Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2013

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ 1204 - ΚΥΠΡΟΣ 1974


                                                            Γράφει ο Ν. Σκαρλάτος
         
Τη χρησιμότητα της ιστορίας την έχουν επισημάνει πάρα πολλοί μεγάλοι και διάσημοι. Κάθε όμως ιστορικό γεγονός έχει τα αίτια και την αφορμή που το προκαλεί. Τα αίτια είναι πάρα πολλά και έχουν βάθος μέσα στο χρόνο, ενώ η αφορμή είναι πάντοτε μία και πολύ κοντά στο ιστορικό γεγονός.                                                                    

Το 1203 μ.Χ, ένα χρόνο πριν από την άλωση της Πόλης από τους Φράγκους, Αυτοκράτορας στο Βυζάντιο ήταν ο Αλέξιος ο Κομνηνός ή Αλέξιος Γ΄ ο Άγγελος, αδελφός του Ισαακίου, ο οποίος είχε βασιλέψει πριν από αυτόν. Ο Ισαάκιος είχε έναν γιό από την πρώτη του γυναίκα, ο οποίος ενηλικιώθηκε και ήταν βαθιά δυσαρεστημένος από την βίαιη συμπεριφορά του Αλεξίου προς τον πατέρα του. Γι’ αυτό απέδρασε και έφθασε στη Ρώμη, όπου πέφτοντας στα πόδια του Πάπα ζητούσε με πάθος βοήθεια προκειμένου να πάρει εκδίκηση γι’ αυτό.
         
Την περίοδο αυτή ο Πάπας ετοιμάζοντας την 4η Σταυροφορία κατά των Αγίων Τόπων συγκέντρωνε στρατό στην Ιταλία προερχόμενο από τις Ιταλικές πόλεις, το Βασίλειο των Φράγκων, τη Βενετία και από άλλες περιοχές. Συγκινημένος, όπως αναφέρει ο ιστορικός Ακροπολίτης, από τις παρακλήσεις του νεαρού, αλλά κυρίως από τις πλουσιοπάροχες υποσχέσεις του, τον εμπιστεύθηκε στους ηγεμόνες αυτών των στρατευμάτων, για να τον αποκαταστήσουν στον πατρικό του θρόνο και ύστερα να αποζημιωθούν, για όσα θα ξόδευαν κατά την πορεία και για όσα θα απαιτούνταν χρονοτριβώντας γύρω από την Κωνσταντινούπολη.
         
Όταν οι Σταυροφόροι έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη και άρχισαν την πολιορκία της πόλης από στεριά και θάλασσα, ο Αλέξιος απογοητευμένος και απαυδισμένος από τους κατοίκους, που ήταν ταραγμένοι και συγχυσμένοι τα εγκατέλειψε όλα «εκών άκων» και το έσκασε, λέγοντας ότι « ο Δαυίδ δραπέτευσε και σώθηκε». Φεύγοντας μάλιστα, όπως συμβαίνει σε κάθε τέτοια περίπτωση, πήρε μαζί του και αρκετά χρήματα από το Βασιλικό ταμείο. Έτσι, μετά την αποχώρηση του Αλεξίου, οι κάτοικοι έστειλαν πρεσβεία στους Ιταλούς  και Φράγκους, αποδεχόμενοι να επιστρέψει μέσα στην πόλη ο Αλέξιος, όπως ονομάζονταν και ο γιός του Ισαακίου, για να αναγορευθεί Αυτοκράτορας και ν’ αποχωρήσουν οι σταυροφόροι, επειδή θεωρούσαν ότι αυτός ήταν η αφορμή που ξέσπασε ο πόλεμος.
         
Ο νεαρός λοιπόν εισήλθε στην πόλη και αναγορεύθηκε Βασιλιάς, αλλά ήταν ήδη δεσμευμένος με όσα είχε υποσχεθεί προηγουμένως στους Ιταλούς, που τον ανέβασαν στο θρόνο. Προσωρινά βέβαια, φάνηκε να επικρατεί ειρήνη, αλλά οι Σταυροφόροι απαιτούσαν όσα τους είχε υποσχεθεί ο Αλέξιος, ο γιός του Ισαακίου. Οι κάτοικοι όμως της πόλης διατείνονταν ότι το ποσό αυτό ήταν υπέρογκο και δεν είχαν τόσα πολλά να τους δώσουν.
         
Αυτό έγινε αιτία δυσαρέσκειας των κατοίκων προς το νεαρό Αυτοκράτορα, επειδή και ο πατέρας του ο Ισαάκιος, ο οποίος ζούσε ακόμη, είχε προτείνει να συγκεντρωθούν τα ιερά σκεύη και με αυτά ν’ αρχίσουν την εξόφληση του χρέους προς τους Ιταλούς, ενώ τα υπόλοιπα να καταβληθούν από το Βασιλικό ταμείο και από τους κατοίκους.

Κατά το χρόνο που βρισκόταν σε εξέλιξη αυτή η διαμάχη και οι πρέσβεις των δύο μερών πήγαιναν και έρχονταν, δολοφονήθηκε ο γιός του Ισαακίου από τον Αλέξιο Δούκα ή Μούρτζουφλο και οι πολίτες τον αναγόρευσαν Αυτοκράτορα.

Οι Ιταλοί και Φράγκοι εξοργισμένοι από το γεγονός εναντιώθηκαν κατά των κατοίκων, οι οποίοι επίσης είχαν και τη φαεινή ιδέα να προτείνουν στον Αυτοκράτορα να διώξει από την Κωνσταντινούπολη όσους Λατίνους κατοικούσαν, για να μην τους έχουν μέσα στην πόλη και οργανώνουν συνωμοσίες. Αυτοί όμως αυτομόλησαν, όπως ήταν λογικό, προς το Στρατόπεδο των Σταυροφόρων, οι οποίοι σε διάστημα σαράντα ημερών, στις 12 Απριλίου του 6711 από κτίσεως κόσμου ή 1204 μ.Χ, κυρίευσαν την Κωνσταντινούπολη.

Τα όσα ακολούθησαν την άλωση της πόλης είναι λίγο πολύ γνωστά. Γι’ αυτό άλλωστε και ο απεσταλμένος του Πάπα ζήτησε δημοσίως συγγνώμη από τον Πατριάρχη πριν από μερικά χρόνια. Την ευθύνη όμως των Βυζαντινών για την πρόσκληση των Λατίνων την αποσιωπούν άπαντες.
Το 1974 μετά το πραξικόπημα, που ευθύνη γι’ αυτό  είχε τόσο η Στρατιωτική χούντα, όσο και ο Μακάριος με όσα προηγήθηκαν του πραξικοπήματος, η ομιλία του Μακαρίου στα Ηνωμένα Έθνη νομιμοποιούσε ουσιαστικά την Τουρκική εισβολή.                                                      
Αφού φυγαδεύτηκε με Βρετανικό ελικόπτερο από την Πάφο προς τη βάση του Ακρωτηρίου, προσγειώνονταν μετά από λίγες ώρες, με αεροπλάνο της ΡΑΦ (Αγγλικής πολεμικής Αεροπορίας) στο αεροδρόμιο Λάϋνχαμ του Γουίλττσαϊρ.                             

Στις 18 Ιουλίου έγινε δεκτός στη Νέα Υόρκη στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, ως Αρχιεπίσκοπος και όχι ως πρόεδρος της Κύπρου.  Μιλώντας όμως στα Ηνωμένα Έθνη, λίγες ώρες πριν από την Τουρκική εισβολή, τόνιζε ότι: «…Οι Έλληνες έχουν καταλάβει την Κύπρο και είναι πολύ περισσότερο επικίνδυνοι από τους Τούρκους. Οι συγκρούσεις στο νησί συνεχίζονται αιματηρές. Στα κρατικά κτίρια έχουν αναρτηθεί οι Ελληνικές σημαίες. Στα νοσοκομεία μεταφέρονται αδιάκοπα τραυματίες. Στους δρόμους περιφέρονται τα τάνκς. Η ενέργεια αυτή έχει καταργήσει την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου. Σήμερα κινδυνεύει και η Τουρκοκυπριακή κοινότητα…»

Την Παρασκευή 19 Απριλίου, ο παράνομος Τουρκοκυπριακός ραδιοφωνικός σταθμός Μπαϋράκ, στο μεσημβρινό του δελτίο ειδήσεων στην Ελληνική γλώσσα, που μεταδίδονταν την 14.00 ώρα, το οποίο άκουσα προσωπικά ενθυμούμενος ακόμη και το φαγητό που έτρωγα, αποτελούμενο από φακές, ανέφερε επί λέξει ότι: «Ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Ετζεβίτ είχε συνάντηση στο Λονδίνο με τον Βρετανό Υπουργό των Εξωτερικών κ. Κάλαχαν και επικοινωνία με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Σε δηλώσεις του στο αεροδρόμιο της Άνκαρα κατά την επιστροφή του δήλωσε ότι πέτυχε ευνοϊκή λύση του Κυπριακού».

Ο διάσημος Τούρκος δημοσιογράφος Μεχμέτ Αλή Μπιράντ στο βιβλίο του «Απόφαση Απόβαση» αναφέρει ότι στη σύσκεψη και ενημέρωση των πολιτικών αρχηγών, που έγινε στην Άγκυρα, όταν ο Ετσεβίτ απουσίαζε στο Λονδίνο, ο Ντενίς Μπαϋκάλ ανέφερε ότι: «Υπάρχει το ενδεχόμενο ο πρωθυπουργός να συναντηθεί και με το Μακάριο, χωρίς όμως να έχει παρθεί γι’ αυτό οριστική απόφαση. Ο Αμερικανός πρεσβευτής δεν έφερε καμία αντίρρηση. Η Σοβιετική Ένωση βλέπει το γεγονός σε απόλυτη συνάφεια με την Ελλάδα και συνιστά κάθε προσπάθεια για ειρηνική επίλυση».

Στο ίδιο βιβλίο, σελίδα 78, αναφέρει επίσης, για μία άλλη συνάντηση του Ετσεβίτ με μία ομάδα Ελληνοκυπρίων στο Λονδίνο: «…Ο Ετσεβίτ αναφέρει, είχε κουραστεί. Πήρε τον Κεμάλ Γκιουτζούγενερ, διευθυντή του ιδιαίτερου γραφείου του και βγήκε στη New Charing Cros-road. Στους δημοσιογράφους που ήθελαν να τον ακολουθήσουν είπε ότι ήθελε να μείνει μόνος. Αμέσως όμως το μετάνιωσε, γιατί ενώ τριγύριζε στο δρόμο κυκλώθηκε από μία ομάδα Ελληνο-Κυπρίων, που τον γνώριζαν από την τηλεόραση.                                        
- Εσείς είστε ο Τούρκος Πρωθυπουργός; (Ρώτησαν)
- Μάλιστα
Πιάστηκαν από τα χέρια του και τον είπαν:
- Οι ελπίδες μας βρίσκονται στα χέρια σας. Εσείς μπορείτε να μας γλιτώσετε.                   
Οι Άγγλοι έμειναν έκπληκτοι…..»

Αυτά και πολλά άλλα παρόμοια γεγονότα συνέβησαν λίγες ημέρες, πριν από την Τουρκική εισβολή στο μαρτυρικό νησί, τα οποία έχουν μεγάλη ομοιότητα με όσα συνέβησαν πριν από 770 χρόνια, το 1204, που είχαν σαν συνέπεια την άλωση της πόλης από τους Σταυροφόρους. Βλέπουμε συνεπώς για μια ακόμη φορά την ιστορία να επαναλαμβάνεται, έστω και με νέους όρους.



           

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου