και ιδίως της Γερμανίας να την υπερασπιστούν αποτελεσματικά, υποχρεώνει  πάλι  τα έθνη και τα κράτη μέλη της Ε.Ε, να κλειστούν στον εαυτό τους ή να στραφούν σε άλλες κατευθύνσεις στην επιδίωξη τους να εξασφαλίσουν την αυτάρκεια τους ή ακόμη και τη φυλετική τους διάκριση. Οι φήμες, που διαρρέονται, για επάνοδο της Γερμανίας στο Μάρκο ή την αποπομπή των αδύναμων οικονομικά κρατών από το ενιαίο Ευρωπαϊκό νόμισμα, το ευρώ, αποτελούν καθημερινή πλέον είδηση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Διαβάζοντας όμως κανείς και τον τύπο της δεκαετίας του 1930 έχει την αίσθηση ότι ζει σήμερα την επανάληψη της ιστορίας.