ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ
Γράφει ο Νικόλαος Σκαρλάτος
Την ιστορία, τη διαμορφώνουν τρείς κυρίως παράγοντες. Οι συνθήκες της κάθε εποχής, οι μάζες και οι ηγέτες. Ο πρώτος είναι άψυχος, ο δεύτερος ασυνείδητος και ο τρίτος συνειδητός. Ο ηγέτης είναι ο μόνος συνειδητός παράγων της ιστορίας, τον οποίο όμως επιλέγει η ασυνείδητη μάζα, που αρέσκεται στο λαϊκισμό.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, θεωρούσαν πολλοί αδιανόητους τους πολέμους μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων. Η κυρίαρχη φιλοσοφία, που επικρατούσε την εποχή εκείνη, ήθελε τα οικονομικά συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων αλληλένδετα. Η ύπαρξη Αυτοκρατοριών με πολυπολιτισμικούς πληθυσμούς και η σύνδεση των κυκλοφορούντων χαρτονομισμάτων με τον κανόνα του χρυσού, που επιβλήθηκε το 1816 από την αναδυθείσα, μετά την ήττα του Μ. Ναπολέοντα, θαλασσοκράτειρα Μ. Βρετανία, έκαναν τη διεθνή οικονομία πιο «παγκοσμιοποιημένη» από τη σημερινή.
Το καπιταλιστικό όμως σύστημα, το οποίο στα τέλη του 19ου αιώνα έφθασε στο απόγειό της δόξας του, πέρασε τα επόμενα χρόνια σε μια περίοδο έντονου οικονομικού ανταγωνισμού. Η κλιμακούμενη πίεση του κρατικού παρεμβατισμού, έφερε μια επανάσταση όχι μόνο στον οικονομικό, αλλά και στους άλλους τομείς της ανθρώπινης δράσης. Τη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα μετά τη Ρωσική επανάσταση και την επικράτηση του διεθνισμού επιβλήθηκε σε πολλές χώρες του πλανήτη ο κολεκτιβισμός. Στις άλλες όμως, αναγκάστηκαν οι ιθύνοντες κυρίως, μετά την κρίση του 1929, είτε υπό καθεστώς δικτατορίας ή δημοκρατίας, να επέμβουν και να διευθύνουν εκ των άνω την οικονομία, για ν’ αποκαταστήσουν την απολεσθείσα οικονομική ισορροπία και να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των μαζών. Τα μέτρα του Νιού Ντήλ, που λήφθηκαν στην Αμερική από το Ρούσβελτ πήραν μορφή σοσιαλιστική και αντικαπιταλιστική, ενώ στη Γερμανία οι εθνικοσοσιαλιστές συγκέντρωσαν στα χέρια του κράτους τη διεύθυνση της οικονομίας με σκοπό τη βελτίωση της θέσεως των λαϊκών τάξεων. Στη Ιταλία δε ο φασισμός συντηρητικότερος, προσπάθησε να συνδυάσει την κρατική επέμβαση με το συντεχνιακό σύστημα. Ο έντονος οικονομικός ανταγωνισμός, που επικράτησε ως αποτέλεσμα της αντικατάστασης του δόγματος της οικονομικής πολιτικής από οικονομικές στρατηγικές οδήγησε τελικά στον απομονωτισμό την ύφεση και την τρομακτική αύξηση της ανεργίας, που ανάγκασε τις Κυβερνήσεις των ισχυρών βιομηχανικά χωρών να στραφούν στην πολεμική βιομηχανία και την πολεμική κινητοποίηση. Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι το πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνα, μετά τις εδαφικές μεταβολές και τις καταστροφές που προκάλεσαν, δημιούργησαν κατά τη φάση της ανασυγκρότησης, την αυξημένη ζήτηση εργατικών χεριών έλυσαν το φαινόμενο της ανεργίας και εκτόπισαν με τις αυξημένες ανάγκες την ύφεση δίδοντας διέξοδο στα κεφάλαια και στην κατανάλωση.
Μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο επιβλήθηκαν επίσης, από τους αναδειχθέντες κοσμοκράτορες, σημαντικές μεταβολές στις κοινωνικές και πολιτικές ιδέες. Η νέα τάξη επέβαλε στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα και το εμπόριο τον κανόνα του δολαρίου, που αντικατέστησε τον κανόνα του χρυσού, που επιβλήθηκε το 1816 από την αναδειχθείσα και τότε, μετά τους Ναπολεόντειους πολέμους, θαλασσοκράτειρα Μ. Βρετανία.. Έτσι οι ΗΠΑ, η πολιτική με τη σύνδεση της ισοτιμίας των κυκλοφορούντων χαρτονομισμάτων με το δολάριο, επέβαλαν τη δική τους μορφή διευθυνόμενης οικονομίας με την οποία ελέγχουν, εκ του εμπορικού τους ισοζυγίου, τις οικονομίες όλων των χωρών.
Τα άλλα όμως ισχυρά κράτη, αναγκασμένα να συμμορφώνονται με τις ελεύθερες κοστολογήσεις των διεθνών αγορών, σύμφωνα με το Αμερικάνικο νόμισμα, οδηγήθηκαν στην καθιέρωση μιας «οικονομικής στρατηγικής», την οποία εφάρμοζαν και κατά την περίοδο της αποικιοκρατίας.
Για να επεκτείνουν την έκταση των εμπορικών τους ανταλλαγών συγκρότησαν εκούσια ή με τη βία και τον εκφοβισμό μεταξύ δορυφόρων χωρών ενιαίες αγορές. Έτσι ιδρύθηκαν η ΕΟΚ στη Δυτική Ευρώπη και η ΚΟΜΕΚΟΝ στην Ανατολική. Οι ανταλλαγές των εμπορευμάτων στις αγορές αυτές, δεν υπολογίζονταν με το κυκλοφορούν νόμισμα, αλλά με ένα νόμισμα λογαριασμού, όπως το ECU. Με το νόμισμα όμως λογαριασμού, αλλά και με το ευρώ αργότερα, τα ισχυρότερα και αυτάρκη έθνη είχαν και έχουν τη δυνατότητα ν’ ασκούν πίεση στα ασθενέστερα και να επιβάλλουν σ’ αυτά ζημιογόνες εμπορικές ανταλλαγές. Οι ισχυρότεροι υπερτιμώντας το νόμισμα τους, όσο εφαρμόζονταν το νόμισμα λογαριασμού ή τα εμπορεύματά τους και υποτιμώντας τα αντίστοιχα του πελάτη τους κατέληγαν, όπως συνέβη με τα Γερμανικά υποβρύχια και τη Σήμενς, σε μια «ισότιμη» ανταλλαγή, ένα αυγό έναντι μιας κότας, όπως λέει κι ο λαός.
Η μετάλλαξη βέβαια της ΕΟΚ σε Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς τις προϋποθέσεις της πολιτικής και οικονομικής ενοποίησης, με την ένταξη στη ζώνη του ευρώ χωρών με διαφορετικό ΑΕΠ και παραγωγικό ιστό, συνέχισε ουσιαστικά τον άνισο ανταγωνισμό. Αυτό είχε ως συνέπεια, μέσα σε δέκα χρόνια, από την αύξηση των ελλειμμάτων στο εμπορικό ισοζύγιο των αδύναμων οικονομικά χωρών, την προσφυγή τους σ’ ένα αέναο και εύκολο καταναλωτικό υπερδανεισμό. Αποτέλεσμα του εύκολου υπερδανεισμού (για πρώτη φορά από την ανεξαρτησία της η Ελλάδα δανείζονταν λόγω του ευρώ με μονοψήφια επιτόκια) ήταν ο υπερ-καταναλωτισμός και η τρομακτική αύξηση των χρεών τους, που τις οδήγησε σε μια κατάσταση μερικής οικονομικής υποδούλωσης έναντι των ισχυρών. Αυτό συμβαίνει σήμερα με τη χώρα μας, η οποία έχει χάσει την οικονομική της αυτοτέλεια εξ αιτίας της αδυναμίας εξόφλησης των χρεών της, έναντι κυρίως της πιο ισχυρής χώρας στο ευρώ, της Γερμανίας.
Η ένταξη της χώρας μας στο Ευρώ, που στέρησε από τις ελληνικές Κυβερνήσεις τη δυνατότητα άσκησης νομισματικής πολιτικής, για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων μας και η αδυναμία να προωθήσουν τις διαρθρωτικές μεταβολές και αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας μας, λόγω κυρίως των καρτέλ και των συνδικαλιστικών διεκδικήσεων, διόγκωσαν το κράτος, και διέλυσαν τον παραγωγικό ιστό της χώρας. Τα ξένα προϊόντα, λόγω της παγκοσμιοποίησης φθάνουν πιο φθηνά στην Ελληνική αγορά και καταναλώνονταν, όσο υπήρχε δυνατότητα εύκολου δανεισμού, που ανέβαζε τους μισθούς.
Το Ευρώ βέβαια, δεν το θέσπισαν τα ισχυρά κράτη της Ένωσης από γενναιοδωρία ή αλτρουϊσμό προς τα ανίσχυρα οικονομικά, αλλά για να εξυπηρετήσουν τις εξαγωγές τους και να εξασφαλίσουν την αυτάρκειά τους. Με τον δανεισμό δε στις αδύναμες χώρες βάζουν όρους και δίδουν σε πρώτη φάση διέξοδο στα εμπορεύματα και στα κεφάλαιά τους. Ο υπερδανεισμός όμως των χωρών, όπως συνηθίζονταν και κατά την περίοδο της αποικιοκρατίας, επιβάλλει πάλι στους λαούς των υπερ- χρεωμένων οικονομικά χωρών, με τη μέθοδο του pot-latch, (κλείσιμο ερμητικά σε πιθάρι), τους καταναγκασμούς του αποικιακού δουλικού καθεστώτος, όπως αυτό ίσχυε κατά τον 16ο και 17ο αιώνα.
Η υποτίμηση του δολαρίου το Μάϊο του 2008 κατά 30% έναντι των άλλων νομισμάτων, που είχε ως στόχο να εκτρέψει την εμπορική κίνηση από τους οικονομικούς αντιπάλους των ΗΠΑ και να κάνει πιο ελκυστικά τ’ Αμερικανικά προϊόντα, προκάλεσε ένα κλίμα αναστάτωσης στην παγκόσμια αγορά, που συμπαρέσυρε και τη ζώνη του ευρώ. Η κρίση που έπληξε κυρίως τις αδύναμες χώρες της ευρωζώνης, με πρώτη τη χώρα μας, λόγω διατάραξης της ισορροπίας του Ευρώ με το δολάριο, που έκανε πιο ακριβά τα ευρωπαϊκά προϊόντα, έφερε πάλι στο προσκήνιο το δόγμα της «οικονομικής στρατηγικής», που συνδέεται με τον προστατευτισμό, τη χειραγώγηση των νομισμάτων και τη συνέχιση του οικονομικού πολέμου με άλλα μέσα. Η αντικατάσταση του δόγματος της «πολιτικής οικονομίας» από το δόγμα της «οικονομικής στρατηγικής», συνδέεται στενά με την επιδείνωση του πολεμικού κλίματος, διότι ο έντονος ανταγωνισμός οξύνεται και από την επιδίωξη εξασφάλισης της αυτάρκειας σε ανταγωνιστικές τιμές. Χωρίς χαρτονόμισμα, υποστηρίζει ο Γάλλος κοινωνιολόγος Gaston Bouthoul, δεν γίνεται ολοκληρωτικός πόλεμος.
Το κλίμα της οικονομικής αναστάτωσης, που προκαλεί στην παγκόσμια αγορά η υποτίμηση του χαρτονομίσματος, λόγω της διατάραξης της παγκόσμιας νομισματικής ισορροπίας, στρέφει σταδιακά όλες τις χώρες στην εφαρμογή οικονομικών στρατηγικών, που οδηγούν στον προστατευτισμό και στον απομονωτισμό. Η κατάρρευση σε πρώτη φάση των αδύναμων οικονομιών, οδηγεί τελικά στη μείωση της αγοραστικής δύναμης, σε ύφεση τις οικονομίες, σε αύξηση της ανεργίας και σε κοινωνικές αναστατώσεις. Ο απομονωτισμός και ο έντονος ανταγωνισμός επιφέρουν παράλληλα έξαρση των εθνικισμών, που συνεχίζουν τον οικονομικό πόλεμο με άλλα μέσα. Στην επιδείνωση της κατάστασης πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο συνέβαλε και η επιδίωξη απόκτησης νέων αποικιών, που αποτελούσαν την κύρια αιτία επιθετικότητας της Βρετανίας και των άλλων Ευρωπαϊκών δυνάμεων.
Η οικονομική όμως κρίση, που μαστίζει σήμερα τις αδύναμες χώρες του Ευρωπαϊκού νότου έχει και μια άλλη διάσταση. Εάν δεν αντιμετωπισθεί έγκαιρα, ίσως εξελιχθεί σε μια συγκυρία, με όλα τα κοινωνικά χαρακτηριστικά και συνέπειες της προπολεμικής συγκυρίας. Η συγκυρία αυτή διακρίνεται από την αφθονία των αγαθών, την αδυναμία κατανάλωσής τους εξ αιτίας της ύφεσης και την αυξημένη ανεργία, η οποία σταδιακά θα πλήξει και τις πλούσιες βιομηχανικά χώρες, όπως συνέβη μετά την οικονομική κρίση του 1929. Η ύφεση και η ανεργία, όπως εκτιμούν οι κοινωνιολόγοι του πολεμικού φαινομένου, οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε κοινωνικές εντάσεις, στον απομονωτισμό, στην έξαρση των εθνικισμών, στην ανάδειξη ηγετών που στρέφουν τις ισχυρές οικονομίες στην πολεμική βιομηχανία και στον πόλεμο, ο οποίος δίδει διέξοδο στα κεφάλαια και στην ανεργία.
Στις πτωχές χώρες τα πλεονάσματα είναι ανθρώπινα και στις ανεπτυγμένες βιομηχανικά προϊόντα και κεφάλαια. Εάν συνεπώς αποτύχει η πολιτική οικονομία και οδηγηθούν οι ισχυρές οικονομικά χώρες σε οικονομικές στρατηγικές και στον απομονωτισμό, ο πόλεμος θα δώσει τη διέξοδο συμπαρασύροντας, όπως έγινε στους δύο παγκοσμίους πολέμους και τις μικρές. Στις αρχές του 20ου αιώνα, όπως και σήμερα, θεωρούσαν πολλοί, λόγω της παγκοσμιοποίησης αδιανόητους τους πολέμους μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων. Οι δύο όμως παγκόσμιοι πόλεμοι, μέσα σε είκοσι χρόνια, διέψευσαν όσους εκτιμούσαν ότι η παγκοσμιοποίηση απομάκρυνε τις οικονομικές κρίσεις και τον πόλεμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου